Ρέα Γαλανάκη «Διηγήματα» - Η περίληψη του Κόσμου της

Ρέα Γαλανάκη «Διηγήματα» - Η περίληψη του Κόσμου της

«Αν υπάρχει “τέλος”, λέξη επινοημένη για να χρησιμέψει μόνο στους θνητούς, ας ξέρουν, κοινωνώντας από το νερό του Σέλεμνου οι ανίδεοι, ότι ο έρωτας είναι μια στιγμιαία εύνοια των θεών προς τους ανθρώπους. Μια μαύρη λάμψη. Τίποτε άλλο». [Μνήμη του έρωτα, Λήθη του έρωτα]

Έντεκα διηγήματα της Ρέας Γαλανάκη που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει και ως περίληψη του Κόσμου της. Το Γαλανάκειο λογοτεχνικό σύμπαν που κατορθώνει να ενώσει Ιστορία και μύθο, πραγματικότητα με φαντασία, βίωμα και επινόηση, και καταλύοντας Χρόνο και Τόπο να πηγαινοέρχεται παιδί, έφηβη και συγγραφέας ώριμη στη γενέθλια πόλη των παιδικών της χρόνων, στο Ηράκλειο της Ιστορίας και του μύθου, ως το Ηράκλειο των ημερών μας. Να ονειρεύεται την λαβωμένη προτομή του Καζαντζάκη στην Αθήνα, να επιστρέφει στο πατρικό της και να ακούει για τους βανδαλισμούς την άλλη μέρα στις ειδήσεις.

Το έχει αυτό, εξάλλου, το λογοτεχνικό σύμπαν της Ρέας Γαλανάκη.

Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά”, “Θα υπογράφω Λουί”, “Ελένη ή ο Κανένας”, “Ο αιώνας των λαβυρίνθων”, “Αμίλητα βαθιά νερά”, “Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα”... σχεδόν όλα τα βιβλία της ακουμπούν στην Ιστορία. Οι ήρωές της και οι ηρωίδες της υπήρξαν υπαρκτά πρόσωπα, αλλ' η ζωή και τα πάθη τους αφορούν γενικότερα το ανθρώπινο δράμα. Διότι μπορεί “τα πάντα (να) γίνονται όπως ήταν το αναμενόμενο να γίνουν” αλλά “οι μύθοι, όπως και η ιστορία φτάνουν μέχρι τον καθένα μας για να γίνουν μέρος της αυτοσυνειδησίας”.

Σ’ αυτό ειδικά το βιβλίο, καταλύοντας χρόνο και σύνορα, συγκεντρώνονται όλα τα διηγήματα (1984-2018) της Ρέας Γαλανάκη, η οποία, εκτός από το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1999), έχει τιμηθεί και με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2005). 

Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε και η αυστηρά δική της προσωπική Πινακοθήκη Αγίων. Είτε αφορά αγαπημένους φίλους που έφυγαν, όπως κάνει στο «Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι» με την Φρίντα Λιάππα, είτε κούρδους πρόσφυγες και όλους τους ξεχωριστούς ή κατατρεγμένους του κόσμου τούτου. Συνομιλεί, επί ίσοις όροις, με τους απόντες και τους φευγάτους:

«Μιλούσες και υποστήριζες με τα πιο λογικά – όπως πάντοτε- επιχειρήματα ότι μπορεί κανείς να ξαναζήσει μόνο αυτό που έχει ήδη ονειρευτεί. Αλλά κι έτσι ακόμη, έλεγες, τίποτε δεν επανέρχεται εντελώς το ίδιο. Γι’ αυτό και ξαναζούμε τις παραλλαγές παλιότερων συμβάντων» [Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι]

Αναγνωρίζοντας το πριν και το μετά των γεγονότων (Το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου), άλλοτε κυριολεκτικά κι ενίοτε ειρωνικά, καθώς και την μεγάλη αλήθεια ότι «Η γλώσσα έχει ζωή πιο μεγάλη από τους ανθρώπους», αγγίζει ως και αυτή την κοινή ρίζα των πάντων: «Σα να βγαίναν και τα δυο τους, έρωτας και πόλεμος, ζωή και θάνατος, από την ίδια μήτρα ισορροπώντας το ένα με το άλλο, συμπληρώνοντας το ένα το άλλο» [Το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου]

Επιστρέφει στο Ηράκλειο των παιδικών της χρόνων και με την δική της ιδιαίτερα φροντισμένη λογία γλώσσα, άλλοτε «ασπρόμαυρα» κι άλλοτε «σε παλιά της σερβίτσια» αποκαλύπτει «τα ορατά και τα αόρατα», ξαναδιαβάζει τα πάθη του κόσμου στα βάσανα της Όλγας, και τα μυστήρια της λογοτεχνίας συνομιλώντας με τον άνθρωπο του «Κιβωτίου», όντας ταυτόχρονα το παιδί, η νεαρή γυναίκα και η σημαντική συγγραφέας που είναι και υπήρξε. Στηρίζεται επάνω στους αγαπημένους τους, και κινούμενη ενίοτε σχεδόν σε μεταφυσικά όρια, που ωστόσο είναι απολύτως φυσικά (όπως ο έσω κι έξω χρόνος στα όνειρα), αναγνωρίζει για τον μεγάλο απόντα Καζαντζάκη:

«Κάτι τέτοια μου ψιθύριζε, ή φανταζόμουν ότι μου ψιθύριζε, γιατί εγώ πάντα χρειάζομαι μια ενθάρρυνση, μια προτροπή, ένα φίλιο χέρι για να συνεχίσω. Κι εκείνος ασφαλώς το είχε καταλάβει, αφού στην ίδια πάνω κάτω γειτονιά μ’ εμένα είχε μεγαλώσει κάποτε, πολύ πριν από μένα βέβαια, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Γι’ αυτό και με ένιωθε, πιστεύω». [Η κεφαλή του Νίκου Καζαντζάκη]

Ποιητική, προσωπική και οικουμενική ταυτόχρονα, με τα εξαιρετικά ελληνικά της, γνώστης σε βάθος της ιστορίας και των ηρώων της, ψυχανεμίζεται και όλες τις ρωγμές τους: άδηλα κι άφατα δεν υπάρχουν για την συγγραφέα Ρέα Γαλανάκη. Ωστόσο όλα είναι ριζωμένα καλά διότι όπως μας είχε πει σε μια παλιά συνέντευξη για το σύνολο του έργου της: 

«Δεν υπάρχει τόπος χωρίς τον χρόνο του, δεν υπάρχει σπίτι χωρίς το θεμέλιο του, δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς τους γεννήτορές του. Ποιο είναι όμως αυτό το παρελθόν; Διότι με το παρελθόν παίζονται πολλά παιχνίδια. Η λογοτεχνία προσπαθεί να φωτίσει κάπως τις κρυφές πτυχές και τις αποσιωπήσεις, προσπαθώντας να καταλάβει τους μηχανισμούς που κινούν τον ανθρώπινο βίο, και πολύ συχνά δημιουργούν πλαστές, έως και καταστροφικές καταστάσεις.

»Όσο για τους ήρωές μου, τι να πω; Σίγουρα με συντροφεύουν μετά το βιβλίο, μερικοί μπαίνουν και σε επόμενα γραπτά μου. Η συγκίνησή μου από τον καθένα τους δείχνει, νομίζω, ότι ήδη με απασχολούσαν τα ερωτήματα που άπλωσε μπροστά μου η δραματική τους ζωή, πριν «συναντηθώ» μαζί τους. Αλλιώς θα διάβαιναν κι αυτοί μαζί με χιλιάδες άλλες καθημερινές πληροφορίες.»

Γι’ αυτό και όλους θα τους βρούμε στο βιβλίο αυτό, μια περίληψη του Κόσμου της: και τον Ισμαήλ Φερίκ Πασά, κι εκείνον τον «Θα υπογράφω Λουί», Ανδρέα Ρηγόπουλο, και την Ελένη Μπούκουρα- Αλταμούρα ή «Κανένα».