Πώς αλλάζουν οι συντάξεις;

Τον προηγούμενο, προτελευταίο του έτους, μήνα οι 2.478.593 συνταξιούχοι πληρώθηκαν το ποσό των 2,5 δισ. ευρώ από τα κρατικά ταμεία. Προκύπτει, κατά μέσο όρο, σύνταξη λίγο μεγαλύτερη από ένα χιλιάρικο και συγκεκριμένα 1.084,64 ευρώ. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες δαπάνες του κράτους.

Ο προϋπολογισμός του κράτους για το 2024, που συζητείται από χθες στη Βουλή, θα ανταποκριθεί στις αναλογούσες πληρωμές χωρίς έκτακτο δανεισμό, όπως συνέβαινε πριν τη δημοσιονομική κρίση, που ξεκίνησε το 2009. Θα το κάνει χωρίς έκτακτα μέτρα, όπως ήταν ο κανόνας στα πάνω από δέκα χρόνια που ακολούθησαν.

Θα συμβεί μάλιστα αυτό υπολογίζοντας αυξήσεις στις συντάξεις και σειρά επιδομάτων/βοηθημάτων για τους συνταξιούχους. Είναι η πρώτη φορά που το συνταξιοδοτικό σύστημα δεν «απειλεί» τη δημοσιονομική ισορροπία. Λογικό, αν σκεφτούμε πόσο πολύ χρειάστηκε να περικοπούν τα χρηματικά «δικαιώματα» των συνταξιούχων για να ισορροπήσουμε δημοσιονομικά.

Πολύ πριν τη μεγάλη κρίση, ο εκλεκτός οικονομολόγος Πλάτων Τήνιος, καθηγητής στο Πειραιώς, είχε επισημάνει ότι οι συνταξιούχοι θα γίνουν το μεγαλύτερο τμήμα ψηφοφόρων σε ταυτόσημα συμφέροντα και, επομένως θα επηρεάζουν καθοριστικά το εκλογικό αποτέλεσμα. Συνέβη έτσι ακριβώς. Με την υπόμνηση όμως ότι, παρά ταύτα, ως εκλογείς, οι συνταξιούχοι χειρίστηκαν τελικά, μετά την κρίση, την πολιτική αυτή δύναμη με μεγαλύτερη σύνεση, συγκριτικά προς άλλες κοινωνικές ομάδες.

Χθες, κατά σύμπτωση, εξέδωσε ο ΟΟΣΑ την καθιερωμένη περιοδική έκθεσή του για τις Συντάξεις. Από τις συγκρίσεις που γίνονται σε αυτήν, προκύπτει ότι η Ελλάδα καταφέρνει να είναι, ακόμη, ανάμεσα στις πιο «γενναιόδωρες» χώρες ως προς δύο, τουλάχιστον, παραμέτρους. Ο συνταξιούχος αναπληρώνει 80 στα 100 ευρώ της ασφαλισμένης εργασίας του. Επίσης, βγαίνει στη σύνταξη στα 63 του χρόνια (οι γυναίκες ενωρίτερα), με την προσδοκία (στατιστικά εννοείται) να ζήσει άλλα 19 χρόνια (περισσότερο οι γυναίκες).

Τα στοιχεία διδάσκουν πάντοτε κάτι χρήσιμο, μόνον όμως όταν αν τα διαβάζουμε με σύνεση. Τι μας λένε; Πρώτον τα όρια της κρατικής συνταξιοδοτικής μέριμνας είναι προκαθορισμένα. Δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι στο σύστημα, τουλάχιστον μέχρι το 2050+, ορίζοντας που «ρυθμίστηκε» με το συμβιβασμό που έκανε ο κ. Κατρούγκαλος για λογαριασμό της κυβέρνησης Τσίπρα. Παρά ταύτα, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ταχεία αύξηση των δημοσίων δαπανών για την κάλυψη των συντάξεων, μια από τις μεγαλύτερες μεταξύ των κρατών ΟΟΣΑ.

Δεύτερον, αν πρόκειται το συνταξιοδοτικό σύστημα να βοηθήσει την οικονομία (και επομένως τα εισοδήματα των εργαζομένων) αυτό μπορεί να γίνει μόνον με τη μείωση των κρατήσεων και την υποβοήθηση της ιδιωτικής ασφαλιστικής μέριμνας. Τόσο το ένα, όσο και το άλλο μπορούν και πρέπει να ενταχθούν σε ένα πλάνο ενισχύσεων της επιχειρηματικότητας και της εργασίας.

Ο φετινός προϋπολογισμός δεν περιλαμβάνει κάποιο κίνητρο προς αυτές τις δύο κατευθύνσεις, κυρίως επειδή είναι παγιδευμένος στην επιλογή ενίσχυσης μέσω στοχευμένων επιδομάτων και άλλων εισοδηματικών ενισχύσεων. Αντιλαμβάνεται κανείς την αναγκαιότητα αντιστάθμισης της ακρίβειας τροφίμων. Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι η κρατική παρέμβαση ξοδεύεται, αν και από άλλους πιο «κρυφούς» δρόμους, σε κατευναστικές, πολιτικά προφανώς, δημοσιονομικές πολιτικές της δυσαρέσκειας του πολύτιμου αυτού «σώματος πολιτών» που συγκροτούν οι συνταξιούχοι.

Στο μεταξύ, όμως, τα κίνητρα προς εργασία και αποταμίευση υστερούν. Το βασικό πρόβλημα ήταν, είναι και παραμένει συνδεδεμένο με τους μισθούς από εργασία. Σκεφτείτε αυτό: οι επιχειρήσεις ξεκινούν (σχεδόν πάντα) τους νεοπροσλαμβανόμενους με το βασικό μισθό. Αν ρωτήσετε έναν νέο άνθρωπο για την ελπίδα που έχει να δει την αμοιβή του να βελτιώνεται θα πάρετε πολύ απαισιόδοξες απαντήσεις. Που είναι πάντως πολύ ρεαλιστικές. «Άντε να διπλασιαστεί, το πολύ να τριπλασιαστεί», πιστεύουν.

Αν θέλουμε όμως να εγκατασταθεί ο επιχειρηματικός δυναμισμός στη ζωή μας και το «κυνήγι της ανάπτυξης» να κυριαρχήσει μεταξύ των προτεραιοτήτων της κοινωνίας, τότε οι νέοι άνθρωποι πρέπει να ελπίζουν (και να κυνηγήσουν) αμοιβές πενταπλάσιες μέχρι και δεκαπλάσιες του βασικού μισθού. Είναι ο μόνος δρόμος για να απαλλαγεί το συνταξιοδοτικό σύστημα από το στίγμα που το συνοδεύει. Στίγμα που, για να μη ξεχνιόμαστε, το προκάλεσε η συνδικαλιστική-κομματική άρνηση προληπτικών μέτρων το 1990 και ξανά το 1998 και χειρότερα ακόμη το 2001, σε συνδυασμό βεβαίως με τη «γενναιοδωρία με δανεικά» που συνεχίστηκε μέχρι το 2010.

Παρόμοιες «φιλοδοξίες» δεν περιλαμβάνονται ποτέ στους κρατικούς προϋπολογισμούς, όπως ισχυρίζονται οι σημερινές αντιπολιτεύσεις και ούτε μπορεί να τις υποστηρίξει το κράτος. Μπορεί όμως να τις υπηρετήσει και, κυρίως, να μην τις εμποδίζει. Αυτό, τουλάχιστον, το κάνει ο συζητούμενος προϋπολογισμός.