Η σειρά με τίτλο «Ελληνικό κράτος» και με θέμα τη σχέση του με τον πολίτη ολοκληρώνεται με τη δημοσίευση του σημερινού, τρίτου επεισοδίου.
Αν πληρώσεις 1.000 € για ένα ψυγείο το οποίο παράγεται στην Ελλάδα, όλα τα λεφτά (αν δεν εισάγονται πρώτες ύλες) καταλήγουν σε εργαζομένους και εταιρείες στη χώρα μας, οι οποίοι στη συνέχεια αποδίδουν φόρους, εισφορές, μερίσματα, επενδύουν και καταναλώνουν. Διατηρούν και θέσεις εργασίας. Αν πληρώσεις, όμως, 1.000 € για ένα εισαγόμενο ψυγείο, σχεδόν όλα τα λεφτά εγκαταλείπουν τη χώρα προς εργοστάσιο και εργαζομένους στο εξωτερικό, ενώ εδώ «περισσεύει» μόνο ο ΦΠΑ και το κέρδος του εισαγωγέα.
Αυτή η υπεραπλουστευμένη, πραγματική όμως προσέγγιση, ιδιαίτερα για εισαγωγές καταναλωτικών προϊόντων, αποτυπώνει ένα πρόβλημα της εγχώριας οικονομίας: Εισάγουμε περισσότερα απ’ ότι εξάγουμε. Δυστυχώς διαχρονικά, διότι δεν είμαστε ανταγωνιστικοί συγκρινόμενοι με οικονομίες άλλων χωρών.
Και γιατί θα πρέπει να είμαστε ανταγωνιστικοί; Διότι, π.χ. δεν επιθυμούμε ένα επόμενο brain drain! Νέοι, οι περισσότεροι καλά εκπαιδευμένοι, συγκρίνουν κι επιλέγουν να ζήσουν και να εργασθούν σε άλλες χώρες με καλύτερους όρους.
Ακόμα και οι τουρίστες συγκρίνουν πριν επιλέξουν τη χώρα μας για τις διακοπές τους. Αφού, όμως συγκρινόμαστε, ποια είναι τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα; Ο τουρισμός; Συζητήσιμο… Η ναυτιλία; Σίγουρα! Κάτι άλλο; Δύσκολο… Τι μπορούμε ή και πρέπει να κάνουμε, λοιπόν, για ν’ αποκτήσουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα;
«Οι άνθρωποι είναι ο πιο σημαντικός πόρος του έθνους». Ποιος το λέει αυτό; Ο διευθυντής γενικής εκπαίδευσης του Φινλανδικού Εθνικού Συμβουλίου Εκπαίδευσης, Γιόρμα Κάουπινεν. Και πως το εξέφρασε ακριβώς; «Το υψηλό επίπεδο του φινλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος υποστηρίζεται από ένα ξεκάθαρο εθνικό ήθος που λέει ότι οι άνθρωποι είναι ο πιο σημαντικός πόρος του έθνους και έχουν δικαίωμα σε ποιοτική εκπαίδευση». Μήπως, τελικά, έχει δίκιο;
Υψηλό επίπεδο εκπαιδευτικού συστήματος – ξεκάθαρο εθνικό ήθος – άνθρωποι ο πιο σημαντικός πόρος του έθνους – δικαίωμα σε ποιοτική εκπαίδευση. Τέσσερις τοποθετήσεις, «να τις πιείς στο ποτήρι»! Συνδυάζοντας τα προαναφερθέντα για τη χώρα μας με τα της Φινλανδίας, γεννάται το εξής ερώτημα: Αφού δεν διαθέτουμε (σημαντικά) συγκριτικά πλεονεκτήματα και ο άνθρωπος είναι ο πιο σημαντικός πόρος, μήπως θα πρέπει να προσπαθήσουμε να «πλάσουμε» τους δικούς μας ανθρώπους έτσι, ώστε αυτοί ν’ αποτελούν το συγκριτικό μας πλεονέκτημα; Και μάλιστα, όχι μόνο εδώ στη χώρα μας, αλλά, όπως αναφέρει ο Γιόρμα, στο έθνος. Άρα, ενσωματώνοντας και την ελληνική διασπορά.
Χωρίς ν’ αποκλείουμε την ανάπτυξη και άλλων συγκριτικών πλεονεκτημάτων, ιδιαίτερα στην οικονομία, ας επικεντρωθούμε στο προκείμενο, ρίχνοντας μια ματιά στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Σήμερα, η 4η Βιομηχανική Επανάσταση σε συνδυασμό με την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) διαφοροποιεί, μεταξύ των άλλων, το ειδικό βάρος των παραγωγικών συντελεστών (φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι), δηλαδή της εργασίας, του κεφαλαίου, της γης και της επιχειρηματικής ικανότητας.
Η σημασία του κεφαλαίου και της γης υποχωρούν, της εργασίας όμως, ιδιαίτερα όσον αφορά προϊόντα και υπηρεσίες ψηφιακού περιεχομένου, εκτινάσσεται. Τελικά, μήπως εδώ βρίσκεται το μυστικό του κρυμμένου θησαυρού της χώρας μας;
Ακριβώς σ’ αυτό το χρονικό σημείο της δημιουργίας του άρθρου, έθεσα το ερώτημα προς τη «φίλη» μας, την ΤΝ και πήρα στο τέλος της ανάλυσής της, τη συνοπτική απάντηση: «Η 4η βιομηχανική επανάσταση και η ΤΝ μετατοπίζουν την αξία από την ποσότητα εργασίας και φυσικών πόρων, προς την ποιότητα γνώσης, καινοτομίας και διαχείρισης δεδομένων. Οι χώρες και οι άνθρωποι που θα επενδύσουν σε δεξιότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και στην ικανότητα να συνεργάζονται με «έξυπνα» μηχανήματα θα έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα».
Με λίγα λόγια, όσον αφορά την εργασία: Από τα πολλά εργατικά χέρια (ποσότητα), ιδιαίτερα των ανειδίκευτων, περνάμε στην ποιότητα και τις δεξιότητες, ιδιαίτερα τις ψηφιακές και τη δημιουργικότητα. Κάτι που είναι στα μέτρα των δυνατοτήτων μας.
Σίγουρα; Η φινλανδική NOKIA απασχολεί στο Κέντρο Έρευνας και Ανάπτυξης της Αθήνας 900+ μηχανικούς ανάπτυξης λογισμικού. Για ιστορικούς, και όχι μόνο, λόγους: Αυτήν την προσπάθεια την ξεκίνησε από το 1990 η Siemens Ελλάς. Microsoft, Cisco, Pfizer, Deloitte, Applied Materials, Digital Realty, TeamViewer είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα άλλων πολυεθνικών εταιρειών οι οποίες απασχολούν εξειδικευμένους Έλληνες και Ελληνίδες στη χώρα μας. Κάλλιστα, θα μπορούσαν οι πολυεθνικές να είχαν επιλέξει άλλη χώρα.
Αν το συνειδητοποιήσουμε ότι «οι άνθρωποι ως ο πιο σημαντικός πόρος του έθνους» αποτελεί βασικό ζητούμενο της εποχής μας, ας προσπαθήσουμε, σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα, να δημιουργήσουμε το επόμενο συγκριτικό μας πλεονέκτημα: τη μετατροπή της Ελλάδας σε κόμβο ψηφιακής καινοτομίας υψηλής εξειδίκευσης (digital innovation hub).
Πριν απ’ όλα, όμως, ας το συμφωνήσουμε! Από την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση και τη δικαστική εξουσία μέχρι τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Από τον απλό πολίτη και τον επιχειρηματία, ως τους δασκάλους και τους καθηγητές. Πως το ονόμασε ο Φινλανδός; Ξεκάθαρο εθνικό ήθος!
Ας προχωρήσουμε, λοιπόν, στο, παραδοσιακά, δύσκολο μονοπάτι της προσπάθειας υλοποίησης, θέτοντας το βασικό ερώτημα:Τι είδους εκπαίδευση θέλουμε; Ο Γιόρμα το προσδιόρισε: «Υψηλό επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος … με δικαίωμα για όλους σε ποιοτική εκπαίδευση». Εμείς, από τα προαναφερθέντα, τι έχουμε εδώ;
Σίγουρα, όχι τους … Φινλανδούς. Άρα, η «αντιγραφή» της, πετυχημένης, φινλανδικής συνταγής, θα οδηγήσει, κατά πάσα πιθανότητα, σε τζατζίκι με γερμανικό γιαούρτι.
Αξίζει, όμως, να ρίξουμε μια ματιά στις επτά βασικές δεξιότητες στις οποίες επικεντρώνεται το φινλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα:
Μάθε πώς να μαθαίνεις και να σκέφτεσαι: κριτική σκέψη και διαρκής μάθηση.
Κατανόηση πολιτισμών, αλληλεπίδραση και δημιουργική έκφραση.
Φροντίδα του εαυτού σου: δεξιότητες για την καθημερινότητα και την ασφάλεια.
Κατανόηση κειμένου και κριτική χρήση πληροφοριών σε ποικίλες μορφές και μέσα.
Ψηφιακές δεξιότητες.
Δεξιότητες για την εργασία και την επιχειρηματικότητα.
Ενεργός πολίτης με σεβασμό στο περιβάλλον και την κοινωνία για ένα βιώσιμο μέλλον.
Μια πολύ μικρή εμβάθυνση στην κατανόηση κειμένου (multiliteracy, πολυγραμματισμοί): με την επέλαση – τσουνάμι προηγμένων τεχνολογιών, όπως η ΤΝ, ακόμη μεγαλύτερη αξία αποκτά η κατανόηση, τόσο παραδοσιακών μέσων, π.χ. γραπτού λόγου, όσο και ψηφιακών (περιλαμβανομένων εικόνας και βίντεο).
Το ζητούμενο για τους μαθητές είναι, να αναπτύξουν μια κριτική ικανότητα, δηλαδή το «γιατί», ώστε να κατανοούν το περιεχόμενο κάθε πληροφορίας, το «τι» και να μπορούν να προστατεύονται από παραπληροφόρηση, αναγνωρίζοντας, παράλληλα, τον κίνδυνο πιθανής χειραγώγησης.
Συνοψίζοντας, «η εμπιστοσύνη στο δημόσιο σχολείο, η ένταξη όλων, το αποκεντρωτικό μοντέλο και η υψηλή κοινωνική εκτίμηση του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά του φινλανδικού σχολικού συστήματος».
Τάδε έφη Άντερς Ρουσκ, συνδικαλιστής και διεθνής συντονιστής της φινλανδικής ένωσης εκπαιδευτικών. Και συνεχίζει: «μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Φινλανδία ήταν μια φτωχή χώρα. Ευτυχώς όμως, τότε είχαμε πολιτικούς με μακροπρόθεσμη οπτική.
Αντιλήφθηκαν ότι για να επιτύχουμε ευημερία έπρεπε να επενδύσουμε στην καλή εκπαίδευση του λαού. Ιδιαίτερα σε μια χώρα με μικρό πληθυσμό που δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά να μην συμπεριλάβει όλους στην εκπαίδευση. Ειδικά δεδομένων των δημογραφικών προκλήσεων, πρέπει να αγωνιστεί για κάθε μελλοντικό εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό». Συνδικαλιστής, αναφερόμενος σε πολιτικούς…
Μήπως, εν τέλει, αξίζει να εξετάσουμε τη δυνατότητα της σταδιακής στροφής του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος προς την κατεύθυνση του φινλανδικού οικοδομήματος με τους επτά πυλώνες του; Ενσωματώνοντας και ελληνικές αξίες, όπως η κατανόηση και αξιοποίηση της ελληνικής γλώσσας και το «ζουμί» της φιλοσοφίας των αρχαίων φιλοσόφων.
Και με έναν δημιουργικό τρόπο εκμάθησης αγγίζοντας και τις συναισθηματικές «χορδές» τους, θα είναι σε θέση τα παιδιά να συνειδητοποιήσουν την ίδια τους την πολιτισμική ταυτότητα, βασικότατο εφόδιο αυτογνωσίας, κατ’ επέκταση αυτοεκτίμησης, αλλά και προσανατολισμού στη ζωή τους.
Κι επειδή αναφερθήκαμε στον «πιο σημαντικό πόρο του έθνους», ας εντάξουμε και τους Έλληνες και τις Ελληνίδες της διασποράς στην προσπάθεια αυτή. Από τους νέους και τις νέες του brain drain έως εκείνους που ζουν και εργάζονται εδώ και χρόνια στο εξωτερικό, ιδιαίτερα αυτούς που ειδικεύονται στον χώρο της έρευνας και της καινοτομίας.
Πιστεύουμε, πραγματικά, ότι ταλέντα και ειδικοί στο αντικείμενό τους που εργάζονται και ζουν στο εξωτερικό, θα επιστρέψουν στη χώρα μας; Κομματάκι δύσκολο… Εκτός αν η κυβέρνηση εφαρμόσει, μεταξύ των άλλων, ριζοσπαστικά μέτρα για να προσελκύσει τους «ετερόχθονες», ακόμη κι αν πρέπει να έρθει σε αντιπαράθεση με «αυτόχθονες».
Και να ιδρύσει, π.χ. με ευρωπαϊκά κονδύλια και με δωρεές, ένα εξειδικευμένο κέντρο έρευνας υψηλοτάτων προδιαγραφών και αντίστοιχων αμοιβών. Διαβάζοντας από το τέλος προς την αρχή το γνωμικό «τα μεταξωτά … ρούχα θέλουν κι επιδέξια … σώματα».
Διαβάζοντάς το, όμως, από την αρχή, διαπιστώνουμε ότι, όπως προαναφέραμε, ούτε στη Φινλανδία ζούμε, ούτε Φινλανδοί είμαστε για να έχουμε Φινλανδούς εκπαιδευτικούς και … συνδικαλιστές. Εκπαιδευτικοί οι οποίοι απολαμβάνουν μεγάλης κοινωνικής εκτίμησης και αποδοχής, καθώς επίσης και αντίστοιχων αποδοχών.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι οι σπουδές για το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι ιδιαίτερα περιζήτητες κι έτσι μόνο το 10% των υποψηφίων γίνεται τελικά δεκτό για μια θέση σπουδών.
Άρα ένα από τα ζητούμενα είναι και το πως θα μετατρέψουμε το επάγγελμα του εκπαιδευτικού σε πραγματικό λειτούργημα, ενσωματώνοντας τη συνεχή του εκπαίδευση, κάτι που είναι αναγκαίο και λόγω της ΤΝ. Ανταμείβοντάς τον παράλληλα, όχι μόνο ηθικά.
Πέραν των όποιων άλλων προτάσεων που αξίζει να εξετάσουμε για να καταφέρουμε το τελευταίο, μια αναγκαία προϋπόθεση αποτελεί η άνοδος του βιοτικού επιπέδου μέσω της οικονομικής ανάπτυξης, που θα φέρει αυξημένα έσοδα στα ταμεία του κράτους μας, ένα μέρος των οποίων οι κυβερνώντες θα μπορέσουν να κατευθύνουν στους μισθούς των εκπαιδευτικών. Και πως θα το καταφέρουμε αυτό;
Η ΤΝ μάς έδωσε ήδη την απάντηση – πρόταση: «Οι χώρες και οι άνθρωποι που θα επενδύσουν σε δεξιότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και στην ικανότητα να συνεργάζονται με «έξυπνα» μηχανήματα θα έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα».
Αν αυτό ακούγεται κάτι πολύ, μα πάρα πολύ μελλοντικό και μακροπρόθεσμο για τα ελληνικά δεδομένα, ας αναλογιστούμε: στην περιοχή της Βαυαρίας λειτουργούσε από το 1472 το Πανεπιστήμιο του Ίνγκολστατ.
Στην Ελλάδα έπρεπε να φθάσουμε στο 1837 για να εγκαινιασθεί το «Πανεπιστήμιον του Όθωνος», το πρώτο, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλα τα Βαλκάνια και την Οθωμανική επικράτεια. Σχεδόν τετρακόσια χρόνια μετά. Αιώνες πίσω τότε …
Εκείνα τα χρόνια, συγκεκριμένα το 1826, το Πανεπιστήμιο του Ίνγκολστατ μεταφέρθηκε στο Μόναχο, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα ως το πασίγνωστο και φημισμένο «Λουδοβίκειο-Μαξιμιλιάνειο-Πανεπιστήμιο του Μονάχου» (γερμανικά: Ludwig- Maximilians-Universität München, LMU), ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης.
Τη δεκαετία του 1980 το Πανεπιστήμιο του Μονάχου κατάφερε να περιορίσει αισθητά τον αριθμό των «αιώνιων φοιτητών». Εμείς, σαράντα χρόνια αργότερα, πλησιάζουμε στην επίλυση αυτού του προβλήματος.
Από τα τετρακόσια χρόνια απόστασης, στα σαράντα. Όσο κι αν ακούγεται παράξενα, στην πορεία των αιώνων μειώνουμε την απόσταση που μας χωρίζει από προηγμένα - και προηγούμενα ημών - δυτικά κράτη τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, όλο και μεγαλύτερα και περισσότερα προβλήματα αντιμετωπίζουν, βλ. Γαλλία και Γερμανία.
Παράδεισος επί γης, απλώς δεν υπάρχει. Με άλλη βάση εκκίνησης τα μεν, κουβαλώντας πολιτισμική «προϋπηρεσία» αιώνων και με άλλη εμείς, καταβάλλοντας σισύφεια προσπάθεια σύγκλισης με τον «μέσο όρο». Κάποιες φορές, όμως, με απελπιστικά αργούς ρυθμούς ή και με βήματα προς τα πίσω.
Για να επιταχύνουμε, όμως, τη σύγκλιση, είναι αναγκαίο να διαγνώσουμε τα αίτια. Και η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης στη σχέση κράτους – πολίτη αποτελεί ένα βασικό αίτιο.
Στη συνέχεια να ιεραρχήσουμε τις προτεινόμενες θεραπείες και ακολούθως να δώσουμε προτεραιότητα σ’ αυτές που θα θέσουν υγιείς και σταθερές βάσεις για να πάμε μπροστά. Ποιος αμφιβάλλει ότι η εκπαίδευση, ει δυνατόν ποιοτική και για όλους, δεν θα έπρεπε να αποτελεί, αν όχι την πρώτη, μια από τις πρώτες προτεραιότητες;
Και πότε θα τα έχουμε καταφέρει; Όταν θα έχουμε ενσωματώσει στη νοοτροπία μας τον σεβασμό προς τον διπλανό μας, την αγάπη για την πατρίδα μας και την εμπιστοσύνη προς το κράτος μας. Πότε θα γίνει αυτό; Όταν στους δρόμους θα οδηγούμε με σεβασμό σε κανόνες και συνανθρώπους μας, όταν στις πανέμορφες ακτές μας δεν θα ρίχνουμε το παραμικρό σκουπιδάκι και όταν, βρισκόμενοι στο εξωτερικό, θα είμαστε «πρεσβευτές της βαριάς μας βιομηχανίας» και θα πείθουμε τους ξένους να επισκεφθούν τη χώρα μας.
Ουτοπικό; Ποιος ξέρει…
Έτσι κι αλλιώς, τα πρώτα διακόσια χρόνια (του ελληνικού κράτους) είναι τα δύσκολα.
Υ.Γ.1: Πριν λίγες ημέρες ανακοινώθηκαν επενδύσεις άνω των 40 δισ. δολαρίων από αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς στη Σαουδική Αραβία στην ΤΝ και σε υποδομές τεχνολογίας, ενώ, παράλληλα, το κράτος θα εκπαιδεύσει 30.000 πολίτες στην ΤΝ. Ο στόχος: στο πλαίσιο του Vision 2030 η μετατροπή μιας οικονομίας εξαρτημένης από το πετρέλαιο σε μια διαφοροποιημένη που θα βασίζεται στον τουρισμό, στην τεχνολογία και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τελικά, ποια θα είναι η βαριά βιομηχανία;
Υ.Γ.2: Ένας «αόρατος ιστός» συνδέει την «τρι-φασική επεισοδιακή» σειρά (κράτος – εμπιστοσύνη – εκπαίδευση). Ποιος; Το αδιάβλητο των πανελλαδικών εξετάσεων: το «φάρμακο» της εκπαίδευσης στο «φαρμάκι» της έλλειψης εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος. Και με τις παρενέργειές του τι κάνουμε;