Βυθίζεται ή απογειώνεται η Ελλάδα;

Μπορεί να υφίστανται διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως το εμπορικό έλλειμμα και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ωστόσο υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι η ελληνική οικονομία «πηγαίνει καλύτερα». Τουλάχιστον καλύτερα από ό,τι θα περίμενε κανείς για τη χώρα των διαχρονικών ελλειμμάτων και των προγραμμάτων «διάσωσης».

Τα επιτόκια με τα οποία δανείζεται το ελληνικό Δημόσιο, βέβαια, δεν αποτελούν ασφαλές θερμόμετρο της οικονομίας. Περίπου τα δύο τρίτα του χρέους είναι «κλειδωμένα» με χαμηλότοκα επιτόκια στα κιτάπια των Ευρωπαίων «θεσμών» – ένας μηχανισμός πολιτικής ομπρέλας που εξασφαλίζει χρηματοδοτική σταθερότητα και χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης, ανεξαρτήτως πραγματικής κατάστασης της οικονομίας.

Υπό τη σκιά αυτής της ομπρέλας, η Ελλάδα έχει φτάσει να δανείζεται φθηνότερα από χώρες όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Δεκέμβριο του 2024, για πρώτη φορά οι αποδόσεις των 10ετών γαλλικών ομολόγων ξεπέρασαν τις ελληνικές (~2,9%). Στα 5ετή, οι γαλλικές αποδόσεις ήταν 2,48% έναντι 2,40% των ελληνικών. Το 10ετές της Βρετανίας είχε ξεπεράσει το 4,5%, ενώ οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών Treasuries έφτασαν το 5%.

Τα στοιχεία αυτά αξίζει να τα φωτογραφίσουμε και να τα κορνιζώσουμε – για να τα δείχνουμε στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας. Δεν είναι καθημερινά φαινόμενα για μια χώρα της βαλκανικής χερσονήσου με τέτοιο ιστορικό δημοσιονομικής «ευρηματικότητας».

Όμως ακριβώς επειδή τα ελληνικά κρατικά ομόλογα «καλύπτονται» από την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητα χωρών όπως η Γερμανία, δεν αποτελούν ασφαλές κριτήριο για την πραγματική δυναμική της ελληνικής οικονομίας.

Ασφαλέστερος δείκτης είναι το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων, και ειδικά των ελληνικών τραπεζών. Αναφέρουμε τις τράπεζες διότι είναι κατά βάση προσανατολισμένες στην εγχώρια αγορά και όχι διεθνοποιημένες, όπως π.χ. η Coca-Cola HBC, ο Τιτάνας ή ο Μυτιληναίος.

Και σε αυτόν τον τομέα, η βελτίωση είναι εντυπωσιακή:

Μέχρι πριν λίγα χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες δεν δανείζονταν καθόλου, ή όταν το έκαναν, πλήρωναν επιτόκια επιπέδου Τουρκίας. Σήμερα, τα senior bonds που εκδίδουν, έχουν επιτόκια που σχεδόν ευθυγραμμίζονται με τα ευρωπαϊκά.

Οι αποδόσεις των senior ομολόγων τους έχουν υποχωρήσει από επίπεδα ~8% το 2022 σε ~3–5% το 2025, ανάλογα με τη διάρκεια και τον τύπο του τίτλου. Τα ομόλογα αυτά κατατάσσονται σε τρεις βασικές κατηγορίες με βάση τον κίνδυνο που φέρουν:

Senior bonds: τα ασφαλέστερα, έχουν προτεραιότητα σε περίπτωση πτώχευσης.

Tier II: λιγότερη προτεραιότητα, άρα υψηλότερα επιτόκια.

AT1: τα πιο επισφαλή, μπορούν να διαγραφούν ή να μετατραπούν σε μετοχές αν χρειαστεί. Επομένως, και οι αποδόσεις τους είναι υψηλότερες.

Οι τίτλοι AT1 ελληνικών και ευρωπαϊκών τραπεζών διατηρούν επιτόκια στο 7–9%, λόγω του υψηλού ρίσκου. Το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες επανεκδίδουν AT1 μετά την κρίση του 2023, με αποδόσεις γύρω στο 7%, δείχνει επιστροφή στην κανονικότητα – η αγορά απορροφά ήδη πάνω από 45 δισ. δολάρια σε τέτοιους τίτλους.

Τα Tier II ομόλογα των ελληνικών τραπεζών κυμαίνονται μεταξύ 7% και 10%, αναλόγως της τράπεζας και της χρονικής στιγμής.

Ενδεικτικά παραδείγματα:

Πειραιώς, Μάιος 2025: senior green bond €500 εκατ., 3,5 έτη – επιτόκιο 3,15%

Η ίδια τράπεζα, το 2022, είχε δανειστεί με 8,25%

Eurobank, 2022: senior preferred €1 δισ., μεσοσταθμική απόδοση 5,69%

Attica Bank, 2025: AT1 €100 εκατ. με 9,375%, Tier II €150 εκατ. με 7,375%

Η Attica Bank δεν αποτελεί, λόγω μεγέθους και ιδιομορφιών, ασφαλές συγκριτικό μέγεθος. Αντιθέτως, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες αποτυπώνουν καθαρά την τάση αποκλιμάκωσης του ρίσκου και του κόστους.

Για να υπάρχει και ένα ευρωπαϊκό μέτρο σύγκρισης: η ισπανική Banco Santander εξέδωσε AT1 6ετούς διάρκειας τον Μάιο του 2024 με επιτόκιο 7%.

Συμπέρασμα; Η Ελλάδα ούτε «πετάει» ούτε «βουλιάζει». Όμως, το γεγονός ότι οι τράπεζές της δανείζονται με επιτόκια σχεδόν ίσα με τα ευρωπαϊκά, αποτελεί πρόοδο που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Έστω και κάτω από τη γερμανική ομπρέλα.

Μηνύματα Αναγνωστών  :

Καλημέρα

Διαβάζοντας το σημερινό άρθρο σας για την οικονομική κατάσταση της Τουρκίας και ειδικότερα για το κλείσιμο των επιχειρήσεων έψαξα να βρω τι γίνεται και στη χώρα μας με τις επιχειρήσεις που δηλώνουν πτώχευση.

 Συγκεκριμένα οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων για το σύνολο των τομέων της οικονομίας το α΄ τρίμηνο του 2025 παρουσίασαν αύξηση 14.5% σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του 2024.

Ενώ από  το α΄ τρίμηνο του 2022 παρουσιάζεται συνεχώς αύξηση των πτωχεύσεων σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Επίσης, οι εγγραφές νέων επιχειρήσεων για το α΄ τρίμηνο 2025 παρουσιάζουν μείωση σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του 2024. Στο άρθρο σας δεν αναφέρετε κάτι για το ποσοστό των εγγραφών νέων επιχειρήσεων στην Τουρκία.

Καλό θα ήταν να το γνωρίζουμε. Κατά τη γνώμη σας που οφείλεται αυτή η αύξηση των πτωχεύσεων τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας δεδομένου ότι η οικονομία μας έχει σταθεροποιηθεί.

Σας ευχαριστώ

Μ.Σ.

Απάντηση: Η αύξηση των πτωχεύσεων στη χώρα μας δεν οφείλεται αποκλειστικά σε παραδοσιακούς οικονομικούς παράγοντες όπως ο πληθωρισμός, η άνοδος των επιτοκίων ή η υποτίμηση του νομίσματος. Αντιθέτως, συνιστά σύμπτωμα μιας βαθιάς δομικής μεταμόρφωσης της ελληνικής οικονομίας.

Η αλλαγή αυτή εκδηλώνεται με τη σταδιακή υποχώρηση των μικρών επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών, που για δεκαετίες αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της αγοράς, και την αντικατάστασή τους από αλυσίδες και πολυεθνικά σχήματα με ισχυρές υποδομές, τεχνογνωσία και πρόσβαση σε φθηνότερο κεφάλαιο.

Το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται μόνο στο λιανεμπόριο. Διεθνείς παίκτες εισέρχονται μαζικά σε κλάδους όπως οι τράπεζες, η ενέργεια, η εστίαση και η υγειονομική περίθαλψη, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα του μεγέθους για να προσφέρουν πιο ανταγωνιστικές τιμές και καλύτερο επίπεδο υπηρεσιών.

Την ίδια στιγμή, η ψηφιοποίηση των συναλλαγών και η μείωση της φοροδιαφυγής έχουν περιορίσει τα λειτουργικά περιθώρια μικρών επιχειρήσεων που επιβίωναν οριακά επί χρόνια, με ένα μείγμα τυπικής και άτυπης οικονομικής δραστηριότητας.

Η συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας σε λιγότερες και μεγαλύτερες μονάδες έχει σαφείς συνέπειες. Το αρνητικό είναι πως περιορίζεται η πολυμορφία της αγοράς και μειώνεται ο αριθμός των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων – γεγονός που επηρεάζει την απασχόληση και τη γεωγραφική διασπορά της οικονομικής δραστηριότητας.

Ωστόσο, το θετικό είναι πως δημιουργούνται οικονομίες κλίμακας που μπορούν να λειτουργήσουν υπέρ της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων.

Η ισχυροποίηση επιχειρηματικών σχημάτων μπορεί να περιορίσει τις εισαγωγές, να ενισχύσει τις εξαγωγές και να δημιουργήσει έναν νέο χάρτη ανάπτυξης, περισσότερο εξωστρεφή και λιγότερο κατακερματισμένο.

Η πρόκληση για την πολιτεία είναι να διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή στη μετάβαση αυτή – και να στηρίξει εκείνους που απειλούνται με αποκλεισμό, χωρίς να εμποδίσει τη μετάβαση σε μια πιο σύγχρονη και ανταγωνιστική οικονομία.

Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις τάσεις του λιανεμπορίου για να καταλάβει πού οδεύει η ελληνική οικονομία. Δεν είναι απίθανο μέσα στην επόμενη πενταετία, η μεγαλύτερη αλυσίδα λιανικής στην Ελλάδα να είναι μια πολυεθνική με χιλιάδες σημεία πώλησης τύπου convenience store και ένα μοντέλο λειτουργίας σχεδόν αποκλειστικά στηριγμένο σε private label προϊόντα – κατά τα πρότυπα της Lidl, αν και όχι αναγκαστικά από την ίδια.

Φανταστείτε μια αλυσίδα με 10.000 σημεία πώλησης πανελλαδικά, όπου το 90% των διαθέσιμων προϊόντων φέρουν τη δική της επωνυμία.

Ένα τέτοιο δίκτυο διανομής θα μπορούσε να καταστήσει τις παραδοσιακές προσπάθειες εξαγωγής –με δαπανηρά logistics, εμπορικές αποστολές και συμβούλους αγοράς– σχεδόν περιττές.

Ο παραγωγός ακτινιδίων στη Δράμα, για παράδειγμα, θα έχει τη δυνατότητα να δει το προϊόν του στα ράφια όλης της Ευρώπης μέσα από το εφοδιαστικό σύστημα της ίδιας αλυσίδας, χωρίς να χρειάζεται να φτιάξει website, να πληρώσει μεταφραστές, να παλέψει για ένα περίπτερο σε μια διεθνή έκθεση τροφίμων.

Η νέα αυτή μορφή «εξαγωγής χωρίς εξαγωγές» μετατοπίζει το κέντρο βάρους από τον παραγωγό στον διανομέα. Το πλεονέκτημα για την ελληνική παραγωγή είναι πως δημιουργούνται οικονομίες κλίμακας και εσωτερική τυποποίηση. Το μειονέκτημα είναι πως ο έλεγχος της προστιθέμενης αξίας συγκεντρώνεται σε ελάχιστους διαχειριστές δικτύου.

[email protected]