«Ερευνάτε τας...χρηματιστηριακάς γραφάς»

«Ερευνάτε τας...χρηματιστηριακάς γραφάς»

Σε μια εβδομάδα υποχώρησης της χρηματιστηριακής αγοράς με συνολικές απώλειες -2,19% με τον τραπεζικό δείκτη στο -5,07%, εμφιλοχώρησαν συνεχείς αναθεωρήσεις διεθνών οίκων, οι λόγοι των οποίων εστιάζονται  στην πρόοδο σχετικά με τις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και την πρόοδο  των εμβολιασμών και το άνοιγμα της οικονομίας.

Πράγματι, DBRS, και  Bank of America προχώρησαν σε αύξηση των εκτιμήσεων για την πορεία της οικονομίας της Ελλάδας, καθώς η πρώτη εκτιμά ότι η ανάπτυξη στο βασικό σενάριο θα είναι της τάξεως του 5%, ενώ η δεύτερη βλέπει το ελληνικό ΑΕΠ στο +5,1%.

Σε αυτές προστέθηκε και η ING που ανέβασε τις εκτιμήσεις της από το +4,2% που προέβλεπε τον Απρίλιο, στο +4,7%  για το σύνολο του 2021, αναθεωρώντας ανοδικά τις εκτιμήσεις της διαδοχικά για τα επόμενα τρίμηνα της χρονιάς.

Στα πραγματικά στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας,  ο κύκλος εργασιών στις επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου με υποχρέωση τήρησης διπλογραφικών βιβλίων, για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σε μηνιαία βάση σημείωσε αύξηση 52% σε σχέση με τον Απρίλιο του 2020 και αύξηση 18,7% σε σχέση με τον Μάρτιο του 2021.

Αύξηση 52,5% σημείωσε και  ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών στη βιομηχανία (σύνολο εγχώριας και εξωτερικής αγοράς) τον Απρίλιο φέτος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Απριλίου 2020, έναντι μείωσης 35,8% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση το 2020 με το 2019. 

Σε αυτό το πλαίσιο και σε συνδυασμό με τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις που υφίσταται η αγορά μόλις πάει να «ξεμυτίσει» προς τον στόχο των 950 μονάδων, επανέρχονται τα ερωτήματα των επενδυτών για πιθανές απαιτητικές αποτιμήσεις των μη τραπεζικών δεικτοβαρών μετοχών, για αμφιβολίες σχετικά με τα «κόκκινα δάνεια των τραπεζών «πανδημικά» ή προγενέστερα,  που επηρεάζουν τις εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο και βέβαια για το πόσο οι πληθωριστικές πιέσεις απειλούν τη σταθερότητα των τιμών στις ΗΠΑ επηρεάζοντας αρνητικά τα διεθνή χρηματιστήρια.

Είναι σαφές ότι επενδυτές που δεν ακολούθησαν την ανοδική πορεία της αγοράς από τον Νοέμβριο του 2020 «διαβάζουν» την αγορά και το επόμενο διάστημα με αρνητικό φίλτρο ευχόμενοι να υποχωρήσει, ενώ αντίθετα οι επιβιβασμένοι αδημονούν για επιθετική συνέχιση της κίνησης προς τις 1000 μονάδες. Και στις δυο περιπτώσεις ο συναισθηματικός μηχανισμός που εδράζεται στις παρορμήσεις της απληστίας, της ελπίδας και του φόβου υπερισχύει της λογικής και της αντικειμενικότητας.

Στις περιπτώσεις αυτές  το «Ερευνάτε τας... χρηματιστηριακάς Γραφάς»  είναι το ορθό δόγμα, αντί του «Πίστευε και μη ερεύνα», είτε κάποιος πιστεύει ότι η αγορά θα επανέλθει στις 500 μονάδες «αναγνωρίζοντας» μόνο τις αρνητικές ειδήσεις, είτε ότι η αγορά θα εκτοξευτεί  επιλέγοντας να «βλέπει» μόνο τις θετικές κινήσεις.

Μαθαίνοντας να  δραστηριοποιούμαστε  σύμφωνα αυτό που βλέπουμε και όχι αυτό που πιστεύουμε (trade what you see not what you think) μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι λειτουργούμε με λογική και αντικειμενικότητα αντί για συναίσθημα. Eίναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι επειδή «πιστεύουμε» ότι κάτι θα συμβεί στην αγορά δεν σημαίνει ότι θα συμβεί. 

Ας πούμε μερικές αλήθειες: Από τον Νοέμβριο του 2020 μέχρι σήμερα και ανεξαρτήτως κεφαλαιοποίησης υπάρχουν μετοχές που πραγματοποίησαν ένα αποδοτικό 60-70% ενώ άλλες  υπερέβησαν και το 100%. Η ενεργοποίηση διάφορων «λόμπυ» είναι επίσης εμφανής κυρίως σε μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης  που είχαν μείνει πίσω, χωρίς να σημαίνει ότι όλες το αξίζουν. Άλλες θα γράψουν σημαντικά κέρδη, αλλά υπάρχουν και κάποιες που ενδεχομένως όχι στο πολύ μακρινό μέλλον, φύγουν από το ταμπλό.

 Πολλές κυρίως δεικτοβαρείς  μετοχές αποτιμώνται έχοντας προεξοφλήσει τα κέρδη του 2022, αλλά από την άλλη πλευρά οι προσδοκίες των  κοινοτικών εισροών την επόμενη τετραετία σε διάφορους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας  δεν φαίνονται να έχουν προεξοφληθεί. Εφόσον τρέξουν τα επενδυτικά πλάνα σε μια οικονομία σε ανάταξη, οι αποτιμήσεις αρκετών εταιρειών θα δικαιολογήσουν υψηλότερα επίπεδα. 

Τούτο συνεπικουρείται και από τον εξαγωγικό προσανατολισμό πολλών εταιρειών, από την επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, από την επάνοδο στην κατανάλωση και από τη «χαμένη» σχέση με το λιανικό εμπόριο, που θα επαναπροσδιοριστεί.

Αντιθέτως, ένα ερώτημα που απαιτεί απάντηση είναι το πόσο διατηρήσιμα μπορούν να είναι τα κέρδη κυρίως εταιρειών της μικρομεσαίας κεφαλαιοποίησης, που έχουν επωφεληθεί στο bottom line τους από την εκτόξευση των τιμών των εμπορευμάτων, όπως  οι μεταλλουργικές εταιρείες που συνδέονται με την υψηλή τιμή του χάλυβα.

 Εν κατακλείδι, η ελληνική αγορά δίνει τη δυνατότητα τοποθέτησης σε πλείστα όσα προφίλ επενδυτών.  Πολλές  δεικτοβαρείς εταιρείες με υψηλή μερισματική απόδοση «καλύπτουν» εύκολα τα επιτόκια καταθέσεων  ακόμα και αν αυτά ανέβουν κάποια μελλοντική στιγμή, προσφέροντας επιλογές σε πιο συντηρητικούς επενδυτές.

 Οι προσδοκίες σε  κατασκευές, πληροφορική, υποδομές, ενέργεια, μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων ευνοούν ιδιαίτερα  μεγάλες και μεσαίες εταιρείες που ήδη εκπονούν τα επενδυτικά τους προγράμματα. Μια ματιά στην εκτόξευση των αποδόσεων μετοχών, που δραστηριοποιούνται σε αυτούς τους κλάδους αρκεί και παρόλα αυτά η αύξηση του κύκλου εργασιών τους και τα κέρδη τους δικαιολογούν ακόμα υψηλότερα επίπεδα.

Ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο, στην εποχή της πληροφόρησης δεν είναι πολύ δύσκολο να καταστρώσει κάποιος ένα στρατηγικό σχέδιο στις χρηματιστηριακές του κινήσεις. Αντί να ψάχνει το «χαρτάκι» της επόμενης ημέρας.