Οι επιδοτήσεις ως δηλητήριο

Οι επιδοτήσεις – αυτό το μαγικό χαρτζιλίκι των Βρυξελλών – ξεκίνησαν κάποτε ως εργαλείο στήριξης σε περιόδους κρίσης ή μετασχηματισμού. Στην ελληνική πραγματικότητα όμως, εξελίχθηκαν σε κάτι πολύ πιο δημιουργικό: σε μόνιμο μηχανισμό διαφθοράς, τεμπελιάς και παρακμής.

Πρώτο θύμα; Ο μηχανισμός διανομής. Εκεί όπου αντί να κυνηγάς παραγωγή κυνηγάς... γνωριμίες. Η γραφειοκρατία δεν ελέγχει, απλώς διεκπεραιώνει, τα «παραθυράκια» μετατρέπονται σε κανονικές εισόδους και τα «ελιές χωρίς φύλλα» και «κατσίκια σε ταράτσες» γίνονται κλαδικά ανέκδοτα. Συνεταιρισμοί και κρατικές υπηρεσίες γίνονται εκλογικά παραμάγαζα που μοιράζουν ζεστό χρήμα ανάλογα με το πόσο ψήνεσαι να «ψηφίσεις σωστά».

Αλλά όσο σάπιος κι αν είναι ο διανομέας, χειρότερος είναι ο εθισμένος καταναλωτής. Οι επιδοτούμενοι, που αντί να παράγουν κάτι που να στέκεται σε διεθνή αγορά, ασχολούνται με το πώς θα φτιάξουν έναν ακόμα φάκελο ΕΣΠΑ με προϋπολογισμό 100.000 ευρώ για "ψηφιακό μετασχηματισμό σε παραδοσιακό καφενείο". Αγρότες που δεν πουλάνε λάδι αλλά επιδοτούνται γιατί κάποτε ο παππούς τους είχε ένα κτήμα. Επιχειρηματίες που μιλάνε για scaling αλλά δεν ξέρουν αν το προϊόν τους το θέλει κανείς εκτός δήμου. Όλοι δημόσιοι υπάλληλοι της αγοράς – πληρωμένοι χωρίς να κρίνονται.

Μιλάμε για αξιολόγηση στο δημόσιο και γελάει και το φτυάρι του ΟΓΑ. Γιατί το πραγματικό πρόβλημα είναι η πλήρης νοθεία της αγοράς: το κράτος και οι Βρυξέλλες με τα πακέτα και τις "πλατφόρμες" έχουν δημιουργήσει έναν στρατό από "ζόμπι επιχειρήσεις", που ζουν όσο υπάρχει ρεύμα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Και όταν κοπεί η παροχή, το φως σβήνει.

Από τη μία επιδοτήσεις, από την άλλη τα μηδενικά επιτόκια και το τυπωμένο χρήμα της ΕΚΤ. Η Ευρώπη φορολογεί τη δημιουργία και επιδοτεί τη στασιμότητα. Όσοι δουλεύουν, πληρώνουν. Όσοι κάθονται, επιδοτούνται. Το σοβιετικό πείραμα με ευρωπαϊκή γραβάτα και πιστοποιητικό ISO.

Πρόσφατα μιλούσα με μάνατζερ εισηγμένης εταιρείας που άνθισε χάρη στα έργα του ΤΑΑ. Τον ρωτώ: «Κι όταν τελειώσουν τα χρήματα του Ταμείου;». Η απάντηση: «Θα βγει κάποιο άλλο πρόγραμμα...». Κανένα σχέδιο, καμία σκέψη για αυτάρκεια. Μόνο το ερώτημα: «Πού θα κάνουμε αίτηση μετά;».

Η πιο πικρή ειρωνεία; Ότι τα λεφτά που υποτίθεται θα δημιουργούσαν ανθεκτικότητα, χρηματοδοτούν πλέον την απόλυτη εξάρτηση. Όταν οι επιδοτήσεις τελειώσουν – και θα τελειώσουν – δεν θα μείνει ούτε ανταγωνισμός, ούτε παραγωγή. Μόνο μια κοινωνία σε αναζήτηση επόμενου προγράμματος, επόμενου επιδόματος, επόμενου θαύματος.

Το ερώτημα δεν είναι αν θα συνεχίσουν οι επιδοτήσεις. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς αυτές. Αν όχι, τότε το πρόβλημα δεν είναι οι Βρυξέλλες. Είναι ότι καταντήσαμε χώρα με σύνδρομο απεξάρτησης… χωρίς ποτέ να είχαμε δουλέψει πραγματικά.

Οι επιδοτήσεις ως δηλητήριο λοιπόν  Ή αλλιώς: Πώς να κάνεις μια χώρα «επιδοτούμενη αποτυχία».

[email protected]