Το δίκιο και το άδικο των επαγγελματιών που «παραδίδουν τα κλειδιά»

Το δίκιο και το άδικο των επαγγελματιών που «παραδίδουν τα κλειδιά»

Ιδιοκτήτες επιχειρήσεων εστίασης παρέδωσαν τα κλειδιά των επιχειρήσεών τους στους συλλόγους τους σε μια συμβολική ενέργεια ένα 24ωρο πριν ξεκινήσει το νέο σκληρό lockdown στην Αττική. Ο υπουργός Ανάπτυξης ζήτησε συγγνώμη από το βήμα της Βουλής για την δήλωση των προηγούμενων ημερών που προκάλεσε πολιτικό ζήτημα.

Και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών παρέθεσε συγκεκριμένα στοιχεία που δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις εστίασης έχουν στηριχτεί επαρκώς για να καλύψουν τις απώλειες εσόδων που έχουν υποστεί μέσα στην πανδημία. Αν λοιπόν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τα στοιχεία που επικαλείται το υπουργείο Οικονομικών, τότε ποιος ο λόγος ένας επιχειρηματίας να θέλει να φτάσει στο σημείο να εγκαταλείψει τους κόπους ετών μηδενίζοντας επενδύσεις δεκάδων χιλιάδων ευρώ; 

Γεγονός είναι ότι δεν υπάρχει μια μοναδική αλήθεια που να ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου εστίασης. Κάποιες έχουν υπερκαλύψει τις απώλειες εσόδων μέσα από τις επιστρεπτέες προκαταβολές, κάποιες χτύπησαν φλέβα χρυσού με το lockdown καθώς αυξήθηκε η ζήτηση για το delivery, κάποιες είναι στα όρια της επιβίωσης και συντηρούνται μόνο και μόνο γιατί δεν υπάρχουν έξοδα για ενοίκια και μισθοδοσία και κάποιες άλλες βρίσκονται στα πρόθυρα της καταστροφής υπό το βάρος δανειακών και άλλων υποχρεώσεων.

Και δεν είναι μόνο η εστίαση. Ρωτήστε π.χ τι ανάγκες έχει ένας ιδιοκτήτης σχολής οδηγών που δεν μπορεί να δουλέψει για να φέρει χρήματα στο σπίτι, παρά μόνο να λάβει κρατική στήριξη για να πληρώσει μέρος μόνο των μηνιαίων εξόδων.

Η ψύχραιμη ματιά στα όσα συμβαίνουν στον χώρο της εστίασης οδηγεί σε χρήσιμα συμπεράσματα:

1. Ο υπουργός Ανάπτυξης ζήτησε χθες συγγνώμη αναγνωρίζοντας ότι η δήλωσή του «όσοι θέλουν να παραδώσουν τα κλειδιά τα παίρνω εγώ είπε» παρεξηγήθηκε. «Είχε το χαρακτήρα ότι οι επιχειρήσεις εστίασης με τα μέτρα τα υποστηρικτικά που τους έχουν δώσει και με τα επιπλέον μέτρα που δίνουμε, κατά την γνώμη μας εξακολουθούν να έχουν αξία, θα τα καταφέρουν και στο μέλλον και στο τέλος θα δείτε ότι όλα θα κάνε καλά. Εάν κάποιοι προσεβλήθησαν, έδωσα τις εξηγήσεις μου και άλλωστε με τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους συναντήθηκα δύο φορές και δεν υπάρχει κανένα ζήτημα» τόνισε ο υπουργός Ανάπτυξης. Με αυτή τη συγγνώμη λοιπόν επιδιώκεται να κλείσει ένα ζήτημα πριν εξελιχθεί σε «μέτωπο» ανάμεσα στην κυβέρνηση και έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.

2. Το υπουργείο Οικονομικών «βλέπει» τα τιμολογημένα στοιχεία εσόδων  τόσο για το 2019 όσο και για το 2020 μέσα από τις δηλώσεις ΦΠΑ αλλά και την πλατφόρμα τα «έσοδά μου» που συμπληρώνουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις για να λάβουν την ενίσχυση της επιστρεπτέας προκαταβολής. Τι δείχνουν αυτά τα στοιχεία; Ότι τα έσοδα από τα 6,4 δις. ευρώ το 2019, μειώθηκαν στα 4,6 δις. ευρώ το 2020. Δηλαδή, η πανδημία κόστισε στην εστίαση (με βάση τις δηλώσεις ΦΠΑ) 1,8 δις. ευρώ. Από εκεί και πέρα, το υπουργείο Οικονομικών «μετράει» τα χρήματα που έδωσε στην εστίαση μέσα από τις αλλεπάλληλες φάσεις της επιστρεπτέας προκαταβολής (1,9 δις. ευρώ) και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι απώλειες υπερκαλύφθηκαν.

3. Αν λοιπόν ισχύει αυτό, γιατί διαμαρτύρονται οι επιχειρηματίες του κλάδου; Προφανώς γιατί ο μέσος όρος «κρύβει» τα σοβαρότατα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ήδη δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις του κλάδου. Η επιστρεπτέα προκαταβολή δεν έφτασε σε όλες τις επιχειρήσεις με την ίδια ένταση. Ούτε υπέστησαν και όλες οι επιχειρήσεις την ίδια ζημιά. Μια εταιρεία του κλάδου με μείωση εσόδων 25% πήρε επιστρεπτέα προκαταβολή αλλά μπορεί να παρέμεινε κερδοφόρα.

Μια άλλη επιχείρηση με το ίδιο ακριβώς ποσοστό μείωσης εσόδων, μπορεί να βυθίστηκε στις ζημιές και να χτυπάει ήδη στα βράχια. Άρα, η ενίσχυση των επιχειρήσεων μόνο με κριτήριο τη μείωση των εσόδων, είναι εκ των πραγμάτων ελλιπής διαδικασία. Προφανώς μέσα στη πανδημία ο τζίρος είναι αυτός που αποτυπώνει απώλειες αλλά δεν μπορεί να είναι το μοναδικό κριτήριο. Η ισορροπία θα αποκατασταθεί όταν θα ενεργοποιηθεί το πρόγραμμα επιδότησης βάσει δαπανών καθώς τότε θα ενισχυθούν περισσότερο αυτοί που φορτώθηκαν ζημιές μέσα στην πανδημία.

4. Οι επιχειρήσεις της εστίασης έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Δεν τιμολογούν το σύνολο των εσόδων τους. Όποιος παραβλέπει αυτή την πραγματικότητα, απλώς κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του. Έτσι, σε συνθήκες πανδημίας που οι επιχειρήσεις κλείνουν και οι μετακινήσεις των πολιτών περιορίζονται, οι πραγματικές απώλειες εσόδων δεν είναι αυτές που αποτυπώνουν οι δηλώσεις ΦΠΑ αλλά αυτές που γνωρίζουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Μέτρα όπως η αναστολή των συμβάσεων εργασίας και ο μηδενισμός του ενοικίου, λειτουργούν ως μηχανισμός απορρόφησης των απωλειών και για τις επιχειρήσεις που δηλώνουν λιγότερα από τα πραγματικά.

Ωστόσο, όταν μια επιχείρηση που κρύβει έσοδα λειτουργεί στην πραγματικότητα με έναν διαφορετικό τζίρο αλλά αποζημιώνεται από το κράτος με βάση πολύ λιγότερα έσοδα, είναι λογικό ότι η αποζημίωση θα είναι ελλιπής. Λύση σε αυτό το πρόβλημα δεν υπάρχει. Το δημόσιο δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει αποζημιώσεις με βάση ψεύτικο τζίρο. Είναι σαφές λοιπόν ότι και εξαιτίας αυτού του λόγου, θα υπάρξουν επιχειρήσεις που θα αντιμετωπίσουν κίνδυνο επιβίωσης.

Ο κλάδος της εστίασης θα εξακολουθήσει να υπάρχει και μετά την πανδημία. Είναι μάλιστα πιθανό ότι ο τζίρος του μπορεί να αναρριχηθεί ακόμη και σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Είναι όμως εξαιρετικά πιθανό ότι θα υπάρξει ταχύτατη αναδιάρθρωση του κλάδου. Επιχειρηματίες θα αποχωρήσουν και άλλοι θα μπουν στη θέση τους. Το ζητούμενο είναι να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας. Διότι η εστίαση, είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας που απασχολεί 409.000 ανθρώπους οι οποίοι σήμερα, βρίσκονται σε ποσοστό άνω του 60% (δηλαδή περίπου 258.000 άτομα) σε καθεστώς αναστολής που σημαίνει ότι ζουν με 534 ευρώ.