«Και τι με νοιάζουν εμένα τα πετρέλαια που θα βγάλει η Chevron…»
Shutterstock
Shutterstock

«Και τι με νοιάζουν εμένα τα πετρέλαια που θα βγάλει η Chevron…»

Λες και εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία, αρκετές τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές φιλοξενούσαν τις περασμένες ημέρες τις «απόψεις απλών ανθρώπων» σχετικά με την συμμετοχή της Chevron στην πρόσκληση υποβολής προσφορών για έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων στα θαλάσσια οικόπεδα νότια της Κρήτης και νότια της Πελοποννήσου.

H προσπάθεια απαξίωσης της σημαντικότατης αυτής συμφωνίας από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, συνοδεύεται ήδη από υπερδιέγερση του θυμικού των περιβαλλοντικών συλλογικοτήτων, από εγρήγορση των ντόπιων κοινωνιών και από μια καλοσχεδιασμένη «απλοϊκή» λαϊκίστικη προσέγγιση, που κρύβεται πίσω από το ερώτημα, του τι θα κερδίσει ο απλός πολίτης από όλα αυτά που συμβαίνουν.

Σύμφωνα με το αφήγημα που κτίζεται, μπορεί να καταστραφεί το περιβάλλον, να προκληθούν σεισμοί, να καταρρεύσει ο τουρισμός, και αντίθετα «ο λαός να μην κερδίσει κάτι».

Και δεν είναι καθόλου περίεργο ή τυχαίο, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο αφήγημα δομείται γύρω από τις θέσεις των εγχώριων σταλινικών απολιθωμάτων. Όπου η Chevron, ως σαφές αντίπαλο δέος του Ρωσικού ενεργειακού μπλοκ, κατηγορείται ότι βάζει στο χέρι τον πλούτο του ελληνικού λαού και ότι η συμμετοχή των αμερικάνικων ομίλων στον διαγωνισμό, σε μια περίοδο όξυνσης των ανταγωνισμών στην περιοχή, δεν προσφέρει καμιά ασπίδα προστασίας για τα κυριαρχικά δικαιώματα, ούτε πρόκειται να ανακουφίσει τον λαό από την ενεργειακή φτώχεια.

Βέβαια, όλα θα ήταν διαφορετικά εάν στη θέση της Chevron, της ExxonMobil ή της HelleniQ Energy βρισκόταν η Rosneft, η Lukoil, ή η Gazprom Neft.

Εάν φωτίσουμε τη συμμετοχή της Chevron από τη γεωπολιτική πλευρά της, το μήνυμα του «λαού» είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα προσκύνημα στον αμερικανικό παράγοντα.

Επιπλέον, ο «απλός κόσμος» δεν ερωτάται από τους ρεπόρτερ για το πως επηρεάζονται οι συσχετισμοί ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, αφού είναι δεδομένο και εδραιωμένο το στερεότυπο ότι η Ελλάδα υποχωρεί απέναντι στις Τουρκικές απαιτήσεις.

Επομένως, ο «απλός κόσμος» καθοδηγείται στο να ρωτήσει: «τι θα κερδίσω εγώ».

Τα σημαντικά έσοδα για το ελληνικό κράτος και την ελληνική οικονομία θα εμφανιστούν μόνο εφόσον αρχίσει η εξόρυξη φυσικού αερίου. Μέχρι τότε, από οικονομικής πλευράς θα υπάρχουν έμμεσα οφέλη από μέρος των επενδύσεων, των μελετών, των υποδομών και των δοκιμαστικών γεωτρήσεων που θα πρέπει να προηγηθούν.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών αναλυτών, ένα σημαντικό μέρος των περίπου 150 - 200 εκατομμυρίων ευρώ που θα απαιτηθούν τα επόμενα χρόνια, θα κατευθυνθεί σε ελληνικά νομικά και φυσικά πρόσωπα υπό τη μορφή αμοιβών καθώς και στα ταμεία του κράτους υπό την μορφή φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα κεφάλαια που θα διατεθούν, είναι κεφάλαια της Chevron και της HelleniQ Energy, δηλαδή κεφάλαια ιδιωτών. Οι οποίοι και αναλαμβάνουν το ρίσκο, της τελικής ευόδωσης ή μη των ερευνών και δοκιμαστικών γεωτρήσεων. Επομένως το ελληνικό δημόσιο και οι Έλληνες φορολογούμενοι δεν επιβαρύνονται με τίποτα, ούτε αναλαμβάνουν κάποιο ρίσκο. Το ρίσκο της αποτυχίας του εγχειρήματος βαρύνει τον επενδυτή και μόνο.

Εάν όλα πάνε καλά, οι επενδύσεις θα επεκταθούν και στις απαραίτητες παράλληλες δραστηριότητες όπως είναι για παράδειγμα η κατασκευή νέων αγωγών και τερματικών σταθμών υγροποίησης φυσικού αερίου.

Και εδώ είναι φανερό ότι τη μερίδα του λέοντος αυτών των έργων, θα αναλάβουν ελληνικές εταιρείες που διαθέτουν άλλωστε σχετική τεχνογνωσία. Τα κρατικά έσοδα θα είναι και σε αυτήν την φάση έμμεσα, ωστόσο θα «έχει πέσει» χρήμα σε μια σειρά από επιχειρήσεις, εργαζόμενους, υποδομές, σε φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης κ.α.

Τα άμεσα έσοδα του ελληνικού Δημοσίου, θα αρχίσουν με τα χειροπιαστά αποτελέσματα της παραγωγικής εξόρυξης. Και εδώ τα έσοδα εξαρτώνται από τις ποσότητες των υδρογονανθράκων που εξορύσσονται (εκτίμηση ~680 δισ. m³ αερίου) από την τιμή που θα έχουν οι υδρογονάνθρακες στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας τη στιγμή της εξόρυξης και φυσικά από τη συμφωνία που θα έχει υπογραφεί ανάμεσα στο Δημόσιο και την Chevron.

Συνήθως τα έσοδα προέρχονται από τα δικαιώματα/royalties τα οποία κυμαίνονται από 10%-25% ως άμεσο ποσοστό της εκμετάλλευσης του φυσικού πόρου και από φόρους, όπως είναι για παράδειγμα οι φόροι εισοδήματος κ.α. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα στις γεωτρήσεις της Βόρειας Θάλασσας τα δικαιώματα είναι 10%-20% και το συνολικό ποσοστό που φτάνει στα ταμεία του κράτους είναι της τάξης του 50% -60%.

Δεν είναι ακόμα γνωστά τα συνολικά ποσοστά των δικαιωμάτων που θα εισπράττει το Δημόσιο, ωστόσο δε θα διαφέρουν από τα διεθνή δεδομένα 5% - 15%. Τα ποσοστά της φορολογίας επί των κερδών από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων είναι της τάξης του 20% και του περιφερειακού φόρου που θα επιμεριστεί στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο είναι της τάξης του 5%.

Ήδη κυκλοφορούν αναλύσεις στις οποίες αναφέρεται ότι τα έσοδα θα κυμαίνονται από 100 εκατ. έως 400 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση. Είναι βέβαιο ότι το επόμενο χρονικό διάστημα θα υπάρχει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα των αναμενόμενων εσόδων.

Όσον αφορά την ερώτηση: «και τι με νοιάζουν εμένα τα πετρέλαια που θα βγάλει η Chevron», την τοποθετούμε στην ίδια κατηγορία με την ερώτηση: «και τι με νοιάζει εμένα που αυξάνεται το ΑΕΠ» και την ερώτηση: «και τι με νοιάζει εμένα που πέφτουν τα επιτόκια».