Τι οδήγησε σε Βατερλό τον Ερντογάν
Shutterstock
Shutterstock

Τι οδήγησε σε Βατερλό τον Ερντογάν

Εάν μία μονομαχία Ερντογάν-Ιμάμογλου στις προεδρικές εκλογές του 2023 είχε διαφορετική έκβαση για την Τουρκία, είναι κάτι που θα το έδειχνε μόνο η κάλπη. Η Ιστορία εξάλλου δεν γράφεται με τα «αν».

Η έκβαση των δημοτικών εκλογών, πάντως, ήλθε να σηματοδοτήσει τη βαρύτερη ήττα για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε δύο και πλέον δεκαετίες απόλυτης ηγεμονίας του, και να χρίσει ταυτόχρονα τον Εκρέμ Ιμάμογλου οιονεί αρχηγό της αντιπολίτευσης και διεκδικητή της τουρκικής προεδρίας όταν η στιγμή έλθει -το 2028 ή νωρίτερα, με ή χωρίς τον Ερντογάν απέναντί του.  

Η οικονομία είναι εκείνη που «ανάγκασε» πέρυσι τον Ερντογάν να περιμένει για πρώτη φορά στα χρόνια της κυριαρχίας του το δεύτερο γύρο για να εκλεγεί. Ωστόσο, μπροστά στη νίκη, σε πείσμα δημοσκοπήσεων και αναλυτών που κατά το μεγαλύτερο μέρος της προεκλογικής περιόδου «έβλεπαν» την πτώση του, ίσως υποτιμήθηκε από τον ίδιο και το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) η πολιτική φθορά που είχε ήδη αρχίσει να συντελείται, και τώρα ήρθε σε πρώτο πλάνο αναγκάζοντας τον Ερντογάν να μιλήσει για «σημείο καμπής», διαβεβαιώνοντας πως το μήνυμα ελήφθη.

Ο πληθωρισμός και η συνεχιζόμενη φτωχοποίηση των Τούρκων πολιτών, η «αυτονόμηση» του υιού Ερμπακάν που καρπώθηκε τη δυσαρέσκεια ψηφοφόρων του AKP τόσο για την οικονομία, όσο και για τους χειρισμούς στη Γάζα (η Τουρκία συνεχίζει το εμπόριο με το Ισραήλ παρά τη σκληρή ρητορική Ερντογάν), οι υποψήφιοι «περιορισμένης εμβέλειας» του ΑΚΡ, καθώς και το πέρασμα του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) στη μετά Κιλιτσντάρογλου εποχή, βρίσκονται πίσω από την αλλαγή των συσχετισμών στο πολιτικό σκηνικό, την αντιστροφή του εκλογικού αποτελέσματος του 2023 και την πρωτιά που έχασε σε εθνικό επίπεδο το AKP.

Από την εξίσωση δεν λείπει, και μάλιστα ίσως είναι και από τους καθοριστικούς παράγοντες, η αποχή. Το ποσοστό συμμετοχής ανήλθε σε 78,55% (υψηλό για τα ευρωπαϊκά, όχι τα τουρκικά δεδομένα). Ένα ποσοστό περίπου 9% συγκριτικά με τις προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2023, όταν η συμμετοχή ανήλθε στο 87,15%, δεν προσήλθε στην κάλπη, και εκτιμάται ότι πρόκειται κυρίως για οργισμένους ψηφοφόρους του AKP που δεν στράφηκαν στο ισλαμιστικό Κόμμα Ευημερίας που είχε ιδρύσει ο μέντορας του Ερντογάν, Νετζμετίν Ερμπακάν, αλλά επέλεξαν την αποχή ως μέσο διαμαρτυρίας και τιμωρίας του καθεστώτος για τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει. Στις δημοτικές εκλογές του 2019 η συμμετοχή είχε ανέλθει στο 84,87%.

Κατά τα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία, ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 68%, με τις προβλέψεις να τον ανεβάζουν στο 75% τον Μάιο. Ανεξάρτητοι οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι στην πραγματικότητα κινείται στο 130%, με τα είδη πρώτη ανάγκης να έχουν γίνει απλησίαστα σε μία χώρα όπου η βασική σύνταξη είναι μόλις 285 ευρώ (10.000 τουρκικές λίρες). Οι συνταξιούχοι θεωρείται ότι είναι μεγάλο κομμάτι της βάσης του AKP που εξέφρασαν την οργή τους, είτε ψηφίζοντας άλλα κόμματα, είτε απέχοντας.

Επίσης, οι Κούρδοι ψηφοφόροι στήριξαν για άλλη μια φορά υποψήφιους του CHP, εκτός των λεγόμενων κουρδικών περιοχών στα νοτιοανατολικά, και κυρίως τον Ιμάμογλου στην Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηριστική η δήλωση της Μεράλ Ντανίς Μπεστάς, υποψήφια του φιλοκουρδικού κόμματος DEM, μόλις ξεκαθάρισε το εκλογικό τοπίο: «Ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Ιμάμογλου δεν πρέπει να νομίζει ότι οι ψήφοι μας ανήκουν σε αυτόν. Οι ψηφοφόροι μας τον στήριξαν για να τιμωρήσουν την κυβέρνηση». Το DEM έλαβε μόλις 2,12% των ψήφων, σε μία εκλογική περιφέρεια που η κουρδική/φιλοκουρδική εκλογική βάση ξεπερνάει το 10%. 

Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, όχι μόνο δεν πήρε ο Ερντογάν τη ρεβάνς για το 2019 ανακτώντας την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, αλλά υπέστη μεγάλο πλήγμα και με την απώλεια της Προύσας, τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας (η τρίτη είναι η Σμύρνη, ανέκαθεν προπύργιο του CHP) και κύριος κόμβος της κλωστοϋφαντουργίας και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Μόνο δύο από τις δέκα μεγαλύτερες πόλεις της Τουρκίας, το Ικόνιο και το Γκαζίαντεπ, ελέγχει πλέον το AKP.

Το κυβερνών κόμμα έχει χάσει για πρώτη φορά την πρωτιά σε εθνικό επίπεδο έναντι των κεμαλιστών, με το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα να διεισδύει στα προπύργια του ΑΚΡ -συμπεριλαμβανομένου του Σκουτάρεως της Κωνσταντινούπολης, όπου ο Ερντογάν έχει την ιδιωτική του κατοικία- σε ολόκληρη τη χώρα και εντός των μεγάλων πόλεων, και να ισχυροποιείται σε όλες τις βιομηχανικές περιοχές του Μαρμαρά και της δυτικής και κεντρικής Τουρκίας.

Στη «μητέρα των μαχών» στην Κωνσταντινούπολη, όσες δυνάμεις και αν έριξε ο Ερντογάν, ο Εκρέμ Ιμάμογλου επιβεβαίωσε ότι η απήχησή του ξεπερνά την κοσμική βάση του CHP και επανελέγη θριαμβευτικά αφήνοντας πίσω κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες τον Μουράτ Κουρούμ. Η νίκη Ιμάμογλου καθίσταται ακόμη πιο σημαντική, δεδομένου ότι αντίθετα με τις κάλπες του 2019 δεν διέθετε τη συμπαγή στήριξη της αντιπολίτευσης, αλλά πήρε ψήφους από όλους και κυρίως από τους Κούρδους, καθώς και την ψήφο των νέων.

Τώρα, ο μοναδικός πολιτικός που έχει κερδίσει σε εκλογική μάχη τον Ερντογάν, έστω και εμμέσως, έρχεται να εδραιωθεί ως το αντίπαλος του, και μένει στο μέλλον να διαφανεί αν θα ακολουθήσουν τελικά βίους παράλληλους. Από τη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης, στην κεντρική εξουσία. Όσο για την Άγκυρα, ο εξίσου δημοφιλής Μανσούρ Γιαβάς -που χαίρει αποδοχής και στο εθνικιστικό και συντηρητικό τμήμα του εκλογικού σώματος- κατήγαγε ακόμη μεγαλύτερη νίκη, συγκεντρώνοντας το 60,35% των ψήφων, έναντι 31,69% που έλαβε ο Τουρκγούτ Αλτίνοκ.

Οι εκλογές έλαβαν μεν εθνικά χαρακτηριστικά, είναι μία τεράστια ήττα για τον Ερντογάν, αλλά δεν σηματοδοτούν απαραίτητα την αρχή του τέλους της διακυβέρνησής του. Ανάλογες προβλέψεις είχαν γίνει και μετά τον πολιτικό «σεισμό» του 2019 όταν έχανε για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη. Την κάλπη της Πόλης την μετέτρεψε ο ίδιος σε μονομαχία με τον Εκρέμ Ιμάμογλου, και έχασε. Όπως έχασε και την πρωτιά σε εθνικό επίπεδο. Όμως οι εκλογές ήταν δημοτικές, με όλα τα περιθώρια που αυτές αφήνουν για ψήφο οργής και διαμαρτυρίας. Οι ψηφοφόροι του AKP δεν ψήφιζαν για πρόεδρο.

Ένα μείζον ερώτημα της επόμενης ημέρας είναι εάν ο Ερντογάν θα μεταβάλει την οικονομική πολιτική, που μετά τις προεδρικές εκλογές κινήθηκε προς «ορθόδοξη» διαχείριση, με τον Τούρκο πρόεδρο να επιστρατεύει τον έμπιστο των αγορών Μεχμέτ Σιμσέκ στη θέση του υπουργού Οικονομικών. Οι όποιες κινήσεις του δεν αναμένονται άμεσα, πάντως αναλυτές θεωρούν πως δεν θα κάνει στροφή προς τα πίσω, αν και η αύξηση του κατώτατου μισθού στο δεύτερο εξάμηνο του έτους διαφαίνεται τώρα πιο πιθανή. Όσο για το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος, η έκβαση της κάλπης της 31ης Μαΐου σαφώς θα δυσχεράνει τους σχεδιασμούς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά θεωρείται επίσης απίθανο να εγκαταλείψει την προσπάθεια.