Ο καρκίνος παραμένει ένα από τα σημαντικότερα θέματα δημόσιας υγείας παγκοσμίως
Shutterstock
Shutterstock

Ο καρκίνος παραμένει ένα από τα σημαντικότερα θέματα δημόσιας υγείας παγκοσμίως

Ο καρκίνος είναι και θα παραμείνει ένα από τα σημαντικότερα θέματα δημόσιας υγείας παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα. Η μεγάλη πρόοδος που έχει συντελεστεί σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους που εφαρμόζονται και στη μελέτη της νόσου, έχει επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις στη διάγνωση και θεραπεία της.

Άγνωστες μέχρι πριν μερικά χρόνια μοριακές και γενετικές ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τα καρκινικά κύτταρα και τις δυνατότητες του ανθρώπινου ανοσοποιητικού (αμυντικού) συστήματος έχουν αναδείξει την πολυπλοκότητα της νόσου και έχουν μετατρέψει τις θεραπευτικές πρακτικές από αδρότερες μορφές σε πλέον ευέλικτες και επιλεκτικές στις ιδιαιτερότητες της κάθε ξεχωριστής μορφής καρκίνου, οδηγώντας την επιστημονική κοινότητα σε μία νέα μορφή θεραπειών, τις εξατομικευμένες θεραπείες.

Θεραπείες που αφορούν τόσο την επίδραση σε μοριακούς μηχανισμούς, μονοπάτια, όσο και στην καλύτερη αναγνώριση των καρκινικών κυττάρων από τα κύτταρα του ανοσοποιητικού. Με αυτές τις εξελίξεις τείνουν πλέον αρκετές μορφές καρκίνου να έχουν πάψει να συνδέονται με μία πρόωρη απώλεια ζωής και να συνιστούν πλέον χρόνια νοσηρότητα, που εκτός της επιμήκυνσης της επιβίωσης προσφέρουν και καλύτερη ποιότητα ζωής, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ευάγγελος Φιλόπουλος, πρόεδρος Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, με αφορμή την 4η Φεβρουαρίου Παγκόσμια Ημέρα Καρκίνου.

Λάθος να αμελήσουμε το παρόν

«Παρ' όλες αυτές τις προόδους θα ήταν λάθος να αμελήσουμε το παρόν μας, στηριζόμενοι στην ελπίδα ότι ο καθένας μας προσωπικά θα είναι τυχερός να μην εμφανίσει καρκίνο ή όταν αυτή έρθει να έχουν εμφανιστεί ακόμα πιο αποτελεσματικά φάρμακα για να τον κάνουν καλά», τονίζει ο κ. Φιλόπουλος.

Είναι βέβαιο ότι παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, η νόσος θα εξακολουθεί να απειλεί τον άνθρωπο και την κοινωνία και μάλιστα σε μεγαλύτερη συχνότητα. Από την άλλη έχει διαπιστωθεί και ισχύει απόλυτα στις ημέρες μας ότι ένα μεγάλο ποσοστό νέων περιστατικών μπορεί να αποφευχθεί με την πρωτογενή πρόληψη (όπως την αποφυγή του καπνίσματος, των οινοπνευματωδών ποτών, της κακής διατροφής, της καθιστικής ζωής κοκ) και με την ανίχνευση της νόσου στα πρώιμα στάδια της, τότε που οι δυνατότητες αντιμετώπισης της είναι πολύ πιο εύκολες και αποτελεσματικές.

Έλλειψη οργανωμένων κέντρων έγκαιρης διάγνωσης

«Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχουν οργανωμένα κέντρα έγκαιρης διάγνωσης για πληθυσμιακό έλεγχο, γεγονός που οφείλεται τόσο στις μεγάλες ανισότητες που υπάρχουν λόγω του τόπου κατοικίας των πολιτών, της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης τους, των άνισα κατανεμημένων υγειονομικών δομών και των προκαταλήψεων που συνεχίζουν να υπάρχουν για τον καρκίνο», αναφέρει ο κ. Φιλόπουλος.

Ο Γολγοθάς του ασθενή

Για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ογκολογικοί ασθενείς το ΑΠΕ-ΜΠΕ απευθύνθηκε στην Kαίτη Αποστολίδου - πρόεδρο της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου-ΕΛΛΟΚ.

Ο ασθενής ο οποίος λαμβάνει μια διάγνωση καρκίνου, καθώς και η οικογένειά του, πέρα από το ισχυρό σοκ για το άγνωστο και απειλητικό για τη ζωή του που έχει να αντιμετωπίσει, είναι τελείως μόνος ως προς τα πολλά προβλήματα για τα οποία απαιτείται να λάβει πολύ σύντομα αποφάσεις.

«Ποιος είναι ο κατάλληλος γιατρός τον οποίο θα πρέπει να συμβουλευθεί; Σε ποιο νοσοκομείο υπάρχει κλινική για τον καρκίνο του; Τι θεραπείες προβλέπονται για την περίπτωσή του; Παρέχονται σε ένα ή σε περισσότερα νοσοκομεία; Πώς θα πηγαίνει στο νοσοκομείο αν είναι σε άλλη πόλη; Τι θα κάνει με την εργασία του ή την επιχείρηση του; Πόσο καιρό θα χρειασθεί να λείψει; Ποιες είναι οι παροχές της πολιτείας για ασθενείς με καρκίνο; Πώς θα βρει νηπιαγωγείο ή παιδικό σταθμό για τα παιδιά όσο καιρό θα είναι σε θεραπεία; Ποιος θα φροντίζει την οικογένεια; Πώς θα αντιμετωπίσει τα έξοδα εφόσον δεν θα μπορεί να εργασθεί;».

Τα ανωτέρω, όπως αναφέρει η κ. Αποστολίδου, είναι ένας ελάχιστος αριθμός προβλημάτων για τα οποία ο νεοδιαγνωσθείς ασθενής και η οικογένεια του πρέπει να βρουν απαντήσεις μόνοι τους. Οι σαράντα σύλλογοι ασθενών με καρκίνο στη χώρα είναι πηγή πληροφόρησης και υποστήριξης, αλλά ο νέος ασθενής ίσως και να μη γνωρίζει την ύπαρξη τους.

Σε επίπεδο υπουργείου Υγείας δεν υπάρχει πληροφόρηση για τα βήματα που μπορεί να ακολουθήσει ο πολίτης που μόλις διαγνώσθηκε με καρκίνο, ώστε να πάρει άμεση και έγκυρη πληροφόρηση, όχι μόνον για την έναρξη της θεραπείας του στο κατάλληλο για την περίπτωση του νοσοκομείο, αλλά ούτε για τις διαδικασίες στο σύστημα υγείας και τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ασθενής με καρκίνο, δεδομένου ότι η θεραπεία του μπορεί να διαρκέσει δύο ή και περισσότερα χρόνια. 

Οι επιπτώσεις της πανδημίας

Την κατάσταση των ογκολογικών ασθενών επιδείνωσε η έλευση της πανδημίας, όπου εκτός των αντικαρκινικών νοσοκομείων, οι υπόλοιπες υγειονομικές μονάδες αφιερώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στην πρωτόγνωρη αυτή υγειονομική δοκιμασία, αναφέρει ο κ. Φιλόπουλος.

Τόσο διεθνείς μελέτες, όσο και ελληνικές παρατηρήσεις δείχνουν ότι η πανδημία προκάλεσε σημαντικές μειώσεις στον αριθμό των πολιτών που προσφεύγουν σε προληπτικές εξετάσεις, ενώ ακόμα και όσοι είχαν εμφανίσει κάποια ασυνήθιστα γι' αυτούς συμπτώματα απέφευγαν να επισκεφτούν νοσοκομεία ή διαγνωστικά κέντρα.

Μία μελέτη με διεθνή δεδομένα έδειξε πως η πανδημία διέκοψε τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου έτσι ώστε, κατά τη διάρκεια της, αναφέρθηκαν μειωμένα ποσοστά καρκίνου από όλα τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου.

Έτσι είναι αναμενόμενη εκτός από την αύξηση τού αριθμού των καρκίνων που θα διαγνωστούν μετά την πανδημία, ένα σημαντικό ποσοστό θα διαγνωστεί σε πιο προχωρημένα στάδια, αναφέρει ο κ. Φιλόπουλος.

«Με ευκαιρία λοιπόν την 4η Φεβρουαρίου, είναι ευκαιρία να κινητοποιηθούμε όλοι και να απαιτήσουμε από τους εαυτούς μας, τους δικούς μας ανθρώπους, την κοινωνία αλλά, βεβαίως, και από το κράτος, να μειωθούν οι άνισες δυνατότητες που υπάρχουν στην πρόσβαση σε υπηρεσίες έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας εξαιτίας γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων (μεγάλες πόλεις - ύπαιθρος), κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης των πολιτών, μεγάλης ηλικίας και πολιτιστικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων», καταλήγει.