Σημίτη δοκιμασίες προ πρωθυπουργίας

Γνώρισα τον Κώστα Σημίτη περιμένοντας τη βραδινή πτήση επιστροφής από τις Βρυξέλλες. Πρέπει να ήταν το 1983. Μόλις είχαν κυκλοφορήσει τα Swatch, μια ιστορική πρωτοβουλία εκσυγχρονισμού της άριστης ελβετικής ωρολογοποιΐας. Ήμουν 29 ετών, εργαζόμουν σε τεχνοκρατική θέση συμβούλου στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Γνώριζα καλά πόσο επιφυλακτικά ήσαν τα στελέχη της τότε απόλυτης πασοκικής εξουσίας προς τον υπουργό Γεωργίας.

Το συγκεκριμένο υπουργείο συντηρούσε τη δύσκολη σχέση της χώρας με την Κοινότητα μέχρι να αποφασίσει ο Ανδρέας Παπανδρέου για τον χρόνο εξόδου της Ελλάδας από την «ΕΟΚ των μονοπωλίων». Ήταν μια ιδιότυπη «τιμωρία» για τον Σημίτη, που θεωρείτο αποσυνάγωγος μεταξύ των «ορθοδόξων» του σοσιαλισμού. Του χρέωναν ότι υποστήριζε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας. Είχε γι αυτό το λόγο υποτιμητικά απομακρυνθεί, το 1979, από το Εκτελεστικό Γραφείο του κόμματος του οποίου ήταν ιδρυτικό μέλος και ένας από τους συντάκτες της ιστορικής διακήρυξης της 3ης Σεπτεμβρίου.

Στο μεταξύ όμως, η συστηματική δουλειά του τιμηθέντος χθες πρώην πρωθυπουργού και των ομοϊδεατών στελεχών που τον βοηθούσαν, έφερνε πολύ και ζεστό χρήμα από τα γεωργικά ταμεία της Κοινότητας, άρα τον ανεχόντουσαν.

Το καλοκαίρι του 1985 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε για δεύτερη φορά την πλειοψηφία της Βουλής. Προηγήθηκε ένα στημένο παραλήρημα αντικαραμανλισμού. Το τροφοδότησε το unfair τέχνασμα Παπανδρέου να τοποθετήσει έναν ιδιόρρυθμο δικαστή στον θώκο της Προεδρίας της Δημοκρατίας ώστε να εξαλείψει, παράλληλα, ένα σοβαρό θεσμικό εμπόδιο στην απόλυτη εξουσία της πρωθυπουργίας.

Η σκέψη των «αγνών πασόκων» ήταν ότι βγάζοντας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή απέξω, δεν θα είχαν κανένα εμπόδιο πλέον. Η χώρα θα κατέβαινε από το άρμα του ΝΑΤΟ, της Αμερικής και της ΕΟΚ. Θα αναζητούσε ηγετική θέση μεταξύ των Αδεσμεύτων κρατών, αν και ήταν ήδη σαφές ότι επρόκειτο για δορυφόρους της σοβιετικής Ρωσίας. Στο μεταξύ όμως, η χώρα βρισκόταν ήδη στο χείλος της δημοσιονομικής, νομισματικής και τραπεζικής πτώχευσης, εξαιτίας της άφρονης και άναρχης οικονομικής πολιτικής που είχε εφαρμοστεί μέχρι τότε.

Μόλις λίγες εβδομάδες μετά τον δεύτερο θρίαμβό του, ο Παπανδρέου μετακίνησε στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας τον καθόλου δημοφιλή (με όρους Πασοκισμού) υπουργό του. Ως άριστος οικονομολόγος και εξαιρετικός strategist ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είχε καταλάβει την επερχόμενη καταστροφή. Περιέγραψε μάλιστα γλαφυρά την οικονομική κρίση, σε μια ιστορική ομιλία στην Έκθεση Θεσσαλονίκης και ανήγγειλε την ανάγκη να εφαρμοστεί πρόγραμμα λιτότητας. Την εποχή εκείνη συνάντησα τον Κώστα Σημίτη για δεύτερη φορά. Φορούσε πάντα το ίδιο πρώτο του Swatch, ενώ εγώ, όπως και άλλοι είχαμε ήδη μια μικρή συλλογή της μοδάτης σειράς.

Οι αντιδράσεις στο ΠΑΣΟΚ ήταν άμεσες και συγκλονιστικές. Περιγράφονται γλαφυρά από τον υπέροχο Νίκο Νικολάου στην αντιπολιτευόμενη «Καθημερινή» της 10ης Σεπτεμβρίου 1985: «Απρόβλεπτες διαστάσεις παίρνει η ενδοκομματική διαπάλη που ξέσπασε στο ΠΑΣΟΚ με αφορμή τα μελετώμενα από την κυβέρνηση μέτρα λιτότητας. Τα συνδικαλιστικά στελέχη του “Κινήματος” αρνούνται μέχρι στιγμής να περάσουν στη βάση το μήνυμα απελπισίας που έστειλε από τη Θεσσαλονίκη ο κ. Ανδρ. Παπανδρέου και να προπαγανδίσουν στον λαό την αναγκαιότητα των περιοριστικών μέτρων. Κατά τη γνώμη οικονομικών παρατηρητών πάνω στην αντιπαράθεση αυτή ηγεσίας και μεσαίων και κατωτέρων στελεχών αναπτύσσεται τώρα μια σοβαρή κρίση αμφισβήτησης, η οποία ενώ από τη μια μεριά υπονομεύει τη συνοχή του ΠΑΣΟΚ από την άλλη μπλοκάρει τον κυβερνητικό μηχανισμό ο οποίος αδυνατεί στην πράξη να εφαρμόσει τη γραμμή που διαμορφώνει η ηγεσία του κινήματος».

Ο Κώστας Σημίτης ανέλαβε και έφερε σε πέρας μια πολύ δύσκολη δουλειά, με τεράστιο πολιτικό (και προσωπικό) τίμημα. Χρειάστηκε να αντιμετωπίσει το μίσος μεγάλης μερίδας των πολιτών και την εχθρική συμπεριφορά πολλών υπουργών. Χαρακτηριστική η στάση του υπουργού Οικονομικών Δημήτρη Τσοβόλα, τότε ξεχωριστό υπουργείο, ο οποίος συστηματικά υπονόμευε το πρόγραμμα σταθεροποίησης.

Το καλοκαίρι του 1987, η εφημερίδα «Αυριανή», ένα εξαιρετικά δημοφιλές μέσον ενημέρωσης της εποχής, «βίβλος» του πασοκικού λαϊκισμού, δημοσίευσε σειρά πρωτοσέλιδων για κάποιο «σκάνδαλο», ανύπαρκτο όπως αποδείχτηκε, με διασπάθιση πόρων σε μεγάλο δημόσιο οργανισμό κατά την υπουργία του Σημίτη στο Γεωργίας.

Ο θόρυβος αντιμετωπίστηκε με την άμεση επιστροφή του Σημίτη από τη Σίφνο, αλλά ήταν σαφές στο επιτελείο του ότι έπρεπε να ετοιμάζει τη δική του έξοδο. Ενώ το πρόγραμμα λιτότητας είχε φέρει χειροπιαστά αποτελέσματα, κυρίως με την τιθάσευση του καλπάζοντα διψήφιου πληθωρισμού, στο ΠΑΣΟΚ δεν υπήρχε καμία διάθεση να συνεχιστεί η θετική πολιτική σταθεροποίσης, ούτε βεβαίως να επεκταθεί προς έναν ριζοσπαστικό εκσυγχρονισμό του κράτους.

Οι εμπειρίες της δεκαετίας του ’80 και η περίοδος της πολιτικής ερήμου για τον Σημίτη, ακόμη και μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1993, άλλαξαν πολλά στον τρόπο με τον οποίο έβλεπε πλέον το μέλλον του τόπου. Ακολούθησε άλλωστε το 1995 μια ακόμη σύγκρουση, βουβή αλλά βαθύτατη, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, που τον οδήγησε σε νέα έξοδο από το υπουργικό συμβούλιο. Όμως, έναν και κάτι χρόνο αργότερα, θα αντικαταστήσει  στην πρωθυπουργία τον «μεγάλο ασθενή».

Λίγο αργότερα θα εκλεγεί στο νήμα, στη διάρκεια μιας νύχτας πανικού, πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Θα κερδίσει τις πρόωρες εκλογές του 1996 για τις οποίες πήρε την πρωτοβουλία, παρά τις αντίθετες συμβουλές και θα εξελιχθεί στον επιτυχημένο πρωθυπουργό κατά πως τιμήθηκε από όλους, παρόντες και απόντες. Πλην βεβαίως κάποιων αμετανότων δογματικών της πολιτικής, που πάντοτε υπάρχουν και θα υπάρχουν σ’ αυτή τη χώρα.

Σημειώνω τα παραπάνω, όχι γιατί δεν είναι γνωστά σε πολλούς (πλην των προσωπικών στιγμών), αλλά για να θυμηθούμε ότι υπήρξαν εποχές που οι αρχηγοί των κομμάτων ψηνόντουσαν στη Μεγάλη Πολιτική, προτού εκτεθούν στην κρίση των μελών, των φίλων και, βεβαίως, των πολιτών.

Δεν ισχυρίζομαι ότι τότε ήσαν όλα καλά. Κάθε άλλο. Αλλά κάτι πρέπει να έχεις καταλάβει από την πρόσφατη (έστω!) ιστορία του τόπου σου, πριν ζητήσεις να πάρεις στα χέρια σου τη μοίρα αυτού του δύσκολου τόπου, πολλάκις ταλαιπωρημένου από λάθη που μπορούσαν να έχουν προληφθεί και ευκαιρίες που χάνονται από ελαφρότητα, αμεριμνησία και κομματική στενοκεφαλιά. Η αμεσοδημοκρατία δεν δικαιολογεί την υπεροπτική ανοησία.