Ίσως φέτος είναι η πρώτη φορά που τα καθιερωμένα μπάχαλα μετά την πορεία μνήμης για την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν κατάφεραν να «διεκπεραιωθούν» στη γειτονιά των Εξαρχείων.
Η αστυνομία δεν τους άφησε να εισέλθουν στα Εξάρχεια όπου παραδοσιακά ξετυλίγονταν οι «μάχες» με τα όργανα της εξουσίας. Είναι πράγματι κρίμα που η παράδοση αυτή χάλασε· κρίμα που η γειτονιά δεν έγινε ακόμη μια φορά μπάχαλο από τους «αναρχικούς», αυτούς δηλαδή που βλέπουν την περιοχή ως τσιφλίκι τους, επειδή απλώς βολόδερναν εκεί, αυτούς που μισούν την βία και την εξουσία εκτός αν τις ασκούν οι ίδιοι, αυτούς που μπερδεύουν την ελευθερία με την ελευθεριότητα και την ασυδοσία, αυτούς που περνάνε την πρώτη εφηβεία και πρέπει να πάνε κόντρα στον μπαμπά, αλλά κι αυτούς που περνάνε την δεύτερη και πρέπει απλώς να πάνε κόντρα σε κάτι.
Τι θα κάνουν τώρα όλοι αυτοί οι επαναστάτες των καμένων κάδων; Θα μου πεις, υπάρχουν κι αλλού κάδοι… Αλλά έχει άλλη, ιστορική γλύκα να καις κάδους στα Εξάρχεια…
Πριν εννέα χρόνια, όταν έκανα την επιτόπια έρευνα για τη διατριβή μου στο γνωστό ακόμη τότε ως «άβατο» της Αθήνας, είχα περπατήσει μαζί με τους διαδηλωτές τη επετειακή διαδρομή για τον Γρηγορόπουλο στο κέντρο της πόλης και ήμουν εκεί όταν το πλήθος άρχισε να κατηφορίζει προς τα Εξάρχεια και να διαχέεται στα στενά της γειτονιάς. Άντρες με αντιασφυξιογόνες μάσκες, μαντήλια και μπαλακλάβες, εμφανίστηκαν από το πουθενά και κρατώντας μολότοφ στα χέρια, περνούσαν πάνω από τα πρόχειρα οδοφράγματα που οι… σύντροφοί τους είχαν φτιάξει, προκειμένου να εμποδίσουν την αστυνομία να περάσει.
Η αστυνομία, φυσικά, πέρασε, και τα γνωστά μπάχαλα – μέσα σε ομίχλη δακρυγόνων και καπνών, χειροβομβίδες κρότου λάμψης και βροχής από πέτρες – άρχισαν να ξετυλίγονται γύρω από την πολύπαθη πλατεία Εξαρχείων, την οποία ακόμη να καταλάβω ποιος θέλει να προστατέψει από ποιον… Μαζί με μια ομάδα διαδηλωτών κλειστήκαμε σε ένα από τα γνωστά αντιεξουσιαστικά στέκια, περιμένοντας η «τελετουργία» των μπάχαλων να ολοκληρωθεί.
Το τσάι και ο καφές στα τραπεζάκια, όσο περιμέναμε, σε συνδυασμό με τα δακρυσμένα πρόσωπα και τα κόκκινα μάτια από τα δακρυγόνα, θύμιζαν μνημόσυνο… Και η πορεία μνήμης – τότε όπως και τώρα – με τη συνήθη διαδρομή της και τα γνώριμα συνθήματα με το άτονο και συρτό τους άκουσμα, όπου κάθε συλλαβή βγαίνει πιο αναιμική από την προηγούμενη, θύμιζε περισσότερο πορεία - κηδεία ή Επιτάφιο. Αυτό δεν το έλεγα εγώ· το άκουσα από άτομα μέσα στον «χώρο», άνθρωποι της Αριστεράς, παλιοί αναρχικοί και γενικά πρόσωπα που αυτοπροσδιορίζονταν ως αντιεξουσιαστές και σύχναζαν, εργάζονταν ή ζούσαν στα Εξάρχεια.
Χλεύαζαν την προβλεψιμότητα και την έλλειψη ορμής και ζωντάνιας, χαρακτηρίζοντας ακόμη και τα μπάχαλα το «πανηγύρι του Γρηγορόπουλου», ή αλλιώς, ένα καλά χορογραφημένο σκηνικό που γίνεται απλώς για να γίνει, χωρίς κανένα αποτέλεσμα – πέραν φυσικά από τις καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας. Η επανάληψη αυτή φαίνεται τόσο ανούσια και μάταιη που ίσως απορεί κανείς με την όρεξη των συμμετεχόντων. Κι όμως. Η ίδια η εκτέλεση μιας πράξης - στην προκειμένη περίπτωση, η πορεία μνήμης του Γρηγορόπουλου και οι ακόλουθες συγκρούσεις με τα ΜΑΤ - είναι το αποτέλεσμα. Οι μπαχαλάκηδες, παρόλο που φέτος δεν κατάφεραν να μπαχαλέψουν όσο ήθελαν, γυμνάζουν ψυχή και σώμα - προετοιμάζονται για την επανάσταση που ίσως και να μην έρθει ποτέ. Αλλά δεν έχει καμία σημασία.
Σημασία έχει να συνεχίζεται η επαναστατική γυμναστική. Φρεσκάρουν τα σλόγκαν, την τεχνογνωσία και τους ελιγμούς των μαχών του δρόμου με έναν ακούραστο, σχεδόν εμμονικό τρόπο, του οποίου σκοπός είναι να αναπαράγει ξανά και ξανά την ιστορία των «αγώνων της Αριστεράς». Κάθε νέος «αγώνας», κάθε νέα ευκαιρία για εξόρμηση στους δρόμους, ενώνει το παρόν με το παρελθόν, διασφαλίζοντας τη συνέχεια του αφηγήματος της Αριστεράς. Ένα αφήγημα θυματοποίησης που συνυπάρχει με τη μισαλλοδοξία και τη μονομερή συγκίνηση…
Κι έτσι ο Δεκέμβριος του 2008 μετατράπηκε στα «δικά τους Δεκεμβριανά». Όπως έλεγαν και οι στίχοι ενός τραγουδιού που κυκλοφόρησε τότε: «Είμαστε μια όμορφη εικόνα από το μέλλον, από αυτούς που τη Βάρκιζα δεν ξέχασαν ποτέ, γιατί κανένας Δεκέμβρης δεν τέλειωσε ποτέ». Οι ιστορικές αναφορές είναι σαφέστατες· εξίσου σαφές είναι και το γεγονός ότι οι οργισμένοι τιμωροί της «όμορφης εικόνας από το μέλλον» – αυτούς που εμείς οι υπόλοιποι «άπραγοι» συμπολίτες οφείλουμε υποτίθεται να τρέμουμε – αναιρούν οι ίδιοι το νόημα των στίχων που επικαλούνται, μηρυκάζοντας ξανά και ξανά το «τότε».
Φυσικά, η αναπαραγωγή της ιστορίας και των ιδεών τους δεν περιορίζεται στα μπάχαλα. Όσοι απορρίπτουν τη βία ή κουράστηκαν να παίζουν ξύλο με την αστυνομία, συμμετέχουν σε δράσεις και ομιλίες όπου αναμασούν τις ίδιες ιδέες, αυτοσυγχαίρονται για το ηθικά ανώτερο όραμά τους για την κοινωνία μας και λαμβάνουν μέρος, για ακόμη μια φορά, σε διαλέξεις με τίτλους όπως «Ο Καστοριάδης κι Εμείς»…
Πέραν όμως από τη ρομαντικοποίηση, τη δαιμονοποίηση ή τον – ομολογουμένως δελεαστικό – χλευασμό, είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι πίσω από τον μηδενισμό και τη φαινομενική γελοιότητα αυτής της αέναης χωρίς αποτέλεσμα επανάληψης κρύβεται μια πρακτική με ιστορική διάρκεια. Τα μπάχαλα δεν είναι απλώς αυθόρμητες εκρήξεις· αποτελούν μια τελετουργική επανάληψη που, θέλοντας και μη, αναπαράγει την κληρονομιά των «αγώνων της ελληνικής Αριστεράς».
Είτε οι συμμετέχοντες γνωρίζουν την ιστορικότητα των εξεγέρσεων είτε όχι, είτε κατανοούν το πολιτικό βάθος των πράξεών τους είτε απλώς «γυμνάζονται» επαναστατικά με λέξεις και πράξεις, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: διατηρούν ζωντανό ένα αφήγημα συνέχειας, μια αίσθηση ότι ο «αγώνας» δεν τελειώνει ποτέ.
Αυτή η επανάληψη, ανεξάρτητα από πρόθεση ή συνείδηση, λειτουργεί ως εργαλείο – και συχνά ως ιδεολογικό κεφάλαιο – που η Αριστερά στην Ελλάδα αξιοποιεί για να ανανεώνει τη δική της πολιτική ταυτότητα, να στρατολογεί και να διχάζει. Το όπλο, ή μάλλον η μολότοφ – παρότι μπορεί να φαίνεται πως αιωρείται μάταια ως σύμβολο ιδεολογιών που οι ίδιοι οι φορείς τους έχουν εκφυλίσει – στην πραγματικότητα μένει παρά πόδα μέχρι την επόμενη ήττα.
