Στους περίεργους καιρούς του Ντόναλντ Τραμπ και με τους Δημοκρατικούς ακόμη χαμένους στη μετάφραση της εκλογικής τους συντριβής, το φιλελεύθερο προπύργιο της Νέας Υόρκης κάνει μία εξίσου περίεργη στροφή που επιδέχεται πολλών ερμηνειών αλλά το βέβαιο είναι πως έρχεται να οξύνει τον βαθύ εσωτερικό διχασμό για την ταυτότητα και την πυξίδα του κόμματος, ενώ παράλληλα προσφέρεται απλόχερα προς εργαλειοποίηση από το MAGA εν όψει των κρίσιμων ενδιάμεσων εκλογών του 2026.
Η απρόσμενη επικράτηση του πολιτικού αουτσάιντερ Ζοχράν Μαμντάνι στις προκριματικές για τη διεκδίκηση της δημαρχίας της Νέας Υόρκης φέρνει στο προσκήνιο τις έντονες διαιρέσεις που μαστίζουν το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο πασχίζει να αποκαταστήσει την εικόνα του, να βρει κοινή φωνή, αλλά και ηγεσία, σχεδόν έξι μήνες μετά την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Ο 33χρονος Μαμντάνι, αυτοπροσδιοριζόμενος ως δημοκρατικός σοσιαλιστής, «παιδί» της Gen Z, με επικοινωνιακό χάρισμα αλλά εμφανή απειρία, μουσουλμάνος, γεννημένος στην Ουγκάντα, με κριτικές, «θολωμένες» έως αμφιλεγόμενες θέσεις έναντι του Ισραήλ, «εξοβέλισε» προς έκπληξη όλων το κατεστημένο των Δημοκρατικών που εκπροσωπήθηκε στις προκριματικές για το χρίσμα στο πρόσωπο του 67χρονου βετεράνου της πολιτικής και πρώην κυβερνήτη Άντριου Κουόμο.
Στις προκριματικές για το χρίσμα καθρεφτίστηκε η ευρύτερη ιδεολογική σύγκρουση που μαίνεται στους κόλπους των Δημοκρατικών μεταξύ της κεντρώας και αριστερής γραμμής, ωστόσο υπάρχει και η παράλληλη «ανάγνωση» των αναλυτών που έγκειται λιγότερο στην ιδεολογία αλλά περισσότερο στο μήνυμα και τη δυναμική της προεκλογικής εκστρατείας, εκεί όπου ο Μαμντάνι υπερίσχυε κατά κράτος του Άντριου Κουόμο τόσο μέσω των social media, όσο και με την φυσική παρουσία του στους δρόμους της Νέας Υόρκης θέτοντας στον πυρήνα της πλατφόρμας του την κρίση του κόστους ζωής.
Ο «τρίτος δρόμος» δεν περνά ούτε από την ιδεολογία, ούτε από την εκστρατεία, αλλά θέλει τους Νεοϋορκέζους να έχουν απηυδήσει από τη γενιά των Δημοκρατικών που έχασαν δύο φορές έναντι του Τραμπ και όμως επιμένουν - στην περίπτωση του Κουόμο, ο πρώην κυβερνήτης, που αντιπροσωπεύει το κέντρο, φέρει επιπλέον το «βαρίδι» της παραίτησης του 2021 υπό το βάρος κατηγοριών για σεξουαλική παρενόχληση.
Ο Κουόμο έχει τη στήριξη των επιχειρηματικών κύκλων, «μεγάλων» ονομάτων όπως ο πρώην πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, και πλούσιων δωρητών περιλαμβανομένων των Μπιλ Άκμαν και του πρώην δημάρχου Μάικλ Μπλούμπεργκ που διέθεσε 8,3 εκατ. δολάρια στα «ταμεία» της εκστρατείας του. Παρόλα αυτά, βρέθηκε εντός της εβδομάδας στη θέση να συγχαίρει τον Ζοχράν Μαμντάνι μετά τις προκριματικές (τα επίσημα αποτελέσματα επίκεινται εντός Ιουλίου λόγω του διαδικαστικού, αλλά η επικράτηση είναι δεδομένη - 43,5% για τον Μαμντάνι έναντι 36,4% του Κουόμο), αφού πρώτα τον είχε κατακεραυνώσει για απειρία, επικίνδυνη ρητορική και πρακτικά ανεφάρμοστες πολιτικές θέσεις.
Οι Δηημοκρατικοί πασχίζουν να αφομοιώσουν την εντυπωσιακή άνοδο ενός μέχρι πρότινος άγνωστου στους ίδιους τους Νεοϋρκέζους πολιτικού, που υιοθέτησε ένα «σοσιαλιστικό» οικονομικό πρόγραμμα και απομακρύνθηκε από την επικρατούσα θέση του κόμματος όσον αφορά τη Μέση Ανατολή και αυτό στην πολιτεία όπου κατοικεί η πολυπληθέστερη εβραϊκή κοινότητα στις ΗΠΑ - δίχως αυτό να σημαίνει ότι ο Μαμντάνι δεν έχει, εκτός από σφοδρούς επικριτές, και υποστηρικτές μεταξύ των Αμερικανών εβραίων ψηφοφόρων, περιλαμβανομένου του ίδιου του εβραϊκής καταγωγής συνυποψηφίου του Μπράντ Λάντερ, ο οποίος ήλθε τρίτος στην κούρσα των προκριματικών και μιλά περί της ανάγκης συνεργασίας ανάμεσα στις εβραϊκές και μουσουλμανικές κοινότητες.
Ο Ζοχράν Μαμντάνι κέρδισε «πόντους» με την ενεργό στήριξη των Μπέρνι Σάντερς και Αλέξια Οκάσιο-Κορτέζ, με την αριστερή πτέρυγα να χαιρετίζει την εμφάνιση ενός νεαρού και χαρισματικού προσώπου που κατ’ αυτούς συμβολίζει τη «νέα εποχή». Ωστόσο, η πιο μετριοπαθής και πραγματιστική πτέρυγα των Δημοκρατικών «βλέπει» την έκβαση των προκριματικών ως σοβαρό πλήγμα στην προσπάθεια να διευρύνει την απήχηση του κόμματος και να ξεπεράσει τις πιο αμφιλεγόμενες πολιτικές που αποξένωσαν ψηφοφόρους στις προεδρικές εκλογές.
Ο πυρήνας των Δημοκρατικών δείχνει να ανησυχεί βαθιά για τον αντίκτυπο σε εθνικό επίπεδο. Οι Ρεπουμπλικανοί από την άλλη «είδαν» στην επιτυχία του Μαμντάνι ένα πολιτικό δώρο εν όψει των εκλογών σε Νιου Τζέρζι και Βιρτζίνια το φθινόπωρο και στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026. Η Νέα Υόρκη ψηφίζει για δήμαρχο στις 4 Νοεμβρίου αλλά είναι ούτως ή άλλως παραδοσιακά εκτός της «εμβέλειας» των Ρεπουμπλικανών - σε αυτή την αναμέτρηση «ξανακατεβαίνει», δίχως εσωκομματική αναμέτρηση, ο Κέρτις Σλίβα που είχε χάσει από τον Έρικ Άνταμς το 2021. Ο απερχόμενος δήμαρχος, που εν τω μεταξύ έχει πληγεί από σκάνδαλα και έχει φλερτάρει με την πλευρά Τραμπ, θα διεκδικήσει εκ νέου τη δημαρχία ως ανεξάρτητος. Το ίδιο σκέφτεται να πράξει και ο Άντριου Κουόμο.
Αυτό σημαίνει ότι παρόλο που ο Ζοχράν Μαμντάνι ξεκινά με «φόρα» και τη στήριξη κυρίως της νέας γενιάς, η αναμέτρηση δεν θα είναι εύκολη ούτε και η νίκη του προδιαγεγραμμένη, δεδομένου ότι θα πρέπει να παρακάμψει ένα «ναρκοπέδιο» που ο ίδιος δημιούργησε κυρίως με προτάσεις που είναι αβέβαιο πώς θα εφαρμοστούν αλλά και με τη ρητορική του. Εάν επικρατήσει, η Νέα Υόρκη θα έχει εκλέξει τον πρώτο μουσουλμάνο δήμαρχο στην ιστορία της, ενώ θα κλιμακωθεί ο εσωτερικός «πόλεμος» για την πορεία που θα λάβει το κόμμα - πορεία από την οποία θα συναρτηθεί όχι μόνο η έκβαση των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο, αλλά και αν θα μπορέσουν να ανασχέσουν τον τραμπισμό στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Εάν ο Μαμντάνι χάσει, η επιλογή του για το χρίσμα θα έχει κοστίσει στους Δημοκρατικούς το «στέμμα» της μεγαλύτερης πόλης της χώρας.
Αποκαλώντας τον «100% κομμουνιστή παράφρονα», ο Ντόναλντ Τραμπ έσπευσε να βάλει στο στόχαστρο τον Μαμντάνι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Είχαμε και στο παρελθόν αριστερούς ριζοσπάστες, αλλά αυτό γίνεται λίγο γελοίο», έγραψε ο Αμερικανός πρόεδρος. Στην πραγματικότητα, καθόλου δεν θα πειράζει τον Τραμπ να έχει «έναν 33χρονο ριζοσπάστη, υπέρμαχο της Ιντιφάντα και σοσιαλιστή να κυβερνά τη Νέα Υόρκη ως αντίπαλό του για τα επόμενα τρία χρόνια», λέει ο Τζέσι Αρμ του think-tank Manhattan Institute.
Ο Ζοχράν Μαμντάνι έχει καταγγείλει ανοιχτά «γενοκτονία» στη Γάζα, δυναμίτζοντας τη συζήτηση γύρω από ένα ζήτημα που διχάζει το Δημοκρατικό Κόμμα. Τις μεγαλύτερες αντιδράσεις προκάλεσε όταν μιλώντας στο podcast του Τιμ Μίλερ, «The Bulwark», αρνήθηκε να αποστασιοποιηθεί από το σύνθημα για «Παγκόσμια Ιντιφάντα», υποστηρίζοντας ότι το αντιλαμβάνεται ως έκφραση μιας «απεγνωσμένης επιθυμίας για ισότητα και ίσα δικαιώματα στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Παλαιστινίων». Είναι ένα σημείο στο οποίο του επιτέθηκε σφοδρά κατά την εκστρατεία ο Κουόμο, απορρίπτοντας το επιχείρημα ότι η φράση μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά πέραν του ότι ενθαρρύνει το μίσος και τη βία κατά των εβραίων. Ο Μαμντάνι παράλληλα έχει καταδικάσει κάθε μορφή αντισημιτισμού, διαχωρίζοντας τους πολίτες από την επίσημη πολιτική του Κράτους του Ισραήλ.
Όσο για το θρήσκευμά του, δηλώνει προοδευτικός μουσουλμάνος και είχε «σπάσει» τη νηστεία του Ραμαζανιού τρώγοντας ένα μπουρίτο σε μία από τις αμέτρητες αναρτήσεις του στα social media που συγκεντρώνουν εκατομμύρια προβολές, ενώ παράλληλα δηλώνει περήφανος για τη στήριξη που έχει δεχθεί εκ μέρους της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας της Νέας Υόρκης, που τον ψήφισε σε ποσοστό 25%.
Το 2020, σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είχε χαρακτηρίσει τη Μητροπολιτική Αστυνομία της Νέας Υόρκης «ρατσιστική, εχθρική προς τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και σοβαρή απειλή για τη δημόσια ασφάλεια». Ως υποψήφιος δήμαρχος, μετρίασε τη στάση του, δηλώνοντας πως η αστυνομία διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να προωθεί τη δημιουργία ενός νέου τμήματος δημόσιας ασφάλειας που θα βασίζεται περισσότερο σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας και κοινωνικούς λειτουργούς.
Προς τα πού οδεύουν οι Δημοκρατικοί;
Η πολιτική του ατζέντα του Ζοχράν Μαμντάνι επικεντρώνεται στη μείωση του κόστους διαβίωσης, το οποίο τονίζει πως «συνθλίβει τους εργαζόμενους». Έχει ταχθεί υπέρ του «παγώματος» των ενοικίων στις κοινωνικές κατοικίες, της δωρεάν μετακίνησης με τα δημοτικά λεωφορεία, δωρεάν παιδικούς σταθμούς για παιδιά κάτω των έξι ετών, καθώς και της δημιουργίας δημοτικών παντοπωλείων που θα αγοράζουν και θα πωλούν σε τιμές χονδρικής. Επίσης, έχει προτείνει την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 30 δολάρια την ώρα έως το 2030. Για τη χρηματοδότηση των προτάσεών του, προτείνει την αύξηση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή στο 11,5% και την επιβολή ενιαίου φόρου 2% σε όσους Νεοϋορκέζους έχουν ετήσιο εισόδημα άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων.
Η εντυπωσιακή άνοδος του Μαμντάμι οφείλεται εν μέρει σε μία επιθετική εκστρατεία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η οποία του επέτρεψε να προσεγγίσει ψηφοφόρους σε όλη τη Νέα Υόρκη, ακόμη και όσους δεν ασχολούνται ενεργά με την πολιτική. Μέσα από σύντομα βίντεο που έγιναν viral, εξηγεί τις θέσεις του με απλό τρόπο, ενώ καταφέρεται κατά της επιρροής του κεφαλαίου στην πολιτική, τονίζοντας ότι η εκστρατεία του χρηματοδοτείται αποκλειστικά από μικρές ατομικές δωρεές. Έχει κατηγορήσει την καμπάνια του Κουόμο ως «το πιο πρόσφατο παράδειγμα δισεκατομμυριούχων και εταιρειών που προσπαθούν να αγοράσουν μια εκλογή». Ο πρώην κυβερνήτης των Δημοκρατικών έχει αντεπιτεθεί με αναφορές κυρίως στην περιορισμένη εμπειρία του Μαμντάνι στη διακυβέρνηση. Σε πρόσφατο ντιμπέιτ, ο Άντριου Κουόμο τον ειρωνεύτηκε επειδή έχει περάσει μόλις τρία νομοσχέδια στην πολιτειακή Βουλή και δήλωσε ότι ο Τραμπ θα περνούσε πάνω από τον Μαμντάνι σαν οδοστρωτήρας...
Μία από τις πιο ηχηρές αντιδράσεις εκ μέρους των Δημοκρατικών για τις εξελίξεις στη Νέα Υόρκη ήλθε διά στόματος του Λόρενς Σάμερς, πρώην υπουργού Οικονομικών επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος δήλωσε βαθύτατα ανήσυχος για το μέλλον του κόμματος και της ίδιας της χώρας. Ο Ματ Μπένετ, συνιδρυτής της κεντρώας Δημοκρατικής οργάνωσης Third Way, προειδοποίησε ότι, παρότι ο Μαμντάνι είναι «νέος, χαρισματικός και επικοινωνιακά ικανός», οι ιδέες του είναι «κακές» και η σύνδεσή του με τους Δημοκρατικούς Σοσιαλιστές της Αμερικής «πολύ επικίνδυνη», καθώς, όπως είπε, «ήδη αξιοποιείται πολιτικά από τους Ρεπουμπλικανούς».
Αφού παρέμειναν σιωπηλοί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, τρεις κορυφαίοι εκπρόσωποι των Δημοκρατικών της Νέας Υόρκης -η κυβερνήτης Κάθι Χοκουλ, ο επικεφαλής της μειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Χακίμ Τζέφρις, και αντίστοιχα ο επικεφαλής της μειοψηφίας του κόμματος στη Γερουσία Τσακ Σούμερ- συνεχάρησαν μεν τον Ζορχάν Μαμντάμι αναγνωρίζοντας την έμφαση που δίνει στο ζήτημα του κόστους ζωής, ωστόσο ουδείς προχώρησε σε καθαρή στήριξή του εν όψει των εκλογών του Νοεμβρίου.
Το μετριοπαθές κέντρο εκφράζει φόβους ότι η υποψηφιότητα Μαμντάνι θα δυσχεράνει την εκλογική μάχη του κόμματος τόσο αυτό το φθινόπωρο όσο και στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026, οι οποίες θα κρίνουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο. Η ομάδα «Republicans Against Trumpism», σύμμαχος των Δημοκρατικών στην εκστρατεία του 2024, προειδοποίησε πως οι Ρεπουμπλικανοί θα επιχειρήσουν να παρουσιάσουν τον Μαμντάνι ως «το πρόσωπο του Δημοκρατικού Κόμματος», υπονομεύοντας τους μετριοπαθείς υποψηφίους σε κρίσιμες εκλογικές περιφέρειες και τις πιθανότητες ανάκτησης του ελέγχου της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Ο ίδιος ο Μαμντάνι αναγνώρισε ότι η επικράτησή του στις προκριματικές έχει πλέον ενταχθεί στη δημόσια συζήτηση σε εθνικό επίπεδο. «Νομίζω πως για κάποιους ήταν δελεαστικό να υποστηρίξουν ότι το κόμμα έχει στραφεί υπερβολικά προς τα αριστερά. Όμως στην πραγματικότητα αυτό που έχει συμβεί εδώ και πολύ καιρό είναι η εγκατάλειψη των ίδιων των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, οι οποίοι με τη σειρά τους εγκατέλειψαν το κόμμα» ανέφερε.
Γεννημένος στην Καμπάλα της Ουγκάντα, ο Ζοχράν Μαμντάνι ήλθε με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη σε ηλικία επτά ετών. Γιος της βραβευμένης Ινδοαμερικανίδας σκηνοθέτιδας Μίρα Ναΐρ και του καθηγητή στο Columbia Μαχμούντ Μαμντάνι, αμφότεροι απόφοιτοι του Χάρβαρντ, ο ίδιος φοίτησε στο Bronx High School of Science και στη συνέχεια εντρύφησε στις Αφρικανικές Σπουδές στο Bowdoin College. Εκεί υπήρξε ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος και ήταν συνιδρητής του φοιτητικού παραρτήματος της οργάνωσης Students for Justice in Palestine.
Αποφοιτώντας, συμμετείχε στις προεκλογικές εκστρατείες προοδευτικών Δημοκρατικών υποψηφίων για το δημοτικό συμβούλιο και τη Γερουσία, ενώ εργάστηκε ως σύμβουλος αποφυγής κατασχέσεων στο Κουίνς, βοηθώντας κυρίως χαμηλόμισθους ιδιοκτήτες κατοικιών από μειονοτικές κοινότητες - εμπειρία που, όπως έχει πει, τον ώθησε να στραφεί στην πολιτική.Το 2020 εξελέγη μέλος της Πολιτειακής Νομοθετικής Συνέλευσης της Νέας Υόρκης, εκπροσωπώντας περιοχές του Κουίνς, μεταξύ των οποίων η Αστόρια, το Ditmars-Steinway και το Astoria Heights. Εκεί, και συγκεκριμένα στην Αστόρια, διαμένει σήμερα μαζί με τη σύζυγό του, την Αμερικανίδα συριακής καταγωγής εικαστικό Ράμα Ντουάζι, με την οποία παντρεύτηκαν στις αρχές του έτους.