Άλλο τα βασικά οικονομικά, άλλο οι προσδοκίες

Ας συνεχίσουμε με τον πληθωρισμό και τα συναφή μετά και από παρατηρήσεις φίλων στο χθεσινό μου σημείωμα. Επαναλαμβάνω ότι ο πληθωρισμός ως νομισματικό φαινόμενο, είναι ο μηχανισμός που «μεταφράζει» τις πραγματικές ανωμαλίες στην παραγωγή, άρα στο κόστος και τα περιθώρια κέρδους και τις «συνδυάζει» με τις εξελίξεις της παγκόσμιας, πλέον, κατανάλωσης, άρα του ύψους και της κατανομής των εισοδημάτων.

Ο χαρακτηρισμός «νομισματικό φαινόμενο» οφείλεται στο πραγματικό γεγονός ότι τα πάντα όλα τα παραπάνω πρέπει, σε μια οικονομία της αγοράς όπως οι δικές μας, να εκφραστούν σε μονάδες τιμών. Οι τιμές προσδιορίζουν τη σχέση μεταξύ του «όγκου» των διαθέσιμων εμπορευμάτων (προϊόντα, υπηρεσίες και συμβόλαια) με το «πλήθος» του διαθέσιμου χρήματος.

Αν το χρήμα «ρέει άφθονο», όπως υπενθύμισα ότι συμβαίνει τα τελευταία λίγο περισσότερο από δέκα χρόνια για Ευρωπαίους και Αμερικάνους και λιγότερο από έξι για εμάς, τότε είναι ευκολότερο κάποια, ακόμη και μικρή, διαταραχή στην παραγωγή ή στο εμπόριο ή στις μεταφορές να προκαλέσει αναταραχές στην τιμολόγηση.

Σε κάθε περίπτωση, ο πληθωρισμός ορίζει το επίπεδο των τιμών, όλων των τιμών, άρα και την τιμή της εργασίας ή της αμοιβής των υπηρεσιών ή της αξίας των συμβολαίων. Τελικά όμως, ο πληθωρισμός χρήματος είναι εκείνος που ορίζει το επίπεδο ακρίβειας και αυτό είναι που ενδιαφέρει όλους εμάς.

Όμως το χρήμα έχει κι αυτό τη δική του «τιμή». Είναι το βασικό επιτόκιο που ορίζουν οι κεντρικές τράπεζες των μεγάλων νομισμάτων. Όσο πιο υψηλό το επιτόκιο, τόσο ακριβότερο το χρήμα, άρα τόσο πιο προσεκτική, άρα πιο μετρημένη, πρέπει να είναι η διαχείρισή του. Λιγότερα δάνεια, μεγαλύτερη αποταμίευση, επιλεκτικές αλλά και πιο προσοδοφόρες επενδύσεις. Αυτός είναι ο δρόμος για χαμηλότερο πληθωρισμό.

Αυτά λένε τα βασικά οικονομικά. Οι έλεγχοι τιμών, η αισχροκέρδεια τα πρόστιμα και οι άλλες κυβερνητικές παρεμβάσεις επηρεάζουν πλήθος άλλων πραγμάτων, όχι όμως τον πληθωρισμό και την ακρίβεια. Κυρίως επηρεάζουν την ψυχολογία των πολιτών, δηλαδή των καταναλωτών. Αυτό είναι σπουδαίο και δεν αφορά τα βασικά οικονομικά.

Γιατί η ψυχολογία της αγοράς είναι εξαιρετικά σημαντική επειδή επηρεάζει τη δυνατότητα και εκείνων που «υφίστανται» και των άλλων που «φτιάχνουν» τις τιμές. Σκεφτείτε μια συναλλαγή στην οποία εσείς έχετε το χρήμα ενώ υπάρχουν πολλοί που θέλουν να σας προσφέρουν μια υπηρεσία/προϊόν. Μπορείτε τότε να επηρεάσετε καθοριστικά την τιμή.

Είστε price maker και όχι price taker. Αν πάλι θέλετε να αγοράσετε οπωσδήποτε κάτι που πωλούν λίγοι, όπως στην περίπτωση του βρεφικού γάλακτος, όλοι οι γονείς είναι price takers, δηλαδή υφίστανται τις όποιες τιμές αποφασίζουν οι έμποροι/παραγωγοί για την πολύτιμη σκόνη.

Ένα ακόμη στοιχείο που δεν περιέχεται στα βασικά οικονομικά είναι το μάρκετινγκ, που περιλαμβάνει τη διαφήμιση, που περιλαμβάνει τη μόδα. Μια επιτυχημένη καμπάνια τοποθέτησης προϊόντος μπορεί να ανεβάσει την τιμή του σε επίπεδα εντελώς άσχετα με οιοδήποτε κόστος παραγωγής. Ομοειδή προϊόντα που δεν κάνουν καμία διαφήμιση είναι, κατά κανόνα, φθηνότερα. Καθόλου τυχαία, τις καλύτερες τιμές στα σούπερ μάρκετ τις βρίσκουν, κατά κανόνα όσοι κοιτούν στα χαμηλά ράφια, άσκηση μάλλον δύσκολη για πολλούς από εμάς.

Το τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό και τους τελευταίους μήνες προσδιοριστικό είναι ο επηρεασμός των προσδοκιών. Αν οι καταναλωτές πειστούν ότι οι τιμές κάποιων προϊόντων θα ανέβουν συντόμως, είναι λογικό να συμβούν δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι θα σπεύσουν να αγοράσουν περισσότερες μονάδες προϊόντων και να τα αποθηκεύσουν. Το δεύτερο είναι να δεχτούν, όταν πάνε να τα αγοράσουν, τις αυξημένες τιμές, που στο μεταξύ έχουν περάσει στην ετικέτα.

Πρόκειται για κλασική πληθωριστική παγίδα στην οποία, δυστυχώς, συμμετέχουν με αθώο ενθουσιασμό τρεις ομάδες επαγγελματιών. «Δημοσιογράφοι», «εκπρόσωποι καταναλωτικών ενώσεων» και εταιρείες «έρευνας αγοράς».

Γι αυτό δεν εμπιστεύομαι «ρεπορτάζ αγοράς», «έρευνες» και «αποκαλύψεις», για το πόσο θα ανέβουν οι τιμές ή πόσο συγκριτικά ακριβότεροι είμαστε στην Ελλάδα ή ότι η αισχροκέρδεια φταίει για τον πληθωρισμό.

Αν υπάρχει ένας τομέας που χάνει η κυβέρνηση τη μάχη του πληθωρισμού είναι αυτός ο τελευταίος: δεν έχει κατορθώσει να συγκρατήσει τους ψυχολογικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τις προσδοκίες.