Ανεργία στη χώρα, ως ζήτημα οικονομικής ανισορροπίας ή κρίσης, δεν υπάρχει. Καλά θα κάνουν να βγάλουν τα σχετικά από το «ποίημα» που έχουν αποστηθίσει οι αντιπολιτευόμενοι. Υπάρχει μάλιστα θέμα αεργίας. Πολλοί, παραδόξως πολλοί, συμπολίτες… κάθονται. Το είχα επισημάνει παλαιότερα, όταν έπεσα πάνω στη στατιστική για το ποσοστό των νέων που «δεν εργάζονται, δε σπουδάζουν και δεν παρακολουθούν κάποιο πρόγραμμα βελτίωσης των ικανοτήτων τους»: 16% στην Ελλάδα, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 11%. Φαίνεται και από το γεγονός ότι τα «άτομα εκτός εργατικού δυναμικού» δηλαδή όσοι «δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία» έχουν ξεπεράσει τα 3 εκατομμύρια! Τι κάνουν άραγε όλοι/όλες αυτοί, πλην βεβαίως των συνταξιούχων; Πώς ζουν; Τι εισοδήματα έχουν;
Το στοιχείο αυτό όσων δεν εργάζονται ενώ θα μπορούσαν, όπως άλλωστε κάνει μια σημαντική μερίδα των συνταξιούχων, κρύβει μια δύσκολη κατάσταση για τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης, που πρέπει να τους συντηρήσουν με κάποιο τρόπο. Γιατί, δυστυχώς, ένα σημαντικό μέρος αυτών είναι νέοι άνθρωποι. Το σημειώνω τώρα που είναι η ώρα των Εισαγωγικών στην Τριτοβάθμια, μέσω της οποίας πάρα πολλοί νέοι θα περάσουν σε κάποια Σχολή, έτσι για να περάσουν κάπου και να ικανοποιήσουν τη λαχτάρα των γονέων για τη μόρφωση των παιδιών τους.
Ανεργία δεν υπάρχει εδώ και αρκετό καιρό και όχι επειδή η Ελ-Στατ βρήκε ότι 8,3% ανέργων έχουμε να δούμε από το 2008. Το πρόβλημα βρίσκεται στον αριθμό των απασχολουμένων, που υπολογίζονται σε 4,3 εκατομμύρια, ενώ θα έπρεπε να έχουμε πάνω από 4,6 με 4,8 εκατομμύρια ανθρώπους στη δουλειά, για να ισορροπήσουν καλύτερα οι ανάγκες των επιχειρήσεων.
Μάλιστα μόνον αν είχαμε 5 εκατομμύρια ανθρώπους στη δουλειά θα πετυχαίναμε ενίσχυση του εθνικού εισοδήματος (ΑΕΠ) και μόνον έτσι θα έχουμε υψηλότερο «μπόι» στις διάφορες μετρήσεις, που τόσο αγαπούν να επαναλαμβάνουν με κάθε ευκαιρία οι αντιπολιτεύσεις. Αν και είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι δε γνωρίζουν τι είναι αυτό που επαναλαμβάνουν για τη «χαμηλότερη αγοραστική δύναμη». Ειδικά μάλιστα, πολλές, πάρα πολλές, γυναίκες μένουν σπίτι, προφανώς γιατί πρέπει να μεγαλώσουν τα παιδιά. Πολλοί, πάρα πολλοί νέοι μένουν άεργοι, γιατί δε θέλουν ή δεν ξέρουν να κάνουν τις δουλειές που είναι διαθέσιμες, όπως είπαμε και προηγουμένως.
Προσέξτε επίσης ότι τους τελευταίους πολλούς, πλέον, μήνες, υπάρχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από Έλληνες που είχαν φύγει στο εξωτερικό και «το σκέφτονται» να επιστρέψουν. Το σημείωσε την προηγούμενη Παρασκευή η Εργασίας Νίκη Κεραμέως, λίγο πριν πετάξει στη Στουτγάρδη για να συμμετάσχει σε μια ακόμη Ημέρα Καριέρας που απευθύνεται σε όσους έχουν ήδη στρωμένη καριέρα στη Γερμανία ή αλλού. Όπως είπε η υπουργός, «την τελευταία 10ετία έχουν φύγει 680 χιλιάδες στο εξωτερικό κι απ’ αυτούς έχουν ήδη γυρίσει οι 420 χιλιάδες, δηλαδή 2 στους 3».
Λογικό, αν σκεφτείτε ότι οι επιχειρήσεις που ζητούν, αλλά δε βρίσκουν, ειδικευμένους ενώ προσφέρουν πολύ καλύτερους μισθούς από εκείνους που έδιναν όταν οι άνθρωποι αυτοί έφυγαν «έξω». Επιπλέον, το φορολογικό κίνητρο που έχει τεθεί σε ισχύ είναι εξαιρετικά ισχυρό, απαλλαγή από τον φόρο για το 50% της αμοιβής επί επτά έτη σε όσους μεταφέρουν τη «φορολογική κατοικία τους», με αποτέλεσμα να απολαμβάνουν μέσο φορολογικό συντελεστή στο εισόδημά τους μειωμένο κατά περίπου 10 εκατοστιαίες μονάδες.
Με τούτα και με εκείνα, η άνοδος του κόστους εργασίας τρέχει πολύ ταχύτερα από όσο νομίζουμε. Όχι μόνον στα «υψηλά», αλλά και χαμηλότερα.
Η εφαρμογή της ηλεκτρονικής κάρτας εργασίας, όπως αποκάλυψαν τις προάλλες τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη», είναι πάρα πολλοί οι εργοδότες που βάζουν τους εργαζομένους τους σε καθεστώς full time, άρα εμφανίζονται υψηλότεροι μισθοί και, επιπλέον, πληρώνουν πολλές περισσότερες πραγματικές υπερωρίες. Είμαι βέβαιος πως, όταν θα δούμε τα στατιστικά στοιχεία του εισοδήματος, μετά από 6-8 μήνες, οι αμοιβές μισθωτής εργασίας θα έχουν κάνει ένα εντυπωσιακό άλμα.
Είναι κρίμα ότι ο πρώην υπουργός Οικονομικών και νυν αντιπρόεδρος Χατζηδάκης δεν έπεισε εγκαίρως τον πρωθυπουργό να μειώσουν τους συντελεστές φορολογίας εισοδήματος. Έτσι όμως, ένα μεγάλο μέρος της βελτίωσης των εισοδημάτων των μισθωτών θυσιάζεται στο αδηφάγο τέρας των κρατικών φόρων. Προφανώς, θα εισπράξει την πολιτική δυσφορία η κυβέρνηση.
Την ίδια δυσφορία που θα εισπράξει επειδή με τα νέα συστήματα, επαγγελματίες και άλλοι μικροί επιχειρηματίες βρίσκονται ξαφνικά να πληρώνουν «κανονικό» φόρο εισοδήματος, κάποιοι για πρώτη φορά στη ζωή τους, γεγονός άσχετο με το «χαράτσι» της τεκμαρτής δαπάνης.
Με δύο λόγια, η οικονομία βρίσκεται, πρακτικά, σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης. Μέρος, σημαντικό, της λύσης περνά από τον Μετανάστευσης Μάκη Βορίδη. Καλείται ο υπουργός να βρει την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ όσων παράτυπων μεταναστών σκοπεύει να στείλει στις πατρίδες τους και εκείνους, τους δηλωμένους, που πρέπει να «εισάγει» ή να κρατήσει η χώρα για να συντηρήσει ένα κάποιο επίπεδο παραγωγής. Δύσκολη άσκηση.
Αν πάντως δε βρεθεί, γρήγορα, η κατάλληλη ισορροπία, το υψηλότερο κόστος εργασίας και η μεγαλύτερη φορολογία θα περάσουν στις τιμές, με πιθανό ένα γερό τσίμπημα του πληθωρισμού όταν θα μειώνεται παντού αλλού στην ευρωζώνη. Με αποτέλεσμα να γίνουμε, ως χώρα και παραγωγοί, ακόμη λιγότερο ανταγωνιστικοί. Ο συντονισμός για την εξεύρεση αυτής της ισορροπίας είναι καθήκον του νέου Οικονομίας Κυριάκου Πιερρακάκη. Είμαι σίγουρος ότι φύσιν αισιόδοξος όπως είναι ο υπουργός θα το συμπεριλάβει στο πακέτο των εισηγήσεων που θα κάνει στον πρωθυπουργό για τη νέα οικονομική πολιτική από τον Σεπτέμβριο της ΔΕΘ και μετά.