Επτά μέτρα πολιτικής για τη διαχείριση κρίσεως του Μεταναστευτικού

Επτά μέτρα πολιτικής για τη διαχείριση κρίσεως του Μεταναστευτικού

Του Δημήτρη Τσαϊλά *

Για το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ιστορίας μας, η Ελλάδα υπήρξε χώρα εξαγωγής μεταναστών από ότι χώρα δέκτης μετανάστευσης. Είτε πρόκειται για την Αυστραλία ή την Αμερική είτε για την Ευρώπη, τόσο πριν από τον εμφύλιο πόλεμο όσο και κατά τη διάρκεια του αλλά και για αρκετά χρόνια αργότερα, ήταν πιο κοινό για τους Έλληνες να βλέπουν τους συγγενείς τους να φεύγουν, παρά να δέχεται νεοεισερχόμενους.

Η Ελλάδα παρουσιάζει μια γενικά φιλόξενη στάση απέναντι στους νεοφερμένους, που χαρακτηρίστηκε από στιγμές δικαιολογημένης δημόσιας ανησυχίας, όπως τη δεκαετία του ''90 με την απότομη αυξητική ροή των Αλβανών από τα σύνορα της Ηπείρου, αλλά και σήμερα που αντιμετωπίζουμε ένα ανέλεγκτο ρεύμα, κυρίως μουσουλμάνων, στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, που μας ωθεί σε σκέψεις απειλών για την εθνική ασφάλειά μας. Οι Έλληνες παρακολουθούν τα ρεύματα αφίξεων και αποβιβάσεων που έχουν γίνει πλέον καθημερινότητα, με μεγάλη ανησυχία. Είναι δεδομένη η υπερβολική άνοδος των αφίξεων στην Πατρίδα μας από ροές μεταναστών και αιτούντων άσυλο με αυξητικές τάσεις, το τελευταίο χρονικό διάστημα, από τα τουρκικά παράλια. Ως εκ τούτου, η μετανάστευση έχει γίνει πλέον το πιο επίκαιρο πολιτικό ζήτημα στην Ελλάδα από ό, τι σε προηγούμενες περιόδους, αφού μάλιστα κατέστη καταφανής η εκμετάλλευση του ζητήματος από την τουρκική πολιτική, είτε με απευθείας απειλές ή με τη μορφή υβριδικού πολέμου.

Παρόλα αυτά, το ελληνικό κοινό διατηρεί μια σχετικά ανοικτή στάση απέναντι στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, σε σχέση με τους λαούς της ανατολικής Ευρώπης. Οι περισσότεροι των Ελλήνων πολιτών εξέφρασαν μια αλληλέγγυα στάση απέναντι στους μετανάστες. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων καλωσορίζει τους πρόσφυγες, αλλά δεν παύει να εκφράζει ανησυχία, καθώς διαφαίνεται το πρόβλημα ως η μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ταυτότητα, τον πολιτισμό και την κυριαρχία του ελληνικού έθνους στην βαλκανική χερσόνησο. Αυτό δεν απορρέει μόνο από τον προβληματισμό για το τι είδους ισορροπία του πληθυσμού θα προκύψει στο μέλλον εάν η ιθαγένεια χορηγηθεί σε όλους τους νεοεισερχόμενους μετανάστες, αλλά και από ανησυχίες εμπλοκής τους σε τρομοκρατικές επιχειρήσεις.

Η πολιτική της υποδοχής μετανάστευσης και της χορήγησης του ασύλου εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για την ελληνική κυβέρνηση. Με μεγάλη αγωνία επιδιώκει να ακολουθήσει τις αρχές της διαμόρφωσης της μεταναστευτικής πολιτικής με ολοκληρωμένο και προγραμματισμένο τρόπο, παρόλο που αρχικά αιφνιδιάστηκε. Αυτό σημαίνει για την ώρα, προσπάθεια οικοδόμησης πραγματικών εταιρικών σχέσεων με τις άλλες χώρες εταίρους, με βάση τη συνεργασία και όχι την ανάθεση, με σχεδιασμό προληπτικών και όχι αντιδραστικών πολιτικών, και με καθοδήγηση της κοινής γνώμης ενάντια στην ενθάρρυνση του αντι-μεταναστευτικού συναισθήματος. Μια ακόμη πρόκληση για την Ελλάδα είναι να διασφαλίσει ότι το άγχος αυτής της μεταναστευτικής εισβολής δεν υπονομεύει την ανάπτυξη νέων τρόπων σκέψης σχετικά με τη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος, και καθοδηγείται από μια ηθική αλληλεγγύης καθώς βλέπει τη μετανάστευση πέρα από το φακό ενός προβλήματος που πρέπει να επιλυθεί.

Η Ελλάδα υποστήριξε και συνεχίζει να υποστηρίζει κατηγορηματικά την ενίσχυση της ευρωπαϊκής εξωτερικής διάστασης, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία και με τις χώρες προέλευσης. Από την αρχή όμως, αυτή η προσέγγιση δεν έχει κερδίσει καθολική υποστήριξη ούτε στις Βρυξέλλες ούτε στις χώρες προέλευσης, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες. Μετά τις αρχικές πολιτικές παλινδρομήσεις και αμέσως μετά την όξυνση, με τις κρίσεις των υπεράριθμων μεταναστών με στοιχεία μουσουλμανικής εισβολής, πλέον έγινε αντιληπτή η απειλή αλλοίωσης πληθυσμού, και η ελληνική κυβέρνηση πήγε στην ΕΕ και σε άλλα κράτη μέλη για να προσπαθήσει να λάβει ευρωπαϊκή διάσταση το θέμα και να εξασφαλίσει βοήθεια. Αλλά, σύμφωνα με τους εμπλεκόμενους, δεν έλαβε την αναμενόμενη ούτε τη δέουσα ανταπόκριση. Αυτό δεν εμπόδισε τη χώρα να συνεχίσει να υποστηρίζει μια ισχυρή ευρωπαϊκή προσέγγιση στην πολιτική της μετανάστευσης και του ασύλου. Η ιδέα της Ελλάδος είναι ότι τα δικά της σύνορα είναι και τα σύνορα της Ευρώπης, πράγμα που σημαίνει ότι η ευθύνη πρέπει να είναι κοινή σε όλα τα κράτη μέλη. Η προσέγγιση αυτή εκφράζεται σε διάφορους βασικούς τομείς της αλληλεπίδρασης Ελλάδος-ΕΕ-τρίτης χώρας, όπως η μεταρρύθμιση του κανονισμού του Δουβλίνου (χορήγηση άσυλου).

Αν συνεχιστεί αυτή η αυξητική τάση, μέχρι το τέλος του επομένου έτους, οι αιτούντες άσυλο θα ξεπεράσουν κατά πολύ τον τοπικό πληθυσμό στα νησιά του Αιγαίου. Ωστόσο, δεδομένου ότι αυτοί οι αιτούντες εισέρχονται στη χώρα δια θαλάσσης από τις τουρκικές ακτές χωρίς πιστοποιητικά ταυτότητος, απαιτεί μεγαλύτερη πολιτική προσοχή για θέματα εθνικής ασφαλείας. Σήμερα, όσοι ζητούν άσυλο στην Ελλάδα σχεδόν πάντα αναγκάζονται να ξεκινήσουν επικίνδυνα ταξίδια, πληρώνοντας τους διακινητές πολύ μεγάλα ποσά.

Η νέα κυβέρνηση έχει καταβάλει προσπάθειες για την αύξηση του αριθμού προσωπικού στα Γραφεία Ασύλου και Καταφυγίων και για την παροχή οικονομικών πόρων για πρώτη βοήθεια επί τόπου. Ωστόσο, το σύστημα ασύλου της Ελλάδος παραμένει ανεπαρκώς ανεπτυγμένο και δεν μπορεί να χειριστεί τίποτα εκτός από έναν πολύ μικρό αριθμό αιτούντων. Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα εμπειρία μας, οι μετανάστες και οι αιτούντες άσυλο που φτάνουν δια θαλάσσης συχνά κρατούνται για μεγάλη χρονική περίοδο σε δομές, και δεν ενημερώνονται συστηματικά για τη δυνατότητα χορήγησης ασύλου.

Έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι, για τη μεταρρύθμιση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου και του κανονισμού του Δουβλίνου εδώ και αρκετό καιρό. Ο κανονισμός του Δουβλίνου καθορίζει ποιο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου, αφήνοντας τις χώρες εισόδου, ιδίως την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία, υπεύθυνες για τη διαχείριση των μεταναστευτικών αφίξεων. Ουσιαστικά, οι Ευρωπαίοι ηγέτες σχεδίασαν ένα σύστημα εξουσιοδότησης που επιτρέπει σε πολλούς από αυτούς να αποφεύγουν να ασχολούνται εντελώς με μετανάστες και πρόσφυγες. Το 2015 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε έναν προσωρινό μηχανισμό μετεγκατάστασης, ο οποίος αντιμετώπισε σημαντική αντίσταση, ιδίως από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, παρότι περιλάμβανε ρήτρα που επέτρεπε στα έθνη να αποφεύγουν να λαμβάνουν αιτούντες άσυλο και να υιοθετούν εναλλακτικές μορφές αλληλεγγύης. Το καθεστώς μετεγκατάστασης ήταν μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα σύστημα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, το καθεστώς προσωρινής μετεγκατάστασης, έχει αποτύχει οικτρά. Το καθεστώς μετεγκατάστασης ήταν προβληματικό, εν μέρει επειδή ήταν ανοικτό μόνο στους αιτούντες άσυλο από χώρες με υψηλό ποσοστό αποδοχής στην Ευρώπη (κυρίως Σύροι και Ερυθραίοι). Ως αποτέλεσμα, χιλιάδες άνθρωποι που χρειάζονται προστασία έμειναν σε επισφαλή κατάσταση στην Ελλάδα και την Ιταλία, χωρίς να έχουν ασφαλείς επιλογές για να φθάσουν σε άλλες χώρες στην Ευρώπη.

Συμπεράσματα

Βρισκόμαστε ενώπιον ενός αδιεξόδου και προκειμένου να σημειωθεί κάποια πρόοδος, τα κράτη μέλη από κοινού με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα μπορούσαν να εξετάσουν τις επτά πολιτικές που περιγράφονται παρακάτω.

Οι μετανάστες που εισέρχονται στην Ελλάδα φθάνουν στην Ευρώπη. Σε μια εσωτερικά χωρίς σύνορα Ευρώπη, η διαχείριση της μετανάστευσης απαιτεί κοινή ευθύνη μεταξύ όλων των κρατών μελών της ΕΕ. Αυτό απαιτεί μια μεταρρύθμιση του κανονισμού του Δουβλίνου σχετικά με το πώς καθορίζονται οι υπεύθυνες χώρες ασύλου. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τη συμπερίληψη νέων κριτηρίων που υπερβαίνουν τις γεωγραφικές μεταβλητές. Τα κριτήρια για την «κατανομή των βαρών» θα μπορούσαν να βασιστούν στο ΑΕΠ και τον πληθυσμό της χώρας υποδοχής, καθώς και στην ενσωμάτωση της κατανόησης των κοινωνικών δικτύων και των προσδοκιών των αιτούντων άσυλο.

Η συνέχιση της έρευνας και διάσωσης απαιτείται να εκτελείται με τις δυνάμεις ευρωπαϊκής ακτοφυλακής. Αυτό δεν πρέπει, ωστόσο, να χρησιμεύσει ως δικαιολογία για τη μείωση των ελληνικών δραστηριοτήτων έρευνας και διάσωσης. Η συνεργασία θα πρέπει να αντανακλά τις πρακτικές και τις βασικές αρχές της ΕΕ.

Η μετανάστευση αποτελεί ένα διαρθρωτικό φαινόμενο στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Απαιτεί μια προγραμματισμένη και βιώσιμη πολιτική που θα ενημερώνεται με αποδεικτικά στοιχεία. Η πολιτική της υγιούς μετανάστευσης πρέπει να βασίζεται στα δικαιώματα, να γίνεται δεκτή ως συνήθης εκδήλωση δεδομένου ότι έχει τη δυνατότητα να συμβάλει θετικά και να ενσωματωθεί σε όλα τα επίπεδα πολιτικής.

Η ενεργός προσπάθεια να ελεγχθούν οι μεταναστευτικές κινήσεις θα ήταν καθησυχαστική για το κοινό. Ο φόβος της εισβολής είναι πιθανόν να μειωθεί εάν οι αποβιβάσεις προχωρήσουν κατά τρόπο ομαλό και ρυθμιζόμενο και εάν παύσει να υπάρχει μια διαρκής ανθρωπιστική κρίση στη θάλασσα.

Προσδιορισμός των υδάτων του Αιγαίου ως «επικράτεια της ΕΕ» για τους σκοπούς της μετανάστευσης. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι οι μετανάστες που διασώζονται από επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης θα «διανέμονται» σε διάφορες χώρες. Ένα τέτοιο βήμα θα βοηθούσε στην ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη μετανάστευση. Η ΕΕ πρέπει να διερευνήσει την ιδέα μιας ενεργούς ευρωπαϊκής ομάδας διάσωσης, η οποία θα μπορούσε να διανέμει τις αφίξεις μεταναστών και προσφύγων σε διαφορετικές τοποθεσίες μεταξύ των κρατών, κατανέμοντας την ευθύνη με δικαιοσύνη.

Να προβλεφθούν μέτρα τιμωρίας που η ΕΕ να προσπαθήσει να επιβάλει σε τρίτες χώρες, ιδίως όσον αφορά την μη αποδοχή των επιστροφών. Παρά το γεγονός ότι οι βιώσιμες εταιρικές σχέσεις που λαμβάνουν υπόψη τα αμοιβαία συμφέροντα και την επιθυμία για λύσεις είναι πιο δυναμικές και πιο πιθανό να επιτύχουν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να προνοεί όχι μόνο για κίνητρα αλλά και για κυρώσεις σε όποιους δεν συμμορφώνονται.

Τέλος απαιτείται ανάπτυξη συνολικής, μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής για τη μετανάστευση και τη διαχείριση των προσφύγων σε όλα τα αρμόδια υπουργεία, εξασφαλίζοντας ότι θα λάβουν και επαρκείς πόρους.

* Ο Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Senior recercher of Strategy International και Member of Institude for National and International Security.