Το φιάσκο με την Didi Global υπενθυμίζει σε όλους ποιος είναι το πραγματικό αφεντικό

Το φιάσκο με την Didi Global υπενθυμίζει σε όλους ποιος είναι το πραγματικό αφεντικό

Η Didi Global (DIDI NYSE), η μεγαλύτερη κινεζική εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα των μισθώσεων ταξί και άλλων οχημάτων αποκλειστικά μέσω του διαδικτύου και εφαρμογών κινητών τηλεφώνων, κάτι σαν την γνωστή μας Uber, ξεκίνησε την Τετάρτη που μας πέρασε την διαπραγμάτευσή της στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Μέσω της δημόσιας εγγραφής της μάζεψε σχεδόν 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια, σε μία από τις μεγαλύτερες δημόσιες εγγραφές των τελευταίων ετών.

Η τιμή εγγραφής καθορίστηκε στα 14 δολάρια, δίνοντας στην εταιρεία χρηματιστηριακή αξία περίπου 66 δις δολαρίων. Τις πρώτες τρεις μέρες η μετοχή πήγε αρκετά καλά, φθάνοντας μέχρι τα 18 δολάρια, και την Παρασκευή έκλεισε στα 15,53 δολάρια, περισσότερο από 10% πάνω από την τιμή της δημόσιας εγγραφής.

Μέσα στο σαββατοκύριακο όμως, κάποια νέα από την Κίνα αναστάτωσαν τους μετόχους της και οδήγησαν την μετοχή σε πολύ μεγάλη πτώση στην χθεσινή συνεδρίαση της Νέας Υόρκης (την Δευτέρα το χρηματιστήριο ήταν κλειστό), αφού η μετοχή έκλεισε στα 12,49 δολάρια, με πτώση 19,58%.

Τι νέα ήταν αυτά που τσάκισαν την μετοχή και στενοχώρησαν πολύ τους – φρέσκους – μετόχους της Didi; Πολύ κακά νέα. Οι αρχές της χώρας διέταξαν την αφαίρεση της εφαρμογής της εταιρείας από τα ηλεκτρονικά καταστήματα πώλησης εφαρμογών κινητών τηλεφώνων, τα λεγόμενα app stores, πράγμα που σημαίνει πως από εδώ και πέρα η εταιρεία κινδυνεύει να μείνει χωρίς νέους πελάτες, για όσο χρονικό διάστημα κρατήσουν οι περιορισμοί.

Η επίσημη αιτιολογία είναι πως οι αρχές είναι προβληματισμένες για τον τρόπο με τον οποίον η εταιρεία χειρίζεται τα προσωπικά δεδομένα των εκατομμυρίων πελατών της και ανησυχούν για την ασφάλεια αυτών των δεδομένων. Ένα άλλο ζήτημα, το οποίο αποκάλυψε η Wall Street Journal, είναι πως οι κινεζικές αρχές είχαν συστήσει στην εταιρεία να καθυστερήσει την δημόσια εγγραφή της μέχρι να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα των συστημάτων κυβερνοασφάλειας της επιχείρησης.

Γενικά, διαβάζοντας τις πληροφορίες του διεθνούς Τύπου, το συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι πως οι Κινέζοι από την μία θέλουν να ενισχύσουν το επίπεδο ψηφιακής ασφάλειας των μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας που δραστηριοποιούνται διαδικτυακά και από την άλλη ανησυχούν πως η διαπραγμάτευση αυτών των εταιρειών στα αμερικανικά χρηματιστήρια θα αποκαλύψει ευαίσθητα στοιχεία σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας τους. Πηγαίνοντας λίγο παραπέρα, θα μπορούσαμε να πούμε πως όλα είναι θέμα ελέγχου.

Οι αρχές της χώρας, δηλαδή το Κομμουνιστικό Κόμμα, δηλαδή ο πρόεδρος Xi Jinping, πιστεύουν πως οι μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η Didi, η Alibaba, η Tencent αναπτύχθηκαν πολύ γρήγορα και σχεδόν ανεξέλεγκτα και προσπαθούν να επιβάλλουν κανόνες που θα εξασφαλίσουν πως αυτές οι εταιρείες αφενός δεν θα αποκτήσουν δύναμη μεγαλύτερη από το Κόμμα και αφετέρου δεν θα βάλουν σε κίνδυνο το χρηματοοικονομικό σύστημα και την ψηφιακή ασφάλεια της χώρας. Αν προσθέσουμε σε αυτά και την αυξανόμενη ένταση μεταξύ της Κίνας και των Η.Π.Α., η οποία δεν φαίνεται να μειώνεται κατά τους πρώτους μήνες της προεδρίας Μπάιντεν, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι έγινε τις τελευταίες μέρες.

Η κινεζική κεντρική εξουσία έστειλε ένα πολύ ισχυρό μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση, συνεχίζοντας αυτό που ξεκίνησε από τον περασμένο Νοέμβριο με την ματαίωση της δημόσιας εγγραφής της Ant Financial και συνεχίστηκε με το στρίμωγμα και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων όπως η Tencent και η Meituan την άνοιξη που μας πέρασε. «Θύματα» του τελευταίου μηνύματος δεν ήταν μόνο η Didi, αλλά και άλλες κινεζικές εταιρείες που διαπραγματεύονται σε χρηματιστήρια εκτός Κίνας, κυρίως η Full Truck Alliance (YMM NYSE) Kanzhun (BZ NASDAQ) οι οποίες είχαν ξεκινήσει την διαπραγμάτευσή τους μέσα στον Ιούνιο. Για να μην υπάρχουν αμφιβολίες, οι κινεζικές αρχές επανήλθαν χθες Τρίτη, και κατέστησαν σαφές πως από εδώ και πέρα θα δυσκολέψουν πολύ την πορεία των κινεζικών επιχειρήσεων προς τα ξένα χρηματιστήρια.

Δεν είναι εύκολο να εκτιμήσει κανείς τις συνέπειες των ενεργειών των κινεζικών αρχών στην λειτουργία αυτών των επιχειρήσεων και στις μετοχές τους, αυτό που πρέπει να πούμε όμως είναι πως όσοι επενδυτές θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους με αυτές θα πρέπει να προσέχουν και να διαβάζουν πολύ περισσότερο απ? όσο έκαναν μέχρι τώρα. Όσο και να φαίνονται φθηνές μετά την τελευταία πτώση τους, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτή την στιγμή έχουν απέναντί τους τις κυβερνήσεις των δύο ισχυρότερων κρατών του κόσμου, και αυτό σπάνια είναι καλό.

Εδώ δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε το πόσο διαφορετικές είναι οι κινήσεις των αρχών της Κίνας και των Η.Π.Α. όταν κρίνουν πως μία ή πολλές εταιρείες έχουν αποκτήσει πολύ μεγάλη ισχύ ή έχουν μονοπωλιακή συμπεριφορά, ή κάνουν κατάχρηση των προσωπικών δεδομένων των χρηστών των υπηρεσιών τους. Οι κινεζικές αρχές κινούνται με αστραπιαία ταχύτητα χωρίς να χρειάζεται να περιμένουν τις αποφάσεις των δικαστηρίων και χωρίς να αφήνουν σημαντικά περιθώρια αντίδρασης στις επιχειρήσεις.

Αντίθετα, στις Η.Π.Α. το σύστημα δουλεύει με τέτοιο τρόπο που είναι σχεδόν αδύνατον για τις αρχές, ομοσπονδιακές ή πολιτειακές να λάβουν αποφάσεις που δεν θα κριθούν από τα δικαστήρια αν οι θιγόμενες επιχειρήσεις αντιδράσουν. Χαρακτηριστικό τέτοιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η απόρριψη από τα δικαστήρια της μαζικής προσφυγής πολιτειακών αρχών και του υπουργείου δικαιοσύνης εναντίον της Facebook.

Αυτό είναι φυσικά αναμενόμενο, δεδομένων των διαφορετικών πολιτικών συστημάτων των δύο χωρών αλλά μας θυμίζει και μία θεμελιώδη διαφορά μεταξύ των επιχειρήσεων των δύο χωρών. Στις αμερικανικές επιχειρήσεις, πρώτο αφεντικό είναι ο μέτοχος και τελευταίο ο νόμος αλλά στις κινεζικές πρώτο και τελευταίο αφεντικό είναι η κεντρική εξουσία, δηλαδή το Κόμμα. Επειδή αυτό δεν φαίνεται πιθανόν να αλλάξει σύντομα, εξηγεί και τον λόγο για τον οποίον οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα είναι, για πολύ καιρό ακόμα, πιο φιλικές για τους μετόχους τους και τις χρηματιστηριακές αγορές.