Ειδική αποστολή 100 ημερών για τη νέα οικονομική πολιτική των ΗΠΑ

Ειδική αποστολή 100 ημερών για τη νέα οικονομική πολιτική των ΗΠΑ

Την προηγούμενη Τετάρτη δημοσιεύθηκε το εκτελεστικό διάταγμα του προέδρου Τζο Μπάιντεν, με το οποίο έδωσε εντολή σε διάφορα υπουργεία της κυβέρνησής του να εξετάσουν με λεπτομέρεια τον τρόπο λειτουργίας ορισμένων σημαντικών τομέων της οικονομίας. Το πρώτο κομμάτι του διατάγματος, στο οποίο έμεινε και το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης, αναφέρεται στην προθεσμία 100 ημερών που έδωσε ο πρόεδρος σε τέσσερα υπουργεία (Εμπορίου, Άμυνας, Ενέργειας και Υγείας) προκειμένου να εξετάσουν την κατάσταση και να εντοπίσουν τα προβλήματα σε τομείς που υπάγονται σε αυτά. Το υπουργείο Εμπορίου θα εξετάσει την κατάσταση στη βιομηχανία ημιαγωγών και μικροεπεξεργαστών, το υπουργείο Άμυνας θα ασχοληθεί με τα στρατηγικά υλικά όπως οι σπάνιες γαίες, το υπουργείο Ενέργειας με τις μπαταρίες υψηλών επιδόσεων και το υπουργείο Υγείας με τα τη βιομηχανία φαρμάκων και ειδικότερα τα ενεργά φαρμακευτικά υλικά που απαιτούνται για την παρασκευή τους.

Η αποστολή των τεσσάρων υπουργείων είναι, μέσα σε εκατό ημέρες, να ετοιμάσουν μία αναφορά η οποία θα περιέχει τις προτάσεις τους σχετικά με το πως ο τομέας που εξέτασαν θα μπορεί να λειτουργεί έτσι ώστε να επιτευχθούν οι πολιτικοί στόχοι της προεδρίας Μπάιντεν. Πιο συγκεκριμένα, στόχος της προεδρίας είναι να υπάρχουν ισχυρές εφοδιαστικές αλυσίδες που να στηρίζουν την εγχώρια μεταποιητική δραστηριότητα, ειδικά τις μικρότερες επιχειρήσεις, να συνεισφέρουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας, να προάγουν τον αγώνα εναντίον της κλιματικής αλλαγής και να βελτιώνουν τη θέση των μειονοτήτων κάθε είδους στη χώρα. Όλα αυτά, σύμφωνα με το πρόγραμμα της προεδρίας, στόχος είναι να γίνουν σε συνεργασία με τις χώρες που μοιράζονται τις βασικές αξίες των Η.Π.Α. με τρόπο που θα ενισχύει την οικονομική και εθνική ασφάλεια.

Είναι σαφές πως το εκτελεστικό διάταγμα της 24ης Φεβρουαρίου δεν έχει σχέση μόνο με τους μικροεπεξεργαστές  και τις σπάνιες γαίες. Μπορεί να δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα στο θέμα των μικροεπεξεργαστών λόγω των σοβαρών ελλείψεων που έχουν πλήξει κυρίως την αυτοκινητοβιομηχανία, αλλά το ζήτημα είναι πολύ πιο ευρύ και έχει να κάνει με την πρόθεση του Μπάιντεν να, προσπαθήσει τουλάχιστον, να χαράξει μία νέα οικονομική και βιομηχανική πολιτική για τις Η.Π.Α. Αυτό δεν είναι κάτι αυτονόητο για τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη του πλανήτη. Συνήθως η πολιτική – νομοθετική εξουσία χαράζει ορισμένες γενικές γραμμές σε κάποιους κρίσιμους τομείς και η ιδιωτική πρωτοβουλία προσαρμόζεται και ακολουθεί. Εδώ μιλάμε για κάτι πολύ πιο μεγάλο που, χάριν υπερβολής, μπορεί να θυμίσει σε ορισμένους από εμάς τα διάφορα μεγαλόπνοα πενταετή προγράμματα της Σοβιετικής Ένωσης ή τα πρόσφατα αντίστοιχα της Κίνας. 

Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται όταν κανείς διαβάσει και το δεύτερο μέρος του διατάγματος, στο οποίο βλέπουμε πως πέρα από την προαναφερθείσα προθεσμία των εκατό ημερών, υπάρχει και η προθεσμία του ενός έτους από την έκδοσή του. Στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, τα τέσσερα υπουργεία που αναφέραμε παραπάνω, μαζί με το υπουργείο Μεταφορών και το υπουργείο Γεωργίας, θα πρέπει να υποβάλουν αναφορές σχετικά με την κατάσταση των τομέων της αρμοδιότητάς τους. Αυτές οι αναφορές θα καλύπτουν πολύ πιο ευρύ πεδίο από τις αντίστοιχες των 100 ημερών, κατ’ ουσίαν τις εφοδιαστικές αλυσίδες για το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής δραστηριότητας που υπάγεται σε κάθε υπουργείο. Ό,τι έχει σχέση με την αμυντική βιομηχανία, τη φαρμακοβιομηχανία, τις τηλεπικοινωνίες και τη βιομηχανία πληροφορικής, τη βιομηχανία ενέργειας, τα μέσα μεταφοράς και τα σχετικά έργα υποδομής, καθώς και τη βιομηχανία τροφίμων και αγροτικών προϊόντων θα εξεταστεί από τα υπουργεία, πάντα κάτω από το πρίσμα των πολιτικών επιλογών και στόχων της προεδρίας Μπάιντεν, όπως περιγράψαμε παραπάνω.

Το διάταγμα της 24ης Φεβρουαρίου είναι η αρχή της προσπάθειας της νέας ηγεσίας των Η.Π.Α. να αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας της χώρας, όπως είχε άλλωστε υποσχεθεί προεκλογικά το δίδυμο Μπάιντεν – Harris. Δεν θα ήταν υπερβολικό να πει κανείς πως σε κάποια σημεία θυμίζει την ουσία των πολιτικών προτάσεων του πρώην προέδρου Donald Trump, δηλαδή την προσπάθεια να αποκτήσουν οι Η.Π.Α. και πάλι τη χαμένη αίγλη και ισχύ τους. Χαρακτηριστικό είναι πως, σε κάποιες λεπτομέρειες, το διάταγμα Μπάιντεν παραπέμπει σε αποφάσεις του προηγούμενου προέδρου, ειδικά στο πως ορίζονται τα «κρίσιμα υλικά» για την αμυντική βιομηχανία. Πέρα από αυτά, οι συνεχείς αναφορές στην εθνική ασφάλεια, στην εφοδιαστική αλυσίδα της αμυντικής βιομηχανίας, στην ασφάλεια των τηλεπικοινωνιών (όπου εμπλέκεται και το υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας), στην αποτελεσματικότητα της βιομηχανίας μπαταριών αλλά και στην επάρκεια τροφίμων, φέρνουν στο νου μας και μία άλλη πτυχή της ρητορικής του Trump. Την αντιπαράθεση με την Κίνα. Ούτως ή άλλως, ο νέος πρόεδρος δεν έχει κρύψει την ανησυχία του για τις προθέσεις της Κίνας και την πρόθεσή του να μην μείνει άπρακτος απέναντι στη συνεχή ισχυροποίησή της. 

Είναι δύσκολο να πούμε αν σε έναν χρόνο από τώρα θα μιλάμε για το μεγαλόπνοο πενταετές πλάνο οικονομικής ανάπτυξης των Η.Π.Α. Αυτό που είναι εύκολο είναι να πούμε πως πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας την στροφή της Δυτικής Υπερδύναμης προς μία πολιτική λιγότερο πιστή στις αρχές του ελεύθερου ανεμπόδιστου εμπορίου, με πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην εθνική ασφάλεια και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγικής βάσης. Και επειδή, σε αντίθεση με τον απελθόντα πρόεδρο, η πολιτική Μπάιντεν έχει πολύ περισσότερο σχεδιασμό και πολύ λιγότερο θέατρο, οι πιθανότητες να δούμε μία τέτοια πολιτική να εφαρμόζεται δεν είναι καθόλου μικρές.

Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.