Της Anna Louie Sussman
Η Naiomy Guerrero, 26, ετών πάει σε καμιά ντουζίνα καλλιτεχνικές εκδηλώσεις το μήνα -ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της γεμάτης, για τον κόσμο της τέχνης, φθινοπωρινής περιόδου. Έχει δουλέψει για διάφορους επιφανείς μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς τέχνης, σε εργαστήρια καλλιτεχνών και γκαλερί, ενώ ξεκίνησε και το μεταπτυχιακό της στην ιστορία της τέχνης.
Αλλά πριν δύο χρόνια, άφησε τη δουλειά της στον κόσμο της τέχνης. Η Γκερέρο δεν έχασε το πάθος της για τις τέχνες και ακόμα γράφει για τέχνη στο blog GalleryGirl.nyc. Αλλά μιας και είναι η κόρη δύο μεταναστών, διάλεξε την οικονομική σταθερότητα. Πλέον δουλεύει ως οικονομικός σύμβουλος, κερδίζοντας 50% παραπάνω από τη σχετική με τέχνες τελευταία της δουλειά.
“Μεγάλωσα φτωχή, και δε θέλω να ξαναγίνω φτωχή”, λέει, ακόμα και αν “αυτό σημαίνει το να μη δουλεύω στον κόσμο της τέχνης, επειδή δεν υπάρχει μια αρκετά σταθερή θέση.”
Αντίθετα με κάποιους ομοίους της, η Guerrero δεν κατάφερε να βασιστεί σε μια σημαντική πηγή εσόδων: βοήθεια από τη Μαμά και τον Μπαμπά. Μια πρόσφατη έρευνα των New York Times έδειξε ότι άτομα ηλικίας 22, 23 και 24 ετών, που ενδιαφέρονται να εργαστούν στον κόσμο της τέχνης και του σχεδίου, συνήθως δέχονται οικονομική βοήθεια από τους γονείς τους, με το 53 % να αναφέρει κάποια βοήθεια , με το 40% των ατόμων να είναι 20 και κάτι. Δέχθηκαν, επίσης, τα περισσότερα χρήματα, ένα μέσ όρο $3.600 το χρόνο, σε σύγκριση με τα $3.000 που πήραν οι συνομήλικοί τους σε άλλους τομείς.
Παρόλο που δεν είναι κάτι καινούριο το ότι οι δημιουργικοί τομείς δεν είναι και οι πιο προσοδοφόροι, το εύρημα υπογραμμίζει το γενικά αόρατο ρόλο των τάξεων στον κόσμο της τέχνης, σε μια περίοδο που οι προσπάθειες για κατάργηση των διακρίσεων σχετικά με το φύλο και τη φυλή γίνονται ολοένα και πιο κοινότυπες. Καταδεικνύει, επίσης, κάποιες από τις προκλήσεις της προσπάθειας για οικονομική ποικιλομορφία σε μια βιομηχανία που, ενώ τείνει προς τον φιλελευθερισμό, δίνει αξία στον ανθρωπισμό και την επινοητικότητα, αλλά, ακόμη, βασίζεται στην ικανότητα της άνετης κοινωνικοποίησης με οικονομικά ευκατάστατους συλλέκτες.
Επιπλέον, υπογραμμίζει πώς, κατά κάποιον τρόπο, ο κόσμος της τέχνης παίζει με τους δικούς του οικονομικούς κανόνες. Πολλές βιομηχανίες σε όλους τους τομείς της οικονομίας κάνουν έντονες προσπάθειες να διαφοροποιήσουν το εργατικό δυναμικό τους, οδηγούμενες από έρευνες που δείχνουν ότι η ποικιλομορφία συσχετίζεται με καλύτερη οικονομική απόδοση. Αλλά τα σημαντικότερα τμήματα της αγοράς τέχνης είναι χτισμένα πάνω στις συνήθειες ξοδέματος, φιλανθρωπίας, και κοινωνικών δικτύων των υπερβολικά πλούσιων: ένα στοιχείο του εμπορικού κόσμου της τέχνης που φαίνεται να τον ανοσοποιεί απέναντι σε αυτή την τάση του εργατικού δυναμικού. Χάρη στη δομική του εξάρτηση από μια μικρή ομάδα πολύ πλούσιων συλλεκτών και δωρητών, οι προσλήψεις σε κάποια μέρη του κόσμου της τέχνης τείνει να ευνοεί αυτούς με τις σωστές διασυνδέσεις και παρόμοια αναφορικά πλαίσια.
Προφανώς, αυτό δε συμβαίνει σε όλα τα μέρη του κόσμου της τέχνης. Ιδρύματα στη Νέα Υόρκη κάνουν κινήσεις για να βοηθήσουν στην κατάρριψη των εμποδίων για μια καριέρα στις τέχνες, προσφέροντας πληρωμένα προγράμματα πρακτικής άσκησης ή χτίζοντας οικονομικές στεγάσεις για τους καλλιτέχνες. Αλλά αυτά τα εμπόδια προκύπτουν στην αρχή. Η Guerrero, για παράδειγμα, γεννήθηκε και μεγάλωσε εν μέρει στη Νέα Υόρκη (πέρασε κάποιες περιόδους στη Δομινικανή Δημοκρατία), αλλά δεν είχε επισκεφτεί ποτέ γκαλερί πριν την πρώτη της χρονιά στο κολέγιο.
“Δεν είχα ιδέα τι πολιτισμική και καλλιτεχνική Μέκκα ήταν η Νέα Υόρκη, επειδή για μένα, στο Μπρονξ, αυτό το πράγμα δεν υπήρχε,” λέει.
Έπειτα, υπάρχει το κόστος της εκπαίδευσης. Τα δίδακτρα των προπτυχιακών μαθημάτων σε μια ιδιωτική καλλιτεχνική σχολή είναι ακριβά, και οι υποτροφίες είναι λιγότερο κοινές σε σύγκριση με τα πιο πλούσια πανεπιστήμια με τις μεγάλες χορηγίες. Το Pratt Institute της Νέας Υόρκης χρέωνε $46.140 τη σχολική χρονιά 2016-2017. Η Cooper Union, η οποία ιστορικά προσέφερε δωρεάν τις υπηρεσίες της, παρά τις διαμαρτυρίες πολλών μαθητών και μελών της σχολής, άρχισε να χρεώνει τα δίδακτρα το 2014.
Εκτός σχολής, λίγοι καλλιτέχνες πουλάνε αρκετά έργα για να επιβιώσουν στα πρώτα βήματα της καριέρας τους, και πολλές από τις εισαγωγικές θέσεις εργασίας στην ανεπτυγμένη πολιτιστική βιομηχανία της Νέας Υόρκης πληρώνουν πολύ λίγα, ή ακόμη και τίποτα. Μια μελέτη του 2011 από το Κέντρο Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Georgetown και τη Workforce ανακάλυψε ότι οι ειδικεύσεις των εργαστηριακών τεχνών είναι ανάμεσα στην πρώτη δεκάδα ειδικοτήτων με το χαμηλότερο ποσοστό εσόδων, το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας, τα περισσότερα περιστατικά υποαπασχόλησης και το μικρότερο ποσοστό ενίσχυσης του μισθού από το πτυχίο. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ήταν τόσο δύσπιστος για την αξία ενός πτυχίου στην ιστορία της τέχνης, που συμβούλευσε μαθητές να σπουδάσουν καλύτερα βιομηχανική παραγωγή, παρόλη την έντονη εξαφάνιση βιομηχανικών θέσεων εργασίας μετά τη δεκαετία του '70.
Στον οίκο δημοπρασιών Sotheby's, οι πρακτικάριοι βγάζουν $11,17 την ώρα, και οι εισαγωγικές θέσεις εργασίας, όπως βοηθός τμήματος και διαχειριστής. πληρώνονται περίπου $40.000, σύμφωνα με την ιστοσελίδα εύρεσης εργασίας Glassdoor. Στο Metropolitan Museum of Art, οι βοηθοί έρευνας βγάζουν περίπου $34.300, σύμφωνα με την Glassdoor.
Αλλά αυτά τα πρώτα χρόνια είναι σημαντικά: μια μελέτη του 2014 του Γραφείου Απογραφών (Census Bureau) πάνω σε δεδομένα από το The Hamilton Project, έδειξε ότι οι ειδικευμένοι στις καλές τέχνες είναι οι απόφοιτοι με τις δουλειές με τα λιγότερα κέρδη, αλλά ότι και η πορεία των εσόδων τους είναι επίσης ανάμεσα στις πιο απότομες. Τα αρχικά κέρδη τους με δυσκολία ξεπερνούν τα $15.000, αλλά διπλασιάζονται μέσα στα πέντε πρώτα χρόνια της καριέρας τους, υπογραμμίζοντας πόσο σημαντική είναι η οικονομική στήριξη αυτά τα πρώτα χρόνια στα 20-κάτι. Οι ειδικευμένοι στην ιστορία της τέχνης βγάζουν περίπου $32.000 το χρόνο, μετά την πρώτη χρονιά στην αγορά εργασίας, σύμφωνα με την έρευνα.
Η πρακτική άσκηση, που πολλές φορές δεν πληρώνεται, αποτελεί άλλο ένα εμπόδιο. Όταν η Guerrero δούλεψε σε ένα μη κερδοσκοπικό οργανισμό βγάζοντας $33.000 το χρόνο, δύο από τους συναδέλφους της με παρόμοιες υποχρεώσεις δεν πληρώνονταν καθόλου για τη δουλειά τους.
“Αυτές οι απλήρωτες πρακτικές βοηθούν στη διαιώνιση της ανισότητας στον κόσμο της τέχνης”, λέει ο Tom Finkelpearl, επίτροπος του Τμήματος Πολιτισμού της Νέας Υόρκης, το οποίο βοηθά να βρουν δουλειά αυτοί που έχουν την ευχέρεια να δουλέψουν δωρεάν.
“Κάθε φορά που ανοίγεις μια πόρτα σε μια αμισθί πρακτική, κλείνεις την πόρτα σε κάποιον άλλο”, λέει ο Finkelpearl, ο οποίος έχει μεταπτυχιακό στις Καλές Τέχνες από το Hunter College, ένα δημόσιο κολέγιο της Νέας Υόρκης, και είναι επικεφαλής ενός μεγάλου αριθμού πρωτοβουλιών, με σκοπό να διαφοροποιηθεί το πολιτισμικό τοπίο της Νέας Υόρκης.
Πέρσι το DCA και το City University of New York ξεκίνησαν το CUNY Cultural Corps, ένα πρόγραμμα του $1 εκατομμυρίου για 70 μαθητές του CUNY και πρόσφατους αποφοίτους με τη μορφή αμειβόμενης πρακτικής άσκησης σε αρκετές δεκάδες πολιτισμικά ιδρύματα της πόλης. Μέλη του CUNY Cultural Corps θα αμείβονται με $12 δολάρια την ώρα και θα δουλεύουν μέχρι 12 ώρες την εβδομάδα σε μέρη όπως το Brooklyn Museum, το MoMA PS1 και το Studio Museum στο Χάρλεμ.
Ένα άλλο ίδρυμα της Νέας Υόρκης, το Metropolitan Museum of Art, προσφέρει περίπου 75 πληρωμένες πρακτικές για μαθητές λυκείου και 40 πληρωμένες πρακτικές το χρόνο σε προπτυχιακούς κολεγίου, προπτυχιακούς και πρόσφατους απόφοιτους φοιτητές. Υπάρχουν ευκαιρίες και χρηματοδοτήσεις που απευθύνονται σε ασκούμενους που προέρχονται από τομείς που δεν εκπροσωπούνται επαρκώς στη μουσειακή κοινότητα, και ο κάθε ασκούμενος δουλεύει με έναν μέντορα. Οι μαθητές λυκείου δέχονται επίσης επιδότηση μεταφορών, με σκοπό να ξεπεραστεί ένα συνήθως υποτιμημένο εμπόδιο για συμμετοχή.
Μια από τις θέσεις, η επιμελητική πρακτική Lifchez/Stronach, στοχεύει συγκεκριμένα σε φοιτητές και πρόσφατους απόφοιτους “των οποίων το οικονομικό υπόβαθρο μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην καριέρα τους στις τέχνες ή στο μουσειακό τομέα”. Το πρόγραμμα αυτό των εννέα μηνών πληρώνει $21.000, ή αλλιώς λιγότερο από $16 την ώρα, μαζί με ένσημα.
Η Sandra Jackson-Dumont, πρόεδρος της εκπαίδευσης στο Met (και το πρώτο άτομο στην οικογένειά της που αποφοίτησε από κολλέγιο), λέει ότι η γνωστοποίηση αυτών των προγραμμάτων είναι τόσο σημαντική όσο η χρηματοδότησή τους.
“Η γνωστοποίηση και η προβολή είναι ακόμα το πρωτεύον πρόβλημα”, λέει, σημειώνοντας ότι το μουσείο έκανε πρόσφατα μια διοργάνωση με 500 καθηγητές από 100 περίπου κολλέγια και πανεπιστήμια της περιοχής της Νέας Υόρκης, για να τους βοηθήσει να χρησιμοποιήσουν το μουσείο ως εκπαιδευτικό εργαλείο και να διαδώσουν τα προγράμματα πρακτικής άσκησης και άλλων πόρων.
Δεν είναι πάντως ξεκάθαρο αν αυτές οι προσπάθειες έχουν αρκετή ανταπόκριση σε μια πόλη όπου η μέση τιμή ενοικίου για ένα διαμέρισμα με μια κρεβατοκάμαρα ήταν σχεδόν $2.700 τον Ιανουάριο του 2017, σύμφωνα με την κτηματομεστική ιστοσελίδα RentJungle. Ένας βιώσιμος μισθός για έναν ανύπαντρο ενήλικα στην Νέα Υόρκη είναι $14,52 την ώρα, σύμφωνα με την αριθμομηχανή βιώσιμων μισθών του Massachusetts Institute of Technology.
“Τα ενοίκια στη Νέα Υόρκη έχουν ανέβει σημαντικά, αλλά τα έσοδα των καλλιτεχνών όχι”, λέει η Sharon Louden, καλλιτέχνης, δασκάλα και συντάκτης του Living and Sustaining a Creative Life (2013), μιας συλλογής δοκιμίων από καλλιτέχνες. Καταδεικνύει προσπάθειες όπως το Artspace στη Μιννεάπολη, το οποίο κτίζει οικονομικούς χώρους στέγασης για τους καλλιτέχνες στις Ηνωμένες Πολιτείες, και άνοιξε έναν τέτοιο χώρο στο Ανατολικό Χάρλεμ της Νέας Υόρκης το 2014.
Αλλά η Louden είπε ότι το πρόβλημα είναι πιο βαθύ από τη ραγδαία αύξηση των ενοικίων. Τα χαμηλά έσοδα σε πολλούς τομείς το κόσμου της τέχνης προκύπτουν από τη χαμηλή εκτίμηση που έχουν οι Αμερικανοί για το ρόλο που παίζει ο πολιτισμός στη ζωή τους, λέει.
“Αν έδιναν μεγαλύτερη αξία και μεγαλύτερη κατανόηση στη λειτουργία των τεχνών σε μία κοινωνία, δε νομίζω ότι θα προέκυπταν αυτά τα νούμερα”, λέει. “Το κοινό δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει πώς οι τέχνες συμβάλλουν στην καλύτερη διαβίωσή τους.”
Σίγουρα, κάποιοι άνθρωποι στον κόσμο της τέχνης όντως εκτιμούν την αξία των καλλιτεχνών, βάζοντας όλο και υψηλότερες τιμές σε έργα συγκεκριμένων πολύ διάσημων ή νεκρών μεγάλων δημιουργών.
Αυτό το τμήμα του κόσμου της τέχνης προσπαθεί να αποφύγει η Guerrero. Ακόμη θα ήθελε να γυρίσει στον κόσμο της τέχνης, αλλά όχι σε ένα μέρος όπου θα νιώθει ότι είναι αποκλεισμένη ή ότι την λυπούνται.
“Δε θα μπορούσα να δουλέψω ξανά σε γκαλερί”, λέει, περιγράφοντας ένα περιβάλλον “καθοδηγούμενο από ανθρώπους που δεν μπορούν να φανταστούν η να αντιληφθούν” τις εμπειρίες της ζωής της. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι μεγάλες καθημερινές διαδρομές της από και προς το Μπρονξ, το να μη νιώθει πάντα ασφαλής στη γειτονιά της, ή το ότι ο πατέρας της, όσο υποστηρικτικός και να ήταν, καταλάβαινε ελάχιστα για το τι συμπεριελάμβανε η καριέρα της στις τέχνες. Φαντάζεται τον εαυτό της σε ένα ίδρυμα πιο προσανατολισμένο προς την κοινωνία, όπως το Studio Museum στο Χάρλεμ ή το Caribbean Cultural Center African Diaspora Institute.
“Όταν συναντήσω την κατάλληλη ευκαιρία, τότε με χαρά θα την αρπάξω”, είπε. “Αλλά θα πρέπει να μου ταιριάζει. Πρέπει να είναι η σωστή.”
Πηγή: artsy.net
Απόδοση: Χρόνης Μούγιος