Ο Thaddaeus Ropac άνοιξε γκαλερί στο Λονδίνο για να εκθέσει έργα πάνω από 60 μεγάλων καλλιτεχνών

Ο Thaddaeus Ropac άνοιξε γκαλερί στο Λονδίνο για να εκθέσει έργα πάνω από 60 μεγάλων καλλιτεχνών

Καθώς ο κόσμος της τέχνης του Λονδίνου εξετάζει τις συνέπειες που θα έχει η επικείμενη αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για έναν τουλάχιστον μεγάλο παίκτη της αγοράς της τέχνης τα θέλγητρα της πόλης παραμένουν έντονα.

“Για μένα το Λονδίνο εξακολουθεί να είναι το απόλυτο κέντρο τέχνης”, δηλώνει ο Thaddaeus Ropac. “Η Νέα Υόρκη μπορεί να καθορίζεται από την αγορά, αλλά το Λονδίνο έχει αυτόν τον εξευγενισμό του παλαιού κόσμου, είναι μέρος του DNA του και έχει αγκαλιάσει τη σύγχρονη τέχνη με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Πιστεύω ότι ο πολιτισμός του Λονδίνου θα παίζει πάντοτε έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο.”

Είναι τέτοια η πίστη του Ropac στο Λονδίνο ως κέντρο τέχνης που προσέθεσε στους τέσσερις εκτεταμένους χώρους του στο Παρίσι και το Σάλτσμπουργκ ένα μεγάλο νέο παράρτημα στα τέλη του προηγούμενου μήνα στην καρδιά του Μέιφερ: το Ely House, μια μεγάλη γεωργιανή έπαυλη στην οδό Dover, χτίστηκε το 1772 ως η κατοικία στο Λονδίνο του Επισκόπου του Ely.

Μετά την αποχώρηση του επισκόπου, το κτίριο είχε καταλάβει στις αρχές του 20ού αιώνα η λέσχη Albemarle και μέχρι πρότινος ήταν το σπίτι της πλέον αδρανούς γκαλερί για αντίκες, Mallett. Για τον Ropac, ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά: “Ήθελα να είμαι στο Μέιφερ και ήθελα κάτι καθαρά αγγλικό. Μπήκα μέσα και πριν δω ολόκληρο το κτίριο, είπα 'το θέλω, αυτό είναι -και τίποτ' άλλο'.”

Ο Ropac φιλοδοξεί να ανταγωνιστεί τις μεγαλύτερες γκαλερί σύγχρονης τέχνης στον κόσμο, όπως η Gagosian και η David Zwirner. Παρόλο που είναι πολύ γνωστός ανάμεσα στους λάτρεις της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης, έχει ένα πιο χαμηλό δημόσιο προφίλ από τους φανταχτερούς συναδέλφους του. Προτιμά να αφήνει τους καλλιτέχνες του να έχουν τον κεντρικό ρόλο και εκπροσωπεί πάνω από 60 μεγάλες φιγούρες της τέχνης, όπως οι Άνσελμ Κίφερ, Άντονι Γκόρμλεϊ, Λόρενς Βάινερ, Γκέοργκ Μπάζελιτς και Sylvie Fleury, καθώς και τις περιουσίες των Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, Άντι Γουόρχολ, Γιόζεφ Μπόυς και Ρόμπερτ Μέιπλθορπ.

Δουλεύει, επίσης, με αρκετές νεότερες φιγούρες, όπως ο καλλιτέχνης με έδρα το Μπρούκλυν Cory Arcangel, ο γεννημένος στην Καλκούτα Raqib Shaw, που έχει ως έδρα του το Λονδίνο, και ο διεθνώς γνωστός Πακιστανός καλλιτέχνης Imran Qureshi. “Αυτό που με καθοδηγεί είναι αυτό το απίστευτο προνόμιο που έχω να βρίσκομαι κοντά στη μεγάλη τέχνη της εποχής μας”, λέει. “Μένα ακόμα με το στόμα ανοιχτό κάθε φορά που βλέπω κάτι που με ενθουσιάζει.”

Μία τέτοια στιγμή ήταν και η στιγμή που πρωτοαντίκρισε τα έργα του Γιόζεφ Μπόυς σε μια σχολική εκδρομή στο Μουσείο Τέχνης της Βιέννης που απέσπασε τον έφηβο Ropac από μια “μεγαλοαστική αυστριακή ανατροφή” και τον οδήγησε στο να κάνει πρακτική στο εργαστήριο του Μπόυς. “Του χτύπησα την πόρτα και του είπα: 'Θα κάνω ό,τι θέλετε, δε με νοιάζει.'”

Το 1983, σε ηλικία 23 ετών, ο Ropac άνοιξε την πρώτη του γκαλερί στο Σάλτσμπουργκ με μία έκθεση με σχέδια του Μπόυς. “Ήταν ένας μικρός χώρος στη λάθος μεριά της πόλης -όλοι μου έλεγαν ότι είμαι τρελός-, αλλά ήμουν αφελής”, λέει.

Τώρα η Galerie Thaddaeus Ropac καταλαμβάνει τη Villa Kast, ένα αρχοντικό του 19ου αιώνα στον Κήπο Mirabell στο Σάλτσμπουργκ, καθώς και ένα τεράστιο βιομηχανικό κτίριο κοντά στο κέντρο της πόλης. Από το 1990 έχει, επίσης, μια βάση στο Παρίσι, η οποία σήμερα εκτείνεται σε τέσσερις ορόφους στο Marais, καθώς και ένα πρώην εργοστάσιο καλοριφέρ των αρχών του 20ού αιώνα με τα γύρω κτίριά του στην περιοχή Pantin του Παρισιού, κοντά στη νέα Φιλαρμονική του Παρισιού.

“Ήθελα να δώσω στους καλλιτέχνες την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν το όραμά τους χωρίς περιορισμούς στο χώρο”, λέει για το συγκρότημα των 5.000 τετρ. μ. στο Pantin, το οποίο περιλαμβάνει έναν ειδικά σχεδιασμένο χώρο για επιτελέσεις (περφόρμανς). Αλλά ο Ropac παραμένει ανένδοτος στο ότι η επιλογή χώρων της γκαλερί υπαγορεύεται τόσο από προσωπικά όσο και από εμπορικά κριτήρια.

“Για μένα δεν είναι ελκυστικό να υπάρχει γκαλερί σε κάθε μέρος του κόσμου, κάθε μία πρέπει να έχει τη δική της ψυχή, τη δική της ιστορία”, λέει. “Δε θέλω ο κόσμος να συγκλονίζεται από ένα μοναδικό γιγαντιαίο χώρο ή να έχει μια σειρά από λευκά, έτσι ώστε κάθε γκαλερί να μοιάζει ίδια.”

Αυτό σίγουρα ισχύει για το νέο σπίτι της Galerie Thaddaeus Ropac στο Λονδίνο, η οποία παρουσιάζει διαφορετικά σκηνικά και είναι προφανές ότι αποτελεί καρπό αγάπης. Το κομψό εσωτερικό του Ely House έχει ανακαινιστεί σχολαστικά και έχει προσαρμοστεί για εκθέσεις μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης από τη μεγάλη κυρία του σχεδιασμού μουσείων και γκαλερί Annabelle Selldorf, της οποίας οι δουλειές κυμαίνονται από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Σαν Ντιέγκο έως πολύ μεγάλες εμπορικές γκαλερί, καθώς και τα εργαστήρια του Τζεφ Κουνς και του David Salle, μαζί με τον πολυτελή μινιμαλισμό της τέντας της φουάρ Frieze Masters.

Στις δύο εκθέσεις με τις οποίες άνοιξε, παρουσιάζει πρώιμα έργα του Γιόζεφ Μπόυς και των Gilbert & George. Έργα των κακών παιδιών της Brit art από τη δεκαετία του 1970, με τους οποίους ο Ropac δουλεύει εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες, έχουν καταλάβει την μπροστινή αίθουσα του ισογείου με τους περίτεχνους σοβάδες.“Για την πρώτη έκθεση το μήνυμα ήταν πολύ σημαντικό”, επιβεβαιώνει ο Ropac.

Δημιουργούνται, πάντως, και συσχετισμοί με τον Anthony d'Offay, ο οποίος ήταν κάποτε ο σημαντικότερος έμπορος σύγχρονης τέχνης της Βρετανίας. Αυτοί οι καλλιτέχνες ήταν πιστοί στον d'Offay, και μάλλον δεν είναι σύμπτωση το ότι ο Ropac προσέλαβε την Polly Robinson Gaer, η οποία δούλευε στην γκαλερί του d'Offay μέχρι να κλείσει το 2001, για να ηγηθεί του εγχειρήματός του στο Λονδίνο.

Τα Drinking Pieces, ασπρόμαυρες φωτογραφίες του διδύμου σε διάφορες στάδια μέθης, κυμαίνονται από 100.000 έως 150.000 λίρες Αγγλίας. Συνοδεύονται από τα Video Sculptures που δείχνουν το κουστουμαρισμένο δίδυμο Gilbert & George ως αυτο-στυλιζαρισμένα “ζωντανά γλυπτά”, να καπνίζουν, να πίνουν, να περπατούν και να μιλούν υπό τους ήχους των Grieg and Elgar, καθώς και ηχογραφήσεων κελαϊδίσματος πουλιών και κεραυνών.

Ακόμη περισσότερος ήχος διαπερνά ολόκληρο το κτίριο, με την ευγενική χορηγία του νεαρού Βρετανού καλλιτέχνη Oliver Beer, ο οποίος έχει σπουδάσει μουσική σύνθεση, καθώς και καλές τέχνες και κινηματογράφο, και διέμενε στο υπόγειο του Ely House τους έξι προηγούμενους μήνες. Ο Beer έχει τοποθετήσει τραγουδιστές κλασικής μουσικής σε όλο το κτίριο και τους έχει δώσει οδηγίες να τραγουδούν νότες από τις φυσικές συχνότητες του ίδιου του χώρου, με τον ίδιο τρόπο που ένα δάχτυλο βγάζει ήχο κάνοντας τον κύκλο του στομίου ενός ποτηριού κρασιού.

“Είναι ένα διαφορετικό είδος ευχέλαιου για το κτίριο”, σχολιάζει ο Ropac, ο οποίος καταδεικνύει ακόμα ότι, παρόλο που τον θαυμάζουν πολύ στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, ο Beer έχει μέχρι στιγμής λίγη αναγνώριση στην πατρίδα του. Σε μια ακόμη αίθουσα του ισογείου, ο Beer παρουσιάζει μια σειρά από περίεργα υβριδικά γλυπτικά έργα, τα οποία δημιούργησε τεμαχίζοντας μουσικά όργανα και βυθίζοντάς τα σε πλάκες τύπου gesso-ed.

Στον επάνω όροφο, σε ένα χώρο που βγάζει μια αίσθηση οικειότητας και τον οποίο έχει βαφτίσει “Chapel Gallery”, ο Ropac αναγνωρίζει τον κρίσιμο ρόλο που έπαιξε τα πρώτα χρόνια ο μέντοράς του, τοποθετώντας πρώιμα έργα σε χαρτί του Γιόζεφ Μπόυς “σε διάλογο” με ένα γλυπτό του Μπόυς με μια φιγούρα σε σίδερο, της οποίας η μορφή είναι βασισμένη σε ένα ένα θεραπευτικό για την πλάτη.

Ο Ropac το περιγράφει ως μία “ντελικάτη μικρή έκθεση γύρω από τη φιγούρα”, και δηλώνει ότι “ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι ο Μπόυς έπρεπε να αποτελεί μεγάλο κομμάτι”.

Ακόμα, σε μια αίθουσα στον επάνω όροφο, η οποία μέχρι πρότινος ήταν η βιβλιοθήκη του Ely House, υπάρχει μία έκθεση με μερικά από τα μεγάλα ονόματα του αμερικανικού Μινιμαλισμού -συμπεριλαμβανομένων ενός από τα πρώτα επιδαπέδια γλυπτά του Ρίτσαρντ Σέρρα από το 1968, μία από τις πρώιμες ατσάλινες στήλες Corten του Ντόναλντ Τζαντ και έργα-κλειδιά των Καρλ Άντρε, Νταν Φλάβιν, Σολ Λεβίτ και Ρόμπερτ Ράιμαν.

Αυτά έχουν αποκτηθεί από την επιφανή συλλογή του Egidio Marzona και καταδεικνύουν τη συνεχή συνεργασία της γκαλερί με περιουσίες, συλλογές και ιδρύματα.

Η γκαλερί αυτή αποτελεί μια σημαντική επένδυση του Thaddaeus Ropac στο Λονδίνο. “Αποτελεί προσωπική απόφαση: θες να κάνεις κάτι σε ένα μέρος στο οποίο θες πραγματικά να περάσεις χρόνο, και για να δουλέψω και να μεγαλώσω το κοινό μου, πραγματικά αισθάνομαι ότι για μένα αυτό το μέρος είναι το Λονδίνο.”

 

Galerie Thaddaeus Ropac, Λονδίνο, έως 29 Ιουλίου 2017: Gilbert & George “Drinking Pieces & Video Sculpture 1972-1973”, “Minimal Art from the Marzona Collection”, Joseph Beuys “Sculpture and Early Drawings”, Oliver Beer “New Performance and Sculpture”

 

Πηγή: telegraph.co.uk