Πώς να κρυφτείς από τα παιδιά;

Πώς να κρυφτείς από τα παιδιά;

Αν κλείσω τα μάτια αυτές τις τελευταίες μέρες κυριαρχούν στη σκέψη μου εικόνες με παιδιά. Πολλά μικρά παιδάκια με όμορφα σκουφάκια με αυτάκια και ένα αρκουδάκι στο ένα χέρι. Στο άλλο κρατούν σφιχτά το χέρι της μάνας που σέρνει μια βαλίτσα ή έχει στην αγκαλιά ένα ακόμη μωρό. Δεν βλέπω καν εφήβους, κυρίως μανάδες και γιαγιάδες με μωρά και μικρά παιδάκια. Και αρκουδάκια, πολλά αρκουδάκια!

Μέχρι χθες το αρκουδάκι κοιμόταν το βράδυ δίπλα τους στο κρεβάτι. Το πρωί η μαμά τα έπαιρνε από το χέρι για να τα πάει μέχρι ο σχολείο και να τα παραδώσει στη δασκάλα. Φορούσαν το ίδιο όμορφο σκουφάκι με τ’ αυτάκια, το μπουφανάκι τους και την ίδια τσάντα που έχουν και τώρα στις πλατούλες τους. Τότε είχε μέσα τα βιβλία τους. Αναρωτιέμαι τι έχει μέσα σήμερα αυτή η τσάντα. Τι τους είπε η μαμά να βάλουν στην τσάντα το πρωί που τα ξύπνησε για να φύγουν, όχι για το συνηθισμένο δρομολόγιο προς το σχολείο, αλλά για κάπου αλλού που δεν έχουν ξαναπάει. Μάλλον τους περιέγραψε μια όμορφη χώρα, ήσυχη και ειρηνική που θα βρουν εκεί πολλά παιχνίδια. Οι μαμάδες πάντα έχουν τον τρόπο να καθησυχάζουν τους φόβους των παιδιών τους.

Αναρωτιέμαι τι βάζεις σε μια τσάντα ή σε μια βαλίτσα, όταν δεν ξέρεις αν θα ξαναγυρίσεις ή αν θα ξαναβρείς κάποτε το σπίτι σου, όπως το άφησες την ώρα που το κλείδωσες. Το σπίτι μας είναι μια πατρίδα μέσα στην πατρίδα μας. Είναι αναμνήσεις, κόποι και θυσίες συχνά γενιών ολόκληρων, έρωτες, κλάματα και όνειρα. Κάθε αντικείμενο είναι μια ανάμνηση, μια στέρηση για να το αποκτήσεις, μια χαρά που πήρε τη μορφή ενός διακοσμητικού. Τα βιβλία μας, τα κεντήματα της γιαγιάς μας και της μαμάς μας, οι δίσκοι και τα cd μας, τα ρούχα που ζηλέψαμε και αποκτήσαμε, οι παντόφλες μας στην είσοδο που μας περιμένουν κάθε φορά που γυρίζουμε, οι γλάστρες μας που στολίζουν τα μπαλκόνια μας ή ο κήπος μας, όλα είναι κομμάτια της ζωής μας. Είναι η φωλιά που κουρνιάζουμε και φυλαγόμαστε απ’ όλους κι απ’ όλα.

Θυμάμαι, όταν κάποτε είχαμε ένα σοβαρό επεισόδιο με τους Τούρκους ο θείος μου, στρατιωτικός στον Έβρο, είπε στη γυναίκα του να πάρει τα παιδιά και να φύγει. Τα φίλησε και τα χαιρέτησε. Εκείνη με τη σειρά της τους είπε ότι, αν σας πω να φύγουμε, θα μπείτε στο αυτοκίνητο χωρίς να πάρουμε κάτι. Απλά θα φύγουμε. Ο ξάδερφός μου, παιδάκι τότε, πήγε στο δωμάτιο να πάρει το παιχνίδι του. Τον βρήκε να το βάζει στην τσάντα του και της είπε ικετευτικά: «μόνο το Nintendo μαμά σε παρακαλώ». Τι άλλο να σκεφτεί ένα παιδάκι; Το παιχνίδι του. Τι άλλο να σκεφτεί ένας γονιός; Τι σωτηρία του παιδιού του και της οικογένειάς του. Τη στιγμή εκείνη κλειδώνεις όλες σου τις αναμνήσεις και παίρνεις μόνο το παιδί από το χέρι και το αρκουδάκι του ή ό,τι παιχνίδι αγάπησε. Κάποιοι μας συγκίνησαν κουβαλώντας και το ζωάκι τους.

Δεν μένει πίσω όμως μόνο ένα σπίτι και μια πατρίδα. Μένει πίσω και ένας μπαμπάς και σύζυγος. Κάποια απ’ αυτά τα παιδάκια δεν θα τον ξαναδούν ποτέ. Κάποιες απ’ αυτές τις γυναίκες έχουν επωμιστεί για μια ζωή την ευθύνη ενός ή και περισσότερων παιδιών και μάλιστα μέσα σε πρωτόγνωρες γι’ αυτές συνθήκες, αφού πρέπει να στήσουν ένα σπίτι από την αρχή σε μια ξένη χώρα. Οι πιο τυχερές με την υποστήριξη κάποιων συγγενών. Κάποιες άλλες εντελώς μόνες. Κάποιες απ’ αυτές δεν θα ξαναδούν ποτέ τον άντρα της ζωής τους και θα ζουν κάθε μέρα με την αγωνία του και την αγωνία των παιδιών τους και της επιβίωσής τους.

Τα παιδιά με τα αρκουδάκια πίσω από το παράθυρο του τρένου, στους συνοριακούς σταθμούς και στα αεροδρόμια, είναι η πρώτη πράξη μιας τραγωδίας που έχει πολλά επεισόδια μέχρι ο υπαίτιος της ύβρης να ζήσει την πτώση του. Και τότε ακόμη η καταστροφή που θα αφήσει, η προσφυγιά που προκάλεσε, ο πόνος στις γυναίκες που πορεύονται στο άγνωστο, η ορφάνια που θα συνοδέψει πολλά απ’ αυτά τα πλάσματα σε όλη τους τη ζωή δεν θ’ αλλάξει τίποτα για τις δικές τους ψυχές που σε μια νύχτα είδαν τις ζωές τους να ανατρέπονται και άφησαν πίσω σπίτι και πατρίδα.

Η αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων συγκινεί. Η συμπαράσταση και η υποδοχή των γειτόνων τους επίσης. Τα καροτσάκια που άφησαν οι Πολωνές μητέρες για να τα βρουν οι γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά που βρήκαν άσυλο στη χώρα τους είναι από τις πιο δυνατές εικόνες αλληλεγγύης που είδαμε. Μας τονίζουν όμως και το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα θύματα του πολέμου είναι τα παιδιά. Τα νεκρά παιδιά, τα ορφανά παιδιά και τα προσφυγόπουλα που μας κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά, όπως λέει ο μεγάλος Δ. Σαββόπουλος.

Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά

Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα

…………………..,,………….

Ζούμε μέσα σ’ ένα όνειρο που τρίζει

Σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας

Μα ο χρόνος ο αληθινός

Σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος

* Η Ευαγγελία Χολέβα είναι Εκπαιδευτικός, Διδάκτωρ Ιστορίας