Τα όπλα κατά της ευλογιάς των πιθήκων

Τα όπλα κατά της ευλογιάς των πιθήκων

Οι πιθανότητες η ευλογιά των πιθήκων να εξελιχθεί το επόμενο διάστημα σε μια νέα πανδημία είναι μικρές, ωστόσο υπαρκτές. Πρόκειται μάλλον για μια μεταλλαγμένη μορφή της αρχικής νόσου, και εφόσον έχει όπως εικάζεται μεγαλύτερη μεταδοτικότητα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα επιδημικό κύμα, ικανό, ενδεχομένως να προσλάβει διαστάσεις πανδημίας εάν δεν εκλεχθεί εγκαίρως.

Σε καμία όμως περίπτωση δεν θα είναι το ίδιο τοξική και θανατηφόρα νόσος, όπως ο Covid-19. Στα διαγνωσμένα κρούσματα με ευλογιά των πιθήκων στην Αφρική, η θνητότητα περιορίζεται μεταξύ του 1% και του 10%. Δεδομένων όμως των πολλών ασυμπτωτικών, προκύπτει ότι η θνητότητα βρίσκεται τελικά αρκετά κάτω του 1% σε αντίθεση με την ευλογιά που ξεπερνούσε το 35%. Ούτε είναι τόσο μεταδοτική όπως ο Covid-19.

Πρώτα απ' όλα στην περίπτωση της ευλογιάς των πιθήκων, η νόσος μεταδίδεται μόνο από τους συμπτωματικούς, κάτι που δεν ισχύει με τον κορονοϊό. Επίσης, ναι μεν ο ιός μεταδίδεται αερογενώς, ωστόσο τα σωματίδια είναι μεγάλου μεγέθους και η μόλυνση μπορεί να γίνει μόνο από πολύ κοντινή επαφή, πρόσωπο με πρόσωπο. Άλλος τρόπος μετάδοσης είναι η επαφή με τις δερματικές αλλοιώσεις από τη νόσο, καθώς και από μολυσμένα αντικείμενα (κλινοσκεπάσματα, ρούχα, κ.ά.), τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί από συμπτωματικό μολυσμένο ασθενή. Για όλους αυτούς τους λόγους δεν μπορεί να μεταδοθεί γρήγορα και σε μεγάλη κλίμακα, ενώ αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά αν ληφθούν άμεσα τα απαραίτητα μέτρα, όπως ιχνηλάτηση και απομόνωση των κρουσμάτων, καθώς επίσης με τη χρήση της μάσκας σε περιοχές όπου παρατηρείται σημαντικός αριθμός νοσούντων.

Η ήπια κατά κανόνα η νόσος εκδηλώνεται πρωτίστως στα μικρά παιδιά ως γρίπη, με πυρετό, πονοκέφαλο, μυαλγία, εξασθένιση, ενώ συχνά προκαλεί οίδημα στους λεμφαδένες και εξανθήματα που εξελίσσονται σε φλύκταινες και που ξεκινούν από το πρόσωπο και επεκτείνονται στα χέρια και μερικές φορές σε όλο το σώμα. Η νόσος έχει συνήθως διάρκεια μεταξύ δύο και τεσσάρων εβδομάδων.

Η νόσος εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1958 στην Αφρική. Έκτοτε εντοπίστηκαν σποραδικά κρούσματα με δύο παραλλαγές του ιού των πιθήκων. Του Κογκό με μεγαλύτερη θνητότητα και της Δ. Αφρικής με μικρότερη και τα οποία και περιορίστηκαν γεωγραφικά στην Αφρική. Το καινούργιο στοιχείο είναι η εμφάνιση κρουσμάτων στην Ευρώπη και στο Δυτικό Ημισφαίριο, καθώς επίσης το γεγονός ότι ορισμένα κρούσματα δεν φαίνεται να συνδέονται με την Αφρική. Αυτός είναι και ο λόγος που πιθανολογείται ότι ίσως πρόκειται για παραλλαγή του ιού της ευλογιάς των πιθήκων, με μικρότερη θνητότητα και μεγαλύτερη μολυσματικότητα.

Τέσσερα είναι τα όπλα απέναντι στη νέα νόσο. Το εμβόλιο της ευλογιάς, το οποίο έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το 1980, καθώς τότε εκριζώθηκε παγκοσμίως ο συγκεκριμένος ιός. Το εμβόλιο υπάρχει ακόμη σε αρκετές ποσότητες, λόγω του κινδύνου της βιοτρομοκρατίας, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Την αποτελεσματικότητά του θα τη δούμε το επόμενο διάστημα, ωστόσο τα μεγαλύτερης ηλικίας άτομα που είχαν εμβολιαστεί πριν το 1980, φαίνεται πως είναι προστατευμένα σε κάποιο βαθμό. Ο ακριβής βαθμός προστασίας είναι προς διερεύνηση, όπως και η αναγκαιότητα εμβολιασμού σε άλλες ομάδες. Εφόσον αυτό απαιτηθεί, τότε εμβολιασμός δεν θα χρειαστεί να γίνει σε όλο τον πληθυσμό, παρά μόνο σε υγειονομικούς, σε ανοσοκατασταλμένους και στα άτομα που έχουν έρθει σε επαφή με κρούσματα.

Έτερα όπλα, είναι τα αντιιικά φάρμακα, αλλά και η ιχνηλάτιση και απομόνωση των κρουσμάτων. Κυρίως όμως, το όπλο που μπορεί να προστατεύσει από μετάδοση της ευλογιάς των πιθήκων είναι η μάσκα. Ο βασικός τρόπος μετάδοσης του ιού είναι με σταγονίδια, μέσω της αναπνοής, επομένως σε περιοχές με κρούσματα, η χρήση της μάσκας είναι απαραίτητη ειδικά σε εσωτερικούς χώρους.

Ούτως ή άλλως, η μάσκα είναι κάτι που θα πρέπει να μας συνοδεύει ακόμα, ανεξάρτητα από την εμφάνιση της ευλογιάς των πιθήκων. Όσο υπάρχει η πανδημία του κορονοϊού, η χρήση της μάσκας θα έπρεπε να παραμένει στους κλειστούς χώρους και στα ΜΜΜ. Η εμφάνιση της ευλογιάς των πιθήκων καθιστά την επαναφορά της μάσκας ακόμη πιο αναγκαία. 

* Ο Γιάννης Τούντας είναι ομότιμος Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, ΕΚΠΑ