Πώς μετράμε τα ακριβά ενοίκια

Οι δημογραφικοί δείκτες μας είναι χάλια. Λείπουν νέοι άνθρωποι. Παντρευόμαστε λιγότερο, οι γεννήσεις είναι λιγοστές, ολοένα περισσότερες νέες γυναίκες προτιμούν να επιμηκύνουν τις σπουδές τους και σίγουρα δεν βιάζονται να …σπιτωθούν. Οι νεότεροι άνδρες εκτιμούν το bachelor style. Πλην όμως, ενίοτε ζευγαρώνουμε – αδυναμίες ανθρώπινες είναι αυτές, τι να κάνουμε! – και τότε αρχίζει ο (πρώτος) γολγοθάς. Πρέπει να βρεθεί σπιτικό γιατί δεν μπορείς να έχεις τη μητέρα σε ρόλο συμβούλου σχέσεων. Πλην όμως σπίτια διαθέσιμα είναι πολύ λίγα. Και, τα περισσότερα από αυτά, δεν είναι ούτε άνετα, ούτε φροντισμένα όπως τα πατρικά μας.

Κυρίως όμως είναι πανάκριβα. Παντού, βεβαίως, το νοίκι και τα βασικά έξοδα συντήρησης της κατοικίας ξεπερνούν το 40% των αμοιβών. Δια «2» κάνει 20% αλλά ακόμη κι έτσι, δεν μένουν αρκετά για να χαρείς, επιτέλους, την ανεξαρτησία σου. Φαύλος κύκλος και άβυσσος. Πρόβλημα. Παρακολουθούμε τη δημόσια συζήτηση, θυμόμαστε τα …γαλλικά μας και συμφωνούμε με τις εκπομπές/ρεπορτάζ για τα «πανάκριβα ενοίκια». Είχα υποσχεθεί να δώσω συνέχεια σε κάποιες σκέψεις που είχα διατυπώσει πριν λίγο καιρό εδώ. Κυρίως για να εξηγήσω την «προκλητική» σκέψη (όπως συνήθως κάνω για να ακονίζουμε την κριτική μας ματιά), ότι μπορεί τα σπίτια να είναι πράγματι ακριβά, δεν είναι όμως πολύ μακριά από την αναμενόμενη «δίκαιη τιμή».

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Τα σπίτια ήταν πάντοτε ακριβά για τα νέα ζευγάρια, ιδιαίτερα για όσα ξεκινούσαν μια οικογένεια, με όλα τα βάρη που συνδέουν παρόμοιες γενναίες αποφάσεις σε ένα κράτος που δεν νοιάζεται για σένα. Όμως, μέχρι το 2008 υπήρχαν τα στεγαστικά δάνεια και οι «γενναιόδωρες» τράπεζες. Μια κατοικία 200 χιλιάδων (και συχνά πολύ παραπάνω) σε προάστιο των Αθηνών δεν φαινόταν κάτι το ακατόρθωτο. Τα εισοδήματα αυξανόντουσαν συνεχώς και επί χρόνια οι προοπτικές ήσαν εξαίσιες. Η απόφαση λαμβανόταν σχετικά γρήγορα, κατά κανόνα με τη βοήθεια της οικογένειας και κάποιου κομποδέματος.

Ποιόν υπολογισμό κάναμε τότε; Λέγαμε: γιατί να πάω στο νοίκι και να μην πάρουμε το δικό μας. Αν το νοίκι είναι κοντά στη δόση του δανείου ή λίγο παραπάνω, γιατί να μην γίνει δικό μας, νάχουμε το κεφάλι μας ήσυχο; Ήταν και τα επιτόκια του ευρώ που ήσαν πολύ χαμηλά σε σύγκριση με εκείνα της δραχμής που αποχαιρετήσαμε, η απόφαση ήταν σχεδόν αυτονόητη.

Κάντε σήμερα τον υπολογισμό. Έστω ότι είστε λίγο πάνω από 30 ετών κι έχετε εισόδημα μεταξύ 20 και 30.000 τον χρόνο (που δεν είναι καθόλου άσχημα…). Βρήκατε το «κελεπούρι» ακίνητο των 100 τετραγωνικών που θέλει 200.000 ευρώ και οι γονείς βάζουν 50.000 (που είναι πολλά βεβαίως, αλλά λέμε…). Σας βγαίνει, για δάνειο διάρκειας 30 ετών, μια δόση γύρω στα 900 το μήνα. Πιθανότατα θα κάνετε αυτό που έκαναν όλοι μέχρι το 2008: θα σκεφτείτε να πάρετε το δάνειο. Με την προϋπόθεση ότι η τράπεζα θα το εγκρίνει, που δεν είναι πλέον το ίδιο «αυτονόητο» με τότε, ενώ πρέπει να έχετε κι έναν εγγυητή πολύ πιο εύπορο από εσάς.

Κάντε όμως έναν ακόμη υπολογισμό. Στην πράξη, ένα δάνειο 150 χιλιάδων επί 30 χρόνια, αν η δόση είναι σταθερή, θα σας έχει «κοστίσει», μέχρι την αποπληρωμή του, κοντά στις 300.000 ευρώ. Χωρίς να υπολογίσουμε τον ΕΝΦΙΑ και πολλά ακόμη από τα πάμπολλα που επιβαρύνουν τους ιδιοκτήτες ακινήτων. Αφήστε που αυτομάτως θα είστε για πάντα ανύπαρκτος στο ραντάρ των κρατικών επιδομάτων γιατί η ΑΑΔΕ σας έχει κατατάξει μεταξύ των …πλουσίων και με τεκμαρτό εισόδημα για «καπέλο».

Σε ένα παρόμοιο παράδειγμα, αν το ζητούμενο ενοίκιο είναι μεταξύ 800-900 ευρώ/μήνα, τα ποσά είναι πρακτικά τα ίδια. Προσοχή όμως: μιλάμε για σπίτι που πουλιέται 2.000 το μέτρο. Δεν υπάρχουν και πολλά. Και σίγουρα δεν είναι «φιλέτα» για όσους διαμαρτύρονται στις TVs. Είναι όμως αυτό που ονόμασα «δίκαιη τιμή». Γιατί αναλογούν στα χρήματα που θα έδινε ο ιδιοκτήτης για να ξαναγίνει …ιδιοκτήτης. Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα. Το πώς θα μπορούσε να είναι σε έναν άλλο κόσμο είναι μια άλλη συζήτηση. Την επόμενη φορά λοιπόν που θα δείτε ένα «ακριβό» ενοίκιο, μπείτε στα μηχανάκια υπολογισμού δανείων των τραπεζών και, για να μην ξεχνιόμαστε, ρωτήστε και κανέναν παλαιότερο που βογκάει για να πληρώνει τη δόση του ήδη παλαιού δανείου του.