Ο Ερντογανισμός και οι δυτικές αυταπάτες
AP / Ali Unal
AP / Ali Unal

Ο Ερντογανισμός και οι δυτικές αυταπάτες

To wishful thinking είναι έννοια σύνθετη και σημαντική. Ως «ευσεβής πόθος» παρουσιάζεται η επικρατέστερη αλλά όχι απολύτως ικανοποιητική μετάφραση στα ελληνικά. Πρόκειται για έννοια που επιχειρεί να αποτυπώσει μια εκδοχή του γενικότερου φαινόμενου της παραπλάνησης του εαυτού μας, εν προκειμένω λόγω ενός συνδυασμού προβαλλόμενων επιθυμιών, ισχυρών προϊδεάσων και ανεπαρκούς ανάλυσης. 

Αυτό ίσχυσε για πολλά που διαβάζαμε και ακούγαμε τους τελευταίους μήνες σε δυτικά (και ελληνικά) μέσα για τις τουρκικές εκλογές ειδικώς και για την Τουρκία γενικότερα. Και σε ό,τι μεν αφορά στην Τουρκία γενικότερα, φαίνεται ότι εξακολουθεί να επικρατεί μια τάση αγνόησης των δομικών στοιχείων της τουρκικής γεωπολιτικής ειδικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Δεν θα επανέλθουμε εδώ επί ζητημάτων τα οποία επισημαίνουμε αναλυτικά επί χρόνια. 

Αναφορικά όμως με τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών και – ακόμη σαφέστερα – με τις βουλευτικές εκλογές, όπου ο Ερντογάν εξασφάλισε σαφή πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση για τα επόμενα πέντε χρόνια, οι ευσεβείς πόθοι (wishful thinking) της Δύσης και πολλών αναλυτών για την Τουρκία διαψεύστηκαν.

Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι ο Ερντογανισμός και αυτά που εκπροσωπεί έχουν βαθιές ρίζες στην τουρκική κοινωνία και την τουρκική πολιτική κουλτούρα. Ακριβέστερα, ο Ερντογανισμός μορφοποιεί, αρθρώνει και εκφράζει κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτικές αντιλήψεις, αξίες και νόρμες που έχουν παγιωθεί και μεταλλάσσονται αργά χωρίς να εξαφανίζονται.

Ενώ και η αντιπολίτευση (ετερόκλητη και αποτελούμενη από κεμαλιστές αλλά και από πρώην συμμάχους όχι μόνον του Ερντογάν αλλά και του Μπαχτσελί) δεν αποτελεί έναν συνεπή «εναλλακτικό κόσμο», όπως τόσο πληθωρικά και τόσο απλουστευτικά λεγόταν κατά κόρον τις τελευταίες εβδομάδες, με αναφορές στους «δυο κόσμους» της Τουρκίας κλπ. Οι οπαδοί του Ερντογανισμού κινητοποιήθηκαν, ψήφισαν και διέσωσαν τον ηγέτη. 

Ο τρίτος πολιτικός παίκτης της 14ης Μαΐου θέλει, όμως. Ιδιαίτερη προσοχή. Το ζήτημα με τον Ογάν είναι ότι δεν χρειάζεται να δώσει κατεύθυνση (παρόλο που μπορεί να το πράξει): η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων που τον προτίμησαν ενστερνίζονται πολλές από τις προτιμήσεις και τους προσανατολισμούς του στρατοπέδου του Ερντογάν.

Παρόλα αυτά, ο Ογάν έχει ακραίες εθνικιστικές μεν, αλλά και κεμαλικές αναφορές. Αυτό προσδίδει στο δρόμο προς το δεύτερο γύρο και κάποια στοιχεία απροσδιοριστίας. Διότι, παρά το σαφές προβάδισμα Ερντογάν, τα εξασθενημένα κεμαλικά και μετα-κεμαλικά δίκτυα θα προσπαθήσουν να φέρουν τις δυνάμεις που στήριξαν τον Ογάν ανοιχτά ή συγκεκαλυμμένα προς το μέρος τους.

Δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να το καταφέρουν, αλλά ο δεύτερος γύρος δεν έχει ακόμη κερδηθεί από τον Ερντογάν. Ο οποίος, σε κάθε περίπτωση και διαψεύδοντας τους βιαστικούς και τους επιπόλαιους, έκλεισε τις βουλευτικές εκλογές με εντυπωσιακή πλειοψηφία και θα προσέλθει στο δεύτερο γύρο των προεδρικών ως ο επικρατέστερος υποψήφιος. 

Όσο για το επαναλαμβανόμενο –και εύλογο– ερώτημα, «τι συμφέρει από ελληνικής άποψης;», η συζήτηση έχει μετατραπεί σε θόρυβο. Βρίθει τετριμμένων, ενίοτε και λαθών. Η ουσία του ζητήματός μπορεί να αποτυπωθεί ως εξής: 

Για την ελλειμματικότητα και την περιθωριοποίηση των όποιων δημοκρατικών στοιχείων στην Τουρκία υπεύθυνος δεν είναι μόνον ο Ερντογάν και το καθεστώς του. Από την άλλη πλευρά, διαφορετικά τουρκικά καθεστώτα και κυβερνήσεις συντήρησαν και σταδιακά διεύρυναν το ελληνοτουρκικό χάσμα.

Εάν η ευαγγελιζόμενη «δυτική στροφή» μιας νέας τουρκικής κυβέρνησης μπορούσε αύριο να αποτελέσει προάγγελο και ουσιαστικής βελτίωσης στα ελληνοτουρκικά χωρίς ελληνικές υποχωρήσεις για τη «Γαλάζια Πατρίδα», κάθε σώφρων πολίτης στην Ελλάδα θα επικροτούσε. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνάγεται από πουθενά.

Για τις βαθύτερες και δύσκολες προϋποθέσεις μιας τέτοιας εξέλιξης σήμερα, που μια στρατηγική «Ελσίνκι 2» δεν είναι εφικτή παρά τις φαντασιώσεις περί του αντιθέτου, παραπέμπω σε σχετική ανάλυσή μου πριν από ένα χρόνο (Η ωμή πραγματικότητα στα ελληνοτουρκικά).

*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics, κοσμήτορας και αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.