Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προτείνει στους υπουργούς Οικονομικών της G7, αυτή την εβδομάδα, τη μείωση του υφιστάμενου πλαφόν των 60 δολαρίων ανά βαρέλι για το ρωσικό θαλάσσιο πετρέλαιο, στο πλαίσιο του νέου πακέτου κυρώσεων κατά της Μόσχας, όπως δήλωσε τη Δευτέρα ο Επίτροπος Οικονομίας της ΕΕ, Βάλντις Ντομπρόβσκις.
Ο ίδιος δεν προσδιόρισε το ακριβές επίπεδο στο οποίο η ΕΕ θα ήθελε να κατεβάσει το πλαφόν, ωστόσο αξιωματούχοι με γνώση των συνομιλιών ανέφεραν ότι η πρόταση προβλέπει μείωση στα 50 δολάρια το βαρέλι.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφων για το αν προτίθεται να υποβάλει την πρόταση στη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών της G7 στον Καναδά, ο Ντομπρόβσκις απάντησε: «Ναι».
«Αυτό είναι κάτι που έχουμε ήδη επισημάνει, από την πλευρά της Επιτροπής, στο πλαίσιο του 18ου πακέτου κυρώσεων. Αναμένω πως θα υπάρξει ενδιαφέρον και από άλλους εταίρους της G7 για το ζήτημα και σχετική συζήτηση», πρόσθεσε.
Στη G7 συμμετέχουν οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία. Στις συνεδριάσεις των υπουργών Οικονομικών λαμβάνουν επίσης μέρος η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο πρόεδρος του Eurogroup.
Το ανώτατο όριο τιμών της G7 συμφωνήθηκε τον Δεκέμβριο του 2022 και απαγορεύει το εμπόριο ρωσικού αργού πετρελαίου που μεταφέρεται διά θαλάσσης, εφόσον η τιμή υπερβαίνει τα 60 δολάρια το βαρέλι.
Παράλληλα, απαγορεύει σε ναυτιλιακές, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες να διακινούν ρωσικά φορτία αργού πετρελαίου παγκοσμίως, εκτός αν αυτά πωλούνται σε τιμή κάτω από το καθορισμένο πλαφόν.
Στόχος του μέτρου είναι ο περιορισμός των ρωσικών εσόδων που χρηματοδοτούν την εισβολή στην Ουκρανία, χωρίς όμως να προκαλέσει σοκ στην παγκόσμια προσφορά πετρελαίου.
Η Ρωσία παρακάμπτει το πλαφόν μέσω ενός «σκιώδους στόλου» δεξαμενόπλοιων που δεν καλύπτονται από δυτικές ασφαλιστικές εταιρείες, ενώ το ρωσικό αργό τύπου Ουραλίων (Urals) έχει διαπραγματευτεί για μεγάλο διάστημα πάνω από το όριο των 60 δολαρίων.
Ωστόσο, στις αρχές Απριλίου, η τιμή του υποχώρησε κάτω από το πλαφόν, εξαιτίας των αυξημένων ανησυχιών για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη μετά τις εξαγγελίες των ΗΠΑ περί νέων δασμών, γεγονός που επηρέασε και τις τιμές του πετρελαίου.