Η σύμβαση Άγκυρας - Τρίπολης δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για την Ελλάδα
Deutsche Welle

Η σύμβαση Άγκυρας - Τρίπολης δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για την Ελλάδα

Δεν υπάρχουν έννομα αποτελέσματα, τουλάχιστον, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, από μια σύμβαση ανάμεσα στην Τουρκία και τη Λιβύη, η οποία αγνοεί εντελώς τις αξιώσεις της Ελλάδας σε θαλάσσιες ζώνες, σημειώνει η καθηγήτρια Νέλε Ματς-Λυκ, διευθύντρια του Ινστιτούτου για το Διεθνές Δίκαιο Βάλτερ Σύκινγκ του Πανεπιστημίου του Κιέλου, ενός από τα διεθνώς κορυφαία επιστημονικά ιδρύματα σε ό,τι αφορά το δίκαιο της θάλασσας.

Σε συνέντευξή της στην Deutsche Welle αναφέρθηκε στη σύμβαση για την ΑΟΖ που συνήψαν ο πρωθυπουργός της Λιβύης αλ Σαράτζ και ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν σημειώνοντας πως: «Αν το εξετάσουμε από τη σκοπιά των προθέσεων των συμβαλλόμενων πλευρών, τότε πρόκειται ασφαλώς για μια διεθνή συνθήκη. Ένδειξη είναι η πρόθεση να τεθεί το μνημόνιο σε ισχύ. Μόνο κάτι που παράγει δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα τίθεται συνήθως σε ισχύ. Ένα άλλο ενδεικτικό στοιχείο των προθέσεων είναι ότι μετά την επικύρωσή του το μνημόνιο θα κατατεθεί στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Κατά κανόνα, κατατίθενται μόνο συμβάσεις διεθνούς δικαίου. Εάν όμως αυτή η συνθήκη πράγματι μπορεί να επικυρωθεί ή επικυρωθεί καν από το κοινοβούλιο της Λιβύης, είναι ένα εσωτερικό συνταγματικό ζήτημα».

«Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να έχει κατατεθεί η επικυρωμένη σύμβαση στον ΟΗΕ. Αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι η κυβέρνηση της Λιβύης θεωρεί ότι απαιτείται κοινοβουλευτική απόφαση. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι όμως ένα δευτερεύον ζήτημα. Ακόμα κι αν μια σύμβαση συνάφθηκε και έχει τεθεί σε ισχύ με έγκυρο τρόπο, δεν μπορεί να παράγει κανένα αποτέλεσμα σε βάρος τρίτων. Μια σύμβαση ανάμεσα στην Τουρκία και τη Λιβύη, η οποία αγνοεί εντελώς τις αξιώσεις της Ελλάδας σε θαλάσσιες ζώνες, δεν μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα, τουλάχιστον, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα», ανέφερε.

Επίσης ερωτειθήσα η κ. Ματς-Λυκ, αν τα νησιά  έχουν μια παρόμοια ΑΟΖ με την ηπειρωτική χώρα, δηλαδή 200 ναυτικά μίλια, απάντησε καταφατικά επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Εάν ένα νησί πληροί τις προϋποθέσεις για τον ορισμό ενός νησιού σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για τη θάλασσα. Δηλαδή, εάν πρόκειται για μια φυσικά διαμορφωμένη περιοχή ξηράς που προεξέχει από το νερό ακόμα και με πλημμυρίδα, διαφέρει δε ευδιάκριτα από ένα γυμνό βράχο - π.χ. επειδή είναι κατοικήσιμο. Η διάκριση μεταξύ νησιών και βράχων μπορεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις να είναι δύσκολη. Τα «πραγματικά» νησιά μπορούν όπως η ηπειρωτική χώρα να διεκδικήσουν 200 ναυτικά μίλια ΑΟΖ και 200 ναυτικά μίλια υφαλοκρηπίδα. Οι βράχοι, από την άλλη πλευρά, μπορούν να διεκδικήσουν μόνο 12 ναυτικά μίλια χωρικά ύδατα, συμπεριλαμβανομένου του αντίστοιχου βυθού, αλλά χωρίς ΑΟΖ και χωρίς υφαλοκρηπίδα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η διάκριση είναι τόσο σημαντική. Σε περίπτωση που η ΑΟΖ ενός νησιού αλληλεπικαλύπτεται με τις ζώνες άλλων κρατών, θα πρέπει τα κράτη να συμφωνήσουν την οριοθέτηση των συνόρων».

Επιπροσθέτως, η διευθύντρια του εν λόγω Ινστιτούτου υπογράμμισε ότι «κατά την οριοθέτηση μιας περιοχής που διεκδικείται από δύο πλευρές, επί της αρχής, δεν χρειάζεται να συμπεριληφθούν άλλα κράτη. Όμως, ειδικά στη Μεσόγειο, όπου οι θαλάσσιοι χώροι είναι στενοί και οι περιοχές μερικές φορές αμφιλεγόμενες, θα πρέπει κάθε φορά να εξετάζεται προσεκτικά αν η οριοθέτηση επικαλύπτεται με αυτήν τρίτων χωρών. Πάντως, η διμερής οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων είναι κοινή πρακτική. Το πρόβλημα είναι αλλού. Αν, δηλαδή, αγνοούνται υπάρχουσες αξιώσεις άλλων χωρών όπως και de facto υπαρχόντων νησιών» και τόνισε ότι όσον αφορά την πρόσφατη σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας για την οριοθέτηση των αντίστοιχων ΑΟΖ χωρίς να ρωτήσουν άλλες γειτονικές χώρες, «το αν θα πρέπει να είχαν ρωτήσει όμορες χώρες εξαρτάται από το αν έχουν αλληλεπικαλυπτόμενα σύνορα με αυτές».

Επιπλέον διευκρίνησε ότι «η Τουρκία δεν δεσμεύεται νομικά από τη Σύμβαση του ΟΗΕ του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας, επειδή δεν έχει γίνει συμβαλλόμενο μέρος» και επεξήγησε λέγοντας «μόνο τα κράτη που επικυρώνουν ή προσχωρούν σε μια συνθήκη είναι νομικά υποχρεωμένα να την εφαρμόζουν. Επομένως, δεν έχει πρόσβαση στο Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας και ούτε στην Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Όρια της Υφαλοκρηπίδας. Αλλά πολλοί από τους κανονισμούς της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως οι θαλάσσιες ζώνες και η αρχή της ευθυδικίας κατά την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, έχουν στο μεταξύ εθιμική ισχύ. Δηλαδή, οι κανονισμοί ισχύουν ανεξάρτητα από τη σύμβαση και δεσμεύουν και μη συμβαλλόμενα μέρη, όπως η Τουρκία ή οι ΗΠΑ. Παρεμπιπτόντως, και αυτές οι χώρες αναγνωρίζουν ευρέως την ισχύ του εθιμικού δικαίου. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Τουρκία, αν και μη συμβαλλόμενο μέρος, επικαλείται κανονισμούς της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας».

Όσον αφορά τις δυνατότητες αποκλιμάκωσης των εντάσεων ανάμεσα σε Άγκυρα, Αθήνα και Λευκωσία σχετικά με την οριοθέτηση των ΑΟΖ, η κ. Ματς-Λυκ αναφέρθηκε σε μια ενδεχόμενη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης τόνισε χαρακτηριστικά ότι «κοινή διαχείριση μπορεί τελικά να γίνει η μόνιμη λύση». 

«Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης  ή ένα διεθνές δικαστήριο διαιτησίας θα μπορούσε να αναλάβει την υπόθεση. Προϋπόθεση είναι να συμφωνήσουν τα εμπλεκόμενα κράτη. Μέχρι να εκδοθεί μια απόφαση ή να συναφθεί μια διμερής συμφωνία, θα μπορούσαν τα κράτη να συμφωνήσουν σε μια προσωρινή λύση που θα προβλέπει την από κοινού οικονομική ανάπτυξη (Joint Development) των επίμαχων θαλάσσιων περιοχών. Από αυτή την προσωρινή λύση δεν θα προέκυπταν αξιώσεις και ούτε θα προκαταλάμβανε το αποτέλεσμα μιας μεταγενέστερης διευθέτησης. Τα κέρδη θα μοιράζονται ώσπου κάποτε, ίσως, συμφωνηθεί μια οριοθέτηση. Στην πράξη, ωστόσο, αυτή η κοινή διαχείριση μπορεί τελικά να γίνει η μόνιμη λύση», υποστήριξε. 

Τέλος στο ερώτημα αν ξεκάθαρα ρυθμίζεται στο διεθνές δίκαιο η κατανομή των θαλάσσιων περιοχών σε σχέση με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) ανάμεσα σε γειτονικές χώρες, υποστήριξε πως «ορίζεται σαφώς ότι τα κράτη θα πρέπει να συμφωνήσουν για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Είναι λιγότερο σαφές πως θα έπρεπε να είναι αυτή η συμφωνία». 

Πιο αναλυτικά είπε: «Όταν τα κράτη συνάψουν μια σύμβαση είναι πολύ ελεύθερα να επιλέξουν τη μέθοδο που θα χρησιμοποιήσουν και το αποτέλεσμα στο οποίο θα καταλήξουν. Εάν υποβάλουν αυτή την υπόθεση σε ένα διεθνές δικαστήριο ή σε ένα διεθνές διαιτητικό δικαστήριο, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασίσει με γνώμονα την αρχή της ευθυδικίας (Equity). Είναι σαφές ότι κάθε φορά εξετάζεται η μεμονωμένη περίπτωση. Το διεθνές δίκαιο της θάλασσας δεν έχει μια σταθερή μεθοδολογία που να ισχύει για όλες τις διαφορές που αφορούν θαλάσσια σύνορα, παρόλο που η νομολογία έχει αναπτύξει ορισμένα κριτήρια».