Και επιδόματα και πληθωρισμός

Οι εκλογικές διαδικασίες είναι πάντοτε σκληρός πονοκέφαλος για τον υπουργό Οικονομικών. Όλοι ζητούν κάποιο μέτρο, νέο επίδομα, έκτακτη ενίσχυση, παράταση, απαλλαγή, έκπτωση ή ρύθμιση. Και η δημοκρατική κυβέρνηση πρέπει κάτι να κάνει. Αλλιώς η απειλή του θυμωμένου ψηφοφόρου εύκολα μπορεί να τρυπώσει στην κάλπη.

Ήδη μέσα στα μνημόνια, με την ανοχή της τρόικας, οι κυβερνήσεις, όλο και κάτι έδιναν. Αντιλαμβανόμενες ότι η λιτότητα, ξαφνική, στην αρχή και επίμονη, στη συνέχεια, δημιουργούσε μεγάλη «κινητικότητα» στο εκλογικό σώμα.

Επιδόματα, εξαιρέσεις, αναβολές και καθυστερήσεις καταγράφηκαν πολύ πιο συχνά από όσο θυμάται η «συλλογική μνήμη». Αυτό που πραγματικά έφθειρε το οικογενειακό εισόδημα ήταν η ανεργία, η περικοπή των συντάξεων, το πάγωμα των αμοιβών στον δημόσιο τομέα και, πολύ σημαντικό για να το ξεχνούμε, ο αποπληθωρισμός.

Πράγματι, στη δεκαετία της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης (2011-2020) ο πληθωρισμός, κατά μέσο όρο, ήταν μόλις 0,1%. Πρακτικώς δεν είχαμε καθόλου πληθωρισμό.

Θέλει κανείς να επαναλάβουμε το «πείραμα»; Μάλλον όχι.

Στο θυμικό όσων έδωσαν, το 2009, στον διάδοχο Παπανδρέου τον εκλογικό θρίαμβο με το εκπληκτικό ποσοστό 44% (με τη Νέα Δημοκρατία να μαζεύει με δυσκολία ένα 33,5% και τον Σύριζα στον «πάτο» του 4,6%) τα καλά χρόνια ήταν με τον «Ανδρέα».

Όμως ο μέσος πληθωρισμός της δεκαετίας του ’80 ήταν στο 19%. Αν ο Σημίτης δεν είχε ασκήσει πολιτική λιτότητας κατά την τριετία 1987-89 (με την πλήρη υποστήριξη του Ανδρέα, βεβαίως…) και δεν είχε «μειωθεί» ο πληθωρισμός στο 14,5%, ο μέσος πληθωρισμός της «χρυσής» δεκαετίας θα ήταν πολύ κοντά στο 25%.

Την πρώτη δεκαετία μας στο ευρώ (2001-2010) ο πληθωρισμός μας ήταν στο 3,3%. Δεν ήταν κακό αποτέλεσμα, σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη δεκαετία 1991-2000, όταν είχε διαμορφωθεί στο 9%.

Ήταν όμως και πάλι υψηλότερο από εκείνο που πέτυχαν τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης κατά κάτι περισσότερο από 1 εκατοστιαία μονάδα. «Σιγά τα ωά», θα πουν οι περισσότεροι. Δεν είναι έτσι ακριβώς.

Η εκτίμηση για τον πληθωρισμό της τρέχουσας πενταετίας 2021-2025, είναι και πάλι στο 3,5%. Εφόσον, πάντοτε, δεν υπάρξει κάποια άλλη μεγάλη αναταραχή. Αλλά και πάλι, όπως όλα δείχνουν, η Ελλάδα είναι ήδη και θα παραμείνει «μπροστά» από τις περισσότερο παραγωγικές χώρες της Ευρωζώνης κατά 1 τουλάχιστον μονάδα.

Σας ζαλίζω με τα στοιχεία γιατί θέλω να επισημάνω τον κίνδυνο.

Αν η Ελλάδα διανύσει και πάλι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, με πληθωρισμό υψηλότερον από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, έστω και πολύ μικρότερο από τον πληθωρισμό της εικοσαετίας 1981-2000 τότε το πραγματικό εισόδημα θα μειωθεί περισσότερο συγκριτικά προς τα άλλα κράτη.

Τη διαφορά την κάνει, τελικά, η διαφορά παραγωγικότητας. Με αποτέλεσμα να έχουμε και τα δύο στοιχεία που κρατούν το επίπεδο της διαβίωσής μας χαμηλότερα. Και η ακρίβεια θα συνεχίσει να δαγκώνει και η αγοραστική δύναμη των περισσοτέρων εισοδημάτων θα υστερεί.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ενόσω δεν πετυχαίνουμε καλύτερα αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία, το κράτος συνεχίζει να μοιράζει επιδόματα κ.λπ.

Γνωρίζω ότι το συμπέρασμα δεν είναι καθόλου βολικό και κοντράρει με την κυρίαρχη αντίληψη στον δημόσιο διάλογο. Και είναι ακόμη λιγότερο «βολικό» για τους πολιτικούς που θέλουν να «γρασάρουν» τις καλές τους σχέσεις με τους ψηφοφόρους μοιράζοντας χρήμα που δεν έχει πραγματικά δημιουργήσει η παραγωγή.

Χρήμα τελικά πληθωριστικό, που το ανακυκλώνει το κράτος μέσω των πολύ υψηλών φόρων με τους οποίους επιβαρύνει τους παραγωγικούς πολίτες για να το «μοιράζει» σε άλλους πολίτες. Η λύση δεν είναι τόσο περίπλοκη. Ας ξεκινήσουμε με τη μείωση του φορολογικού βάρους για τα εισοδήματα των μισθωτών. Ειδικά επειδή το βάρος μεγαλώνει με τον πληθωρισμό, όσο δεν τιμαριθμοποιείται η φορολογική κλίμακα. Κι αν μείνουν και πάλι χρήματα στον προϋπολογισμό, ας ξεκινήσει μια, έστω σταδιακή, μείωση του ανώτατου συντελεστή ΦΠΑ.

Είμαι βέβαιος ότι αυτά είναι πολύ «φιλελεύθερα» για να αρέσουν στην κυβέρνηση και τις αντιπολιτεύσεις, που δίνουν μάχη για την επικράτηση στο δήθεν «κέντρο». Είμαι όμως εξίσου βέβαιος ότι οι σκληροί κανόνες της οικονομίας επικρατούν τελικά απέναντι στους μαλθακούς «κανόνες» της ψηφοθηρικής σκοπιμότητας.