Λαϊκισμός και υπεροψία

Δεν είναι ότι άργησε δύο ώρες (παρά ένα λεπτό…) για να μπει στην αίθουσα όπου τον περίμενε όλη η κεντρική επιτροπή του κόμματός «του», αλλά δεν βρήκε να πει ούτε ένα «με συγχωρείτε» ή να δώσει μια κάποια εξήγηση για την υπερβολική καθυστέρησή του, σε μια πολυαναμενόμενη συνάντηση.

Χρειαζόταν χρόνο να ετοιμάσει την εισήγησή του; Προσπαθούσε να μεταπείσει κάποιον διαφωνούντα; Σίγουρα δεν τον καθυστέρησε η Αχτσιόγλου, η οποία δεν έλαβε ποτέ το τηλεφώνημα που σκόπευε να της κάνει ο Κασσελάκης. Ακόμη και η ερμηνεία γι αυτή την αναπάντητη κλήση ήταν γελοία: «μάλλον φόρτιζε το τηλεφωνό της»! Προφανώς σκέφτηκε ότι δεν βιάζει κιόλας, θα τα λέγανε στο δεύτερο υπόγειο της κεντρικής επιτροπής.

Τι άλλο μπορεί να κάνει ο Κασσελάκης από την τροφοδοσία των μεταπρωινών εκπομπών, που μετατράπηκαν εσχάτως σε σούπερ πολιτικοποιημένα καφενεία; Τι έχει να προσθέσει στην πολιτική ζωή πέρα από το στόλισμα της κοινωνικής δικτύωσης με φωτο-οπορτιούνιτις; Προς το παρόν, μάλλον τίποτε. Αυτό ήθελαν τα σαλόνια των θαυμαστών του; Αμφίβολο.

Ο διχασμός στο εσωτερικό μιας πολυσχιδούς παράταξης που κάποτε κατάκτησε τον κυβερνητισμό, όπως ωραία το είπε ο Τσακαλώτος, έστω με το δεκανίκι του Καμένου, είναι πλέον δεδομένος. Ούτε μπορώ να φανταστώ ότι η συγκατοίκηση με Αχτσιόγλου, Χαρίτση και άλλους, που δεν έχουν εισέτι δηλώσει μπαϊλντισμένοι από όλη αυτή τη φασαρία χωρίς αντικείμενο, μπορεί να κρατήσει περισσότερο από μερικές εβδομάδες.

Κατά τα λοιπά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα συνεχίσει να διοχετεύει την ενεργητικότητά του σε τρεις κύκλους ενδιαφέροντος.

Ο πρώτος είναι η έγκριση από τη Βουλή και η εφαρμογή με τα κατάλληλα κυβερνητικά εργαλεία, συγκεκριμένων προσαρμογών και αλλαγών επί πολλαπλών τρεχουσών εκκρεμοτήτων μετά την ολοκλήρωση των διαρθρωτικών παρεμβάσεων της εποχής των μνημονίων. Ο πρωθυπουργός περιμένει άμεσα και πρακτικά αποτελέσματα από τη γρήγορη εφαρμογή αυτών των προσαρμογών. Ηδη μέσα στον επόμενο χρόνο. Ώστε ακόμη και η όποια δυσαρέσκεια καταγράφεται ή θα καταγραφεί εξ αυτών των επεμβάσεων να έχει αφομοιωθεί μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.

Ο δεύτερος ορίζοντας Μητσοτάκη είναι οι μεγάλες διπλωματικές συμφωνίες στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται ή μπορεί να βρεθεί η Ελλάδα και έχουν διεθνή και περιφερειακή διάσταση αλλά και πυκνό οικονομικό περιεχόμενο. Οι δυνατότητες της χώρας να αναδειχθεί πολύτιμη και χρήσιμη για την Ευρώπη, δηλαδή για τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες, στους τομείς άμυνας, ασφάλειας, ενέργειας και μετανάστευσης τραβούν το ενδιαφέρον του πρωθυπουργού. Πιστεύει, και ορθώς, ότι για να πραγματωθούν παρόμοιου βεληνεκούς συμφωνίες απαιτείται η προσωπική ενασχόλησή του. Επιπλέον, επειδή αυτού του είδους οι συμφωνίες χρειάζονται βαθύ χρονικό ορίζοντα, πρέπει όλα να γίνουν σήμερα παρά αύριο, ώστε τα πρώτα αποτελέσματα να καταγραφούν σε χρήσιμο, πολιτικά, χρόνο. Στην προοπτική αυτή, ο  Κυριάκος Μητσοτάκης βλέπει μακριά, ίσως και μετά την ελληνική πρωθυπουργία.

Τρίτο μέτωπο είναι, βεβαίως, το εσωτερικό. Αν ο Κασσελάκης επικρατήσει, κατ’ αρχήν στις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, ως επικρατέστερος  εκφραστής του «αντιμητσοτακισμού», τότε θα χρειαστεί να ασχοληθεί μαζί του με μεγαλύτερη προσοχή από όση έχει προσώρας επενδύσει στα γεγονότα που διαδραματίζονται στον σπαρασσόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Κύριος εχθρός για τη δημοφιλία της διακυβέρνησης Μητσοτάκη είναι, όπως και όλων των πολλών υμών, η ακρίβεια την οποία προκάλεσε και συνεχίζει, αν και λιγότερο, να προκαλεί ο πληθωρισμός. Το πρόβλημα αυτό θέλει τον χρόνο του.

Η αδυναμία όμως την οποία θα επιδιώξει ο Κασσελάκης να εκμεταλλευτεί απογειώνοντας το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του στον λαϊκισμό, είναι η υπεροψία -σε συνδυασμό με την απραξία- ορισμένων στελεχών της κυβέρνησης. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που δεν γνωρίζει και δεν μπορεί να διορθώσει ο πρωθυπουργός. Είναι όμως πολύ δυσκολότερο να κυνηγά ο ίδιος έναν κινηματία Κασσελάκη. Είναι καθήκον της σημερινής πλειοψηφίας να πολεμήσει τον ανόητο αλλά επιθετικό λαϊκισμό από την πρώτη μέρα. Με όλα τα σωστά επιχειρήματα, κυρίως όμως με την υποδειγματική στάση των στελεχών της πλειοψηφίας και με τη συνεχή όσο και πειστική εξήγηση της πολιτικής Μητσοτάκη για τον πολυδιάστατο εκσυχρονισμό της χώρας.