Η «μοναξιά» της ελληνικής διπλωματίας

Ούτε στιγμή δεν τολμώ να σκεφτώ πώς θα ήσαν τα πράγματα αν η Ελλάδα δεν είχε γίνει μέλος της ΕΟΚ το 1981 και της ΟΝΕ το 2001. Όμως, για να δω πώς σκέφτονται οι «άλλοι» το θέμα, είπα να βάλω στο ChatGPT την εξής ερώτηση: «Τι έχασε η Ελλάδα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής με την ένταξή της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση;» Μοιράζομαι την απάντηση της «έξυπνης» μηχανής για να συμφωνήσουμε πόσο μεγάλη είναι η «μοναξιά» της ελληνικής διπλωματίας.

Είπε λοιπόν η ΑΙ: «Με την ένταξή της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η Ελλάδα έχασε μέρος της εθνικής της ανεξαρτησίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, κυρίως λόγω της εκχώρησης εργαλείων οικονομικής κυριαρχίας, όπως η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική. Η υποχρέωση ευθυγράμμισης με τις κοινές θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιόρισε τη δυνατότητα αυτόνομης διπλωματικής δράσης, ειδικά σε περιπτώσεις όπου τα εθνικά συμφέροντα διέφεραν από τα ευρωπαϊκά, όπως στις κυρώσεις προς τρίτες χώρες. Επιπλέον, η οικονομική εξάρτηση της χώρας, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κρίσης, μείωσε τη διαπραγματευτική της ευχέρεια και την ευελιξία της στην εξωτερική της πολιτική. Τέλος, η συμμετοχή στο κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο περιόρισε τη δυνατότητα ανάπτυξης εναλλακτικών συμμαχιών εκτός της ΕΕ, γεγονός που επηρέασε τις διεθνείς της σχέσεις.»

Αυτά!

Η υπόθεση της Μονής στο Σινά, δείχνει πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα γύρω μας και πόσο δύσκολα παραμένουν στην τόσο εγγύς προς εμάς Μέση Ανατολή. Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης που ακόμη ζει με τις ονειρώξεις του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος εγκλώβισε, στη δεκαετία του ’80, την ελληνική διπλωματία στην υπηρεσία του Αραφάτ και του Καντάφι. Βεβαίως, η κακή αρχή είχε γίνει το 1947, αφού χρειάστηκε να αποφασίσει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για την de jure αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ. Αυτά έχουν σφηνωθεί και τους ηλεκτρονικούς νευρώνες του ChatGPT...

Δεν είναι δηλαδή σαφές ούτε στην τεχνητή, ούτε όμως και στην αθηνοκεντρική αντίληψη, τι προσπαθεί να επιτύχει ο υιός και σημερινός πρωθυπουργός Μητσοτάκης. Μπορεί το Ισραήλ να γίνει αντίβαρο στις επεκτατικές διαθέσεις του σημερινού τουρκικού κράτους; Σίγουρα δεν είναι σίγουρο, είναι όμως μια μοναδικά χρήσιμη σχέση ώστε να μην είμαστε απομονωμένοι στα τεκταινόμενα της Νοτιο-Ανατολικής Μεσογείου. Να το λέμε αυτό.

Το ίδιο, αν και με άλλο τρόπο, ισχύει έτι καλύτερα στην περίπτωση της Αιγύπτου. Κάποιος θα υπάρχει ακόμη στο Κάιρο να θυμάται την υποστήριξη της Αθήνας σε όλες τις κρίσεις του Σουέζ, παρά τις κατασχέσεις των ελληνικών περιουσιών από τον Νάσερ.Να το σκεφτόμαστε αυτό.

Για να γυρίσουμε στο αρχικό ερώτημα, η απάντηση ως προς τη Μέση Ανατολή είναι πως τίποτε το διαφορετικά ξεχωριστό δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχαμε γίνει μέλος των δύο ευρωπαϊκών ενώσεων. Έτσι κι αλλιώς του κεφαλιού μας κάναμε. Μέχρι όμως πρόσφατα. Γιατί, εδώ και κάποιο καιρό, υπάρχουν προοπτικές για συνεργασίες με ευρωπαϊκό υπόβαθρο και ευρωπαϊκή προοπτική. Σημαντικές. Αυτό είναι καινούργιο στοιχείο κι ενδιαφέρερι εξίσου και τα δύο κράτη που μετρούν για εμάς σε αυτή τη φάση. Άρα, επειδή η Μονή είναι αιώνια, οι σχετικοί χειρισμοί θα γίνουν χωρίς να καταστραφούν οι ευκαιρίες που διαφαίνονται. Να το παραδεχτούμε κι αυτό.

Αντιθέτως, στις προς Βορρά καταστάσεις, η σχέση μας με την Ευρώπη υπήρξε άμεσα διευκολυντική. Σίγουρα τα πράγματα θα κυλούσαν ομαλά, επειδή η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων ήταν συντριπτική. Ήταν όμως καλύτερο ότι κινηθήκαμε εντός πλαισίου. Σε τελευταία ανάλυση, θα ήταν παράδοξο να γίνεται η Βουλγαρία μέλος της ΕΕ και, συντόμως πλέον, μέλος της Ευρωζώνης και εμείς να είμαστε κάπου αλλού...

Εκεί που τα πράγματα διαφέρουν είναι, προφανώς, στην περίπτωση της Τουρκίας. Είναι προφανές ότι η ευρωπαϊκή ιδιότητα της Ελλάδας παίζει, βεβαίως, κάποιο ρόλο στη διπλωματία της Τουρκίας. Μην υπερβάλλομε όμως. Αν θέλαμε να κηρύξουμε τον «πόλεμο» εναντίον του casus belli, των πυραύλων που βλέπουν Αιγαίο, των αποβατικών στρατευμάτων που αδημονούν να «κολυμπήσουν» στη mavi vatan και στις ορέξεις για τον υποθαλάσσιο θησαυρό του Καστελλόριζου, είχαμε την ευκαιρία να το πράξουμε προτού δεχτούμε τις συζητήσεις για τη Συμφωνία Σύνδεσης της Τουρκίας και την αναγνώριση σε αυτήν της ιδιότητας του διασυνδεδεμένου μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Θα πρέπει, κάποτε, ξεκινώντας με τους αρχηγούς των κομμάτων που θέλουν να γίνουν πρωθυπουργοί και προφανώς και προς όσους τους καλοβλέπουν οι δημοσκοπήσεις ότι «ταιριάζουν» στη θέση αυτή, να ερωτώνται δημοσίως και να απαντούν καθαρά στα ζητήματα πολέμου-ειρήνης με την Τουρκία, χωρίς να μπορούν να ρίχνουν το μπαλάκι στην πλευρά της Ευρώπης.

Γιατί δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στο μεγάλο και ακανθώδες ζήτημα της ελληνικής διπλωματίας, ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε εξαιρετικά μοναχικοί. Εκτός από τους προφανείς γεωστρατηγικούς λόγους, οι «ξένοι» και ιδίως οι Ευρωπαίοι που μας ξέρουν πλέον «απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη» βλέπουν πόσο διαιρεμένοι είμαστε ως προς την ανάγκη εθνικής θεληματικής και βολονταριστικής διπλωματίας.