Πόσο δρόμο έχουν ακόμη τα ελληνικά ομόλογα;

Πόσο δρόμο έχουν ακόμη τα ελληνικά ομόλογα;

Με συνολική πτώση της απόδοσης των 10ετών ομολόγων της τάξης του 85%, οι ελληνικοί τίτλοι είναι αυτοί που έχουν ωφεληθεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο από το QE Πανδημίας που ανακοίνωσε τον περασμένο Μάρτιο η Κριστίν Λαγκάρντ. Το όφελος μετουσιώθηκε χθες σε ένα μοναδικό και από κάθε άποψη αναπάντεχο ρεκόρ με τις αποδόσεις των ομολόγων όλων των ωριμάνσεων να υποχωρούν κάτω από το 1% για πρώτη φορά στην ιστορία και το 5ετές να δίνει αρνητικό επιτόκιο. 

Πριν από περίπου οκτώ μήνες, όταν τα ελληνικά ομόλογα έγιναν κατ’ εξαίρεση δεκτά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για το έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, οι πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για πτώση της απόδοσης του 10ετούς έως το επίπεδο του 0,7% προς το τέλος του 2020. Οι πιο συντηρητικοί αναλυτές μετά βίας έβλεπαν να υποχωρεί η απόδοση κάτω από το 1%, κάτι που κατάφερε χθες μέχρι και το 25ετές ομόλογο.

Οι εκτιμήσεις αυτές έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση γιατί τα ελληνικά ομόλογα θεωρούνται εδώ και σχεδόν μια δεκαετία τα πιο προβληματικά «χαρτιά» στην Ευρώπη. Όμως τελικά η ελληνική οικονομία δείχνει να έχει βγάλει από πάνω της τη «ρετσινιά» των μνημονίων και με τις πλάτες της ΕΚΤ προσελκύει συνεχώς μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον.

Τις τελευταίες δύο ημέρες οι ελληνικοί τίτλοι έσπασαν προς τα κάτω το φράγμα του 0,7% (0,62% χθες το 10ετές) χωρίς μάλιστα να έχουν ανακοινωθεί ακόμα από την ΕΚΤ τα νέα μέτρα χαλάρωσης, αν και σε μεγάλο βαθμό έχουν προεξοφληθεί. 

Έχουν και άλλα περιθώρια να «τρέξουν» τα ελληνικά ομόλογα πριν γυρίσει το κλίμα; Μπορούν να παραμείνουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα για χρόνια, διευκολύνοντας έτσι τις προσπάθειες του δημοσίου και των επιχειρήσεων να αντιμετωπιστεί η κρίση;     

Αναλυτές εκτιμούν ότι δύσκολα θα δούμε τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων πολύ χαμηλότερα. Διότι το βασικό σενάριο σήμερα προβλέπει ότι στο εξής το οικονομικό και επενδυτικό κλίμα θα βελτιώνεται σταθερά, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα κυλήσει ομαλά η διαδικασία παραγωγής και διανομής των εμβολίων. Που σημαίνει ότι η ΕΚΤ δεν θα χρειαστεί να συνεχίσει να παρεμβαίνει με επιθετικό τρόπο στις αγορές ομολόγων για μεγάλο χρονικό διάστημα. 

Γενικότερα, οι ειδικοί πιστεύουν ότι τα επιτόκια στην Ευρωζώνη θα επανέλθουν σε θετικό έδαφος μετά το 2022 για να φτάσουν κοντά στο 1% το 2025, ενώ θα διατηρηθούν χαμηλά καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, με τους ελληνικούς τίτλους να ακολουθούν αυτή την τάση. Επίσης, οι ίδιοι σημειώνουν ότι στο επίπεδο που έχουν φτάσει σήμερα τα ελληνικά ομόλογα προεξοφλείται και η νέα παρέμβαση που θα ανακοινώσει η ΕΚΤ στις 10 Δεκεμβρίου.

Με την Ευρωζώνη να βρίσκεται και με τη βούλα σε περιβάλλον αποπληθωρισμού και μάλιστα για τρίτο διαδοχικό μήνα το outlook για τον πληθωρισμό παραμένει βραχυπρόθεσμα ζοφερό. Αυτό συνεπάγεται ότι παρά τα πολύ θετικά νέα που έρχονται από το μέτωπο των εμβολίων, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε νέα μέτρα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, μέσω της επέκτασης του QE Πανδημίας κατά περίπου 300 δισ. ευρώ αλλά και χρονικά μετά τον Ιούνιο του 2021.

Η Ελλάδα, λοιπόν, θεωρείται η πιο ωφελημένη χώρα από το QE Πανδημίας καθώς το κόστος δανεισμού της μειώθηκε κατά 3,45 ποσοστιαίες μονάδες σε 8 μήνες. Στο ίδιο διάστημα το κόστος δανεισμού της Ιταλίας μειώθηκε κατά 2,40 ποσοστιαίες μονάδες, πολλές χώρες της Ευρωζώνης είχαν σχεδόν μηδενικό αντίκτυπο, ενώ το κόστος δανεισμού της Γερμανίας αυξήθηκε αν και σε αρνητικό έδαφος από το -0,8% στο -0,55%.

Πως επηρέασε το QE Πανδημίας το κόστος δανεισμού

Η χώρα μας ωφελείται, πρώτον γιατί δεν έχει συμμετάσχει στα προηγούμενα προγράμματα της ΕΚΤ και δεύτερον γιατί οι ελληνικοί τίτλοι δεν διαθέτουν αξιολόγηση στην «επενδυτική βαθμίδα» που σημαίνει ότι δεν υπήρχαν μέχρι πρότινος στα πλάνα των μακροπρόθεσμων επενδυτών.

Η εντυπωσιακή διαδρομή που έχουν ακολουθήσει τα ελληνικά ομόλογα τους τελευταίους μήνες δημιουργεί ένα διάδρομο ευκαιρίας τόσο για το δημόσιο όσο και για τις επιχειρήσεις. Το δημόσιο θέλει να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές για να χρηματοδοτήσει τα μέτρα στήριξης της οικονομίας, ενώ οι επιχειρήσεις έχουν μία ευκαιρία να αναδιαρθρώσουν τα χρέη τους στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της πανδημίας και των lockdown.