Η ανέξοδη κριτική και η παγίδα της διαπραγμάτευσης με τον... εαυτό μας

Η ανέξοδη κριτική και η παγίδα της διαπραγμάτευσης με τον... εαυτό μας

Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων ανέδειξαν και πάλι τον γνωστό κίνδυνο. Να νομίζουμε ότι  διαπραγματευόμαστε με τον εαυτό μας σε μία κλειστή γυάλα, που απλώς το ερώτημα είναι αν θα κερδίσουμε πολλά ή παρά πολλά.

Η δημόσια συζήτηση γίνεται, σαν να υπάρχει σκαλισμένο στην πέτρα το Δίκιο μας το οποίο είναι εκ προοιμίου δεδομένο, σεβαστό και αναγνωρισμένο απ' όλους και απλώς δεν είχαμε τον χρόνο να το αρπάξουμε και να το αξιοποιήσουμε.

Η άγνοια περί βασικών στοιχείων και όρων επί των οποίων γίνεται η δημόσια  συζήτηση είναι  ένα σοβαρό πρόβλημα το οποίο διευκολύνει τις λαϊκίστικες και υπονομευτικές των εθνικών συμφερόντων θεωρίες, και συγχρόνως επιτρέπει την καλλιέργεια των «μαζοχιστικών» θεωριών περί μαξιμαλισμού της Ελλάδας που απλώς με τον τρόπο που διατυπώνονται εξωραΐζουν και υπηρετούν την Τουρκία.

Η διαπραγμάτευση με την Τουρκία εάν και όποτε ξεκινήσει δεν μπορεί παρά να έχει συγκεκριμένο πλαίσιο, διαφορετικά τέτοιος διάλογος δεν μπορεί να υπάρξει.

Μονομερείς διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις ελληνικής κυριαρχίας με τις γκρίζες ζώνες είναι προφανές ότι δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο τέτοιου διμερούς διαλόγου, χωρίς αυτό να εμποδίζει την Τουρκική πλευρά να εγείρει τέτοια ζητήματα στην διάρκεια της πρώτης φάσης των διερευνητικών επαφών που πρακτικά θα επιχειρήσουν να καθορίσουν την ατζέντα της διαπραγμάτευσης.

Οι Συμφωνίες με την Ιταλία κυρίως και με την Αίγυπτο επιβεβαίωσαν αυτό που είναι ήδη γνωστό αλλά όχι επαρκώς αντιληπτό, ότι Συμφωνίες  επιτυγχάνονται με συμβιβασμό και όχι με επιβολή της μιας πλευράς στην άλλη και απόσπαση του 100% των αρχικών θέσεων και  επιδιώξεων. 

Οι συμβιβασμοί αυτοί και οι υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς  σε καταρχήν θέματα αρχών όπως είναι η μέση γραμμή και η πλήρης επήρεια όλων των νησιών έγιναν στην προοπτική επίτευξης συμφωνίας με τα δυο μέρη . Η Ελλάδα δεν προσήλθε στην διαπραγμάτευση με την Ιταλία και την Αίγυπτο με θέσεις διαφορετικές ,όμως μετά από χρόνια διαπραγματεύσεων και με δεδομένο ότι είχε διαπιστωθεί πρόοδος και απέμενε η τελική απόφαση για την επίτευξη συμφωνίας  θεωρήθηκε σκόπιμο και χρήσιμο να υπάρξουν ειδικές  και στοχευμένες παραχωρήσεις... Μια επιλογή που έγινε υπό το βάρος συγκεκριμένων γεγονότων και θα κριθεί φυσικά  στο μέλλον …

Η κριτική σε αυτή την επιλογή είναι  επιβεβλημένη τόσο σε ότι αφορά την τακτική που ακολουθείται και το εάν εντάσσεται σε μια συνολικότερη στρατηγική  για τα ελληνοτουρκικά όσο και στο περιεχόμενο των παραχωρήσεων. Όμως στην Ελλάδα φθάσαμε στο άλλο άκρο ,να σπεύδουμε οι ίδιοι να προδικάσουμε ότι όλες ο ειδικές ρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν τελικά είτε με Ιταλούς είτε με τους Αιγύπτιους, έναντι του «υπέρτατου» στόχου ,της επίτευξης συμφωνίας, «υπονομεύουν την διαπραγματευτική θέση μας» και  δικαιώνουν τους Τούρκους σε μια μελλοντική διαπραγμάτευση...

Η κριτική στις συμφωνίες είναι  κατανοητή ,αλλά αντί να εμφανίζονται ελληνικές πολιτικές δυνάμεις και πολιτικοί παράγοντες και να προεξοφλούν την «δικαίωση» των τουρκικών θέσεων , οφείλουν να προβάλουν δημόσια οτι όλες αυτές οι παραχωρήσεις δεν αφορούν τα ελληνοτουρκικά, ότι κάθε διαπραγμάτευση είναι διαφορετική  και ότι σημασία έχει η αφετηριακή θέση της Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις να είναι η ίδια: Δίκαιο  της Θάλασσας, μέση γραμμή, πλήρης επήρεια νησιών…

Ασκείται λανθασμένη κριτική γιατί το πρόβλημα δεν είναι  αν θα συνιστά υποχώρηση για την Ελλάδα η αποδοχή, υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις και με την προοπτική μιας συνολικής τελικής συμφωνίας , ρυθμίσεων που θα παραπέμπουν σε μικρότερη επήρεια των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες.

Το πρόβλημα είναι ότι η Τουρκία υποστηρίζει ότι η οριοθέτηση πρέπει να γίνει  χωρίς να υπολογίζονται τα νησιά , αλλά μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών των χωρών (κάτι που εφάρμοσε με το Τουρκολυβικό Μνημόνιο)  και απλώς να ισχύει η αρχή της ευθυδικίας ενώ συγχρόνως εμπλουτίζει την ατζέντα αυτή με τις γκρίζες ζώνες ,εναέριο χώρο, αφοπλισμό νησιών ακόμη και με μειονοτικό στην Θράκη.

Το πρόβλημα σε μια διαπραγμάτευση με την Τουρκία δεν είναι η έλλειψη «ρεαλισμού» εκ μέρους  της Ελλάδας, η οποία πάντως στέλνει το μήνυμα ότι μπροστά στην προοπτική επίτευξης Συμφωνίας είναι  έτοιμη για δύσκολους συμβιβασμούς, αλλά ο μαξιμαλισμός της Τουρκίας ,που θέλει να χρησιμοποιήσει την συζήτηση αυτή , ως άλλοθι για την νομιμοποίηση  της επέκτασης επιρροής και κυριαρχίας και επιβολής των δικών της «κανόνων»  για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. 

Σε όσους όμως  ονειρεύονται Κουγκιά, το θέμα δεν είναι η χώρα να βρεθεί... ηρωικώς πεσούσα, αλλά να μπορέσει να αντιμετωπίσει με ευελιξία μια επίθεση  η οποία εκδηλώνεται και με αντισυμβατικούς τρόπους, από μια χώρα ισχυρή τουλάχιστον στρατιωτικά, σχεδόν οκταπλάσια σε πληθυσμό  και η οποία  επιδιώκει την ευκαιρία  για μια σύγκρουση η οποία θα  οδηγούσε όπως πιστεύει τελικά στην περιθωριοποίηση της Ελλάδας και την καθυπόταξη της στην Τουρκία. 

Ας μην καταλήξουμε λοιπόν να διαπραγματευόμαστε με τον εαυτό μας ,σαν να μην υπάρχει  Τουρκία , ούτε Αίγυπτος, ούτε Τουρκολυβικό Μνημόνιο ,αλλά συγχρόνως ας μην θεωρηθεί ότι η Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία που υπογράφτηκε υπό  συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να αποτελέσει το μέσο για την εξοικείωση  της κοινής γνώμης σε αντιλήψεις και πολιτικές που μοιάζουν περισσότερο με εκούσια εκ  των προτέρων αποδοχή των τουρκικών απαιτήσεων.

Σήμερα στην Βουλή όλες οι πολιτικές δυνάμεις «ζυγίζονται» και δεν μπορεί να στέκονται με τα δυο πόδια σε δυο βάρκες.

Τις αμέσως επόμενες εβδομάδες όλοι θα δοκιμασθούν και θα κριθούν ,οι κυβερνώντες για την διαχείριση, οι υπόλοιποι για την στάση τους ή την… αμηχανία τους απέναντι σε μια πρωτόγνωρη τουλάχιστον την τελευταία 20ετια κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις… Μια εθνικών διαστάσεων κρίση που υπερβαίνει κόμματα και ιδεολογίες.