Το ομοσπονδιακό δίχτυ υγειονομικής προστασίας για τους πιο ευάλωτους διαρρηγνύεται μέσω του σαρωτικού μεγα-νομοσχεδίου του Ντόναλντ Τραμπ. Οι μεγαλύτερες στα χρονικά περικοπές στη χρηματοδότηση του προγράμματος Medicaid, που επιβάλλονται ως αντιστάθμισμα στις φοροαπαλλαγές και στο «όνομα» της εθνικής ασφάλειας, απειλούν να αφήσουν ανασφάλιστους έως και 12 εκατομμύρια Αμερικανούς μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Διχασμένοι είναι οι ίδιοι οι Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες για το επονομαζόμενο «Big Beautiful Bill», που αφού πέρασε οριακά τον σκόπελο της Γερουσίας, επιστρέφει στη Βουλή των Αντιπροσώπων και εκεί η μάχη προδιαγράφεται ακόμα πιο δύσκολη, με τον Τραμπ να πιέζει για να έχει το νομοσχέδιο προς υπογραφή στο γραφείο του στον Λευκό Οίκο πριν από την 4η Ιουλίου. Εφόσον το νομοσχέδιο εγκριθεί, θα αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη δυναμική οι διαδηλώσεις που έχουν εξαγγελθεί ήδη κατά της διακυβέρνησης Τραμπ ανήμερα της επετείου της Ημέρας της Ανεξαρτησίας, ενώ εκτιμάται ότι ο αντίκτυπος στις κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές του 2026 θα είναι πιθανώς καθοριστικός ως προς το εάν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα εξακολουθήσει να διατηρεί τον έλεγχο αμφότερων των Σωμάτων του Κογκρέσου.
Πέραν σαφώς του ότι προβλέπεται ότι θα αυξήσει το χρέος κατά 3,3 εκατ. δολάρια -εξ ου και η ρήξη μεταξύ Τραμπ και Ίλον Μασκ-, το φορολογικό νομοσχέδιο εμπεριέχει πολλές πτυχές που επηρεάζουν τις ζωές των Αμερικανών πολιτών, όμως ο βαρύτερος αντίκτυπος αφορά στο Medicaid, στο οποίο βασίζονται σήμερα για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψή τους 70 εκατομμύρια Αμερικανοί χαμηλών εισοδηματικών τάξεων και άτομα με αναπηρία. Σχεδόν 12 εκατομμύρια άνθρωποι θα χάσουν την υγειονομική τους κάλυψη, σύμφωνα με το ανεξάρτητο από κομματικές δεσμεύσεις Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO).
Το βαφτισμένο ως «Μεγάλο Όμορφο Νομοσχέδιο», ύψους 3 τρισ. δολαρίων, επεκτείνει τις φοροαπαλλαγές της πρώτης θητείας Τραμπ, χρηματοδοτεί το σχέδιό του για το τείχος στα σύνορα και αυξάνει παράλληλα των προϋπολογισμό της αρμόδιας για τις απελάσεις μεταναστών Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE), με τις δαπάνες να αντισταθμίζονται εν μέρει από περικοπές ύψους 1 τρισ. δολαρίων στο ομοσπονδιακό πρόγραμμα Medicaid -τις μεγαλύτερες από το 1965 αφότου θεσπίστηκε το πρόγραμμα ασφάλισης επί προεδρίας Λίντον Τζόνσον-, καθώς και από περικοπές στα προγράμματα σίτισης (κουπόνια τροφίμων).
Δίχως οι Δημοκρατικοί να έχουν καταφέρει να αποκρούσουν το νομοσχέδιο-σήμα κατατεθέν της προεδρίας Τραμπ 2.0 από το να έλθει προς ψήφιση και έπειτα από μία εξαντλητική συζήτηση επί σειράς τροπολογιών, τελικώς εγκρίθηκε στη Γερουσία οριακά (51 ψήφοι έναντι 50) και μόνο χάρη στην καθοριστική ψήφο του αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς. Τρεις Ρεπουμπλικανοί -η Σούζαν Κόλινς που εκπροσωπεί το Μέιν, ο Τομ Τίλις, γερουσιαστής της Βόρειας Καρολίνας, και ο Ραντ Πολ του Κεντάκι- καταψήφισαν εκφράζοντας την έντονη ανησυχία τους για τον κοινωνικό αντίκτυπο. Η τύχη του νομοσχεδίου θα κριθεί τώρα στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου οι Ρεπουμπλικανοί διαθέτουν πλειοψηφία οκτώ εδρών (220-212) και οι αντιδράσεις είναι μεγάλες· ενδεικτική η δήλωση του βουλευτή Ντέιβιντ Βαλαντάο από την Καλιφόρνια: «Δεν θα στηρίξω έναν νόμο που εξαλείφει ζωτικής σημασίας χρηματοδότηση για τα νοσοκομεία μας».
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει αναλάβει προσωπικά να πείσει μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς βουλευτές να συνταχθούν με τη γραμμή του, ώστε να εγριθεί εγκαίρως το νομοσχέδιο έως την 4η Ιουλίου. Ο πρόεδρος της Βουλής, Μάικ Τζόνσον, ανέφερε ότι βρίσκεται σε συνομιλίες με εκπροσώπους όλου του ιδεολογικού φάσματος. Κεντρώοι Ρεπουμπλικανοί κλήθηκαν στον Λευκό Οίκο για να ακούσουν τα επιχειρήματα του προέδρου, εν μέσω ασφυκτικών πιέσεων.
Στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκονται οι προβλέψεις για το Medicaid, όπου η νέα απαίτηση για εργασία αναμένεται να επηρεάσει εκατομμύρια εγγεγραμμένους. Αμερικανοί ηλικίας 19 έως 64 ετών, ικανοί προς εργασία και εγγεγραμμένοι μέσω της επέκτασης του Medicaid, θα υποχρεούνται να εργάζονται, να προσφέρουν εθελοντική εργασία ή να φοιτούν σε κάποιο πρόγραμμα κατάρτισης για τουλάχιστον 80 ώρες τον μήνα. Το ίδιο θα ισχύει και για γονείς παιδιών άνω των 14 ετών. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες θα υπόκεινται σε συχνότερους ελέγχους επιλεξιμότητας, ενδέχεται να επιβαρύνονται με κόστος έως και 35 δολάρια για ορισμένες υπηρεσίες, ενώ θα αντιμετωπίζουν αυξημένες απαιτήσεις τεκμηρίωσης για τη διατήρηση της κάλυψης.
Οι περικοπές δεν περιορίζονται στο Medicaid. Το Supplemental Nutrition Assistance Program (SNAP), η παροχή των κουπονιών τροφίμων, επηρεάζεται επίσης δραστικά. Περισσότεροι Αμερικανοί που λαμβάνουν κουπόνια τροφίμων θα πρέπει να εργάζονται για να διατηρήσουν τα επιδόματά τους. Το νομοσχέδιο διευρύνει την ισχύουσα υποχρέωση εργασίας, ώστε να περιλαμβάνει άτομα ηλικίας 55 έως 64 ετών, γονείς παιδιών ηλικίας 14 ετών και άνω, καθώς και βετεράνους, άτομα που μεγάλωσαν μέσω του συστήματος ανάδοχης φροντίδας και αστέγους. Οι πολιτείες καλούνται για πρώτη φορά να καλύψουν μέρος του κόστους των επιδομάτων και να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο διοικητικών δαπανών. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι περικοπές, αυστηρότερα κριτήρια ή ακόμα και απόσυρση ορισμένων πολιτειών από το πρόγραμμα.
Δυσκολότερη εκτιμάται ότι θα καταστεί και η κάλυψη μέσω του προγράμματος Obamacare. Η κατάργηση της αυτόματης ανανέωσης και οι αυστηρότερες διαδικασίες εγγραφής θα μπορούσαν να στερήσουν την ασφαλιστική κάλυψη από εκατομμύρια Αμερικανούς, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου.
Η απορρύθμιση δεν θα επηρεάσει μόνο όσους είναι εγγεγραμμένοι στα συγκεκριμένα προγράμματα. Τα νοσοκομεία, ιδιαίτερα σε φτωχές και αγροτικές περιοχές, προειδοποιούν ότι η μείωση της ομοσπονδιακής στήριξης μπορεί να οδηγήσει σε κλείσιμο μονάδων, περικοπές προσωπικού και υπηρεσιών. «Οι πραγματικές συνέπειες αυτών των περικοπών θα προκαλέσουν ανεπανόρθωτη ζημιά στην πρόσβαση στην περίθαλψη για όλους τους Αμερικανούς», προειδοποιεί ο Ρικ Πόλακ, διευθύνων σύμβουλος της Αμερικανικής Ένωσης Νοσοκομείων.
Οι αλλαγές επεκτείνονται και σε πολιτειακό επίπεδο. Οι νομοθέτες, αντιμέτωποι με τεράστιες περικοπές, θεωρείται ότι θα αναγκαστούν να λάβουν επώδυνες αποφάσεις: είτε μειώνοντας παροχές είτε περιορίζοντας τον αριθμό των δικαιούχων, είτε αναζητώντας περικοπές σε άλλους τομείς, όπως η παιδεία και οι υποδομές. Το νομοσχέδιο μειώνει το ύψος των φόρων που μπορούν να επιβάλλουν οι πολιτείες σε νοσοκομειακούς παρόχους -μία βασική πηγή εσόδων για το Medicaid-, ενώ τις επιφορτίζει με αυξημένο κόστος για τα κουπόνια τροφίμων.
Παρά τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση Τραμπ επιμένει ότι οι περικοπές δεν θα πλήξουν όσους πραγματικά έχουν ανάγκη. Υποστηρίζεται ότι οι περικοπές στο Medicaid δεν έχουν στόχο να πλήξουν τη συνολική κάλυψη, αλλά να εξαλείψουν «waste, fraud and abuse» - δηλαδή τη σπατάλη, την απάτη και την κατάχρηση. «Ο πρόεδρος Τραμπ δεσμεύτηκε να προστατεύσει το Medicaid και αυτό ακριβώς κάνει το Big, Beautiful Bill, αποκλείοντας παράτυπους μετανάστες, εισάγοντας λογικές απαιτήσεις εργασίας και εφαρμόζοντας βασικούς ελέγχους επιλεξιμότητας για την καταπολέμηση της απάτης», ανέφερε ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Κους Ντεσάι στο TIME.
Ωστόσο, οι επικριτές του νομοσχεδίου, φορείς, εμπειρογνώμονες και επαγγελματίες Υγείας, αμφισβητούν ότι τόσο η σπατάλη όσο και η απάτη είναι τέτοιας έκτασης που να δικαιολογούν αυτό το ύψος των περικοπών. Και η ανάλυση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου είναι σαφής: το νομοσχέδιο δεν περιορίζεται σε «απώλειες από απάτη ή σπατάλη», αλλά επιφέρει μια άνευ προηγουμένου συρρίκνωση ενός προγράμματος που στηρίζει περισσότερους από 70 εκατομμύρια Αμερικανούς με χαμηλό εισόδημα. Καταψηφίζοντας το νομοσχέδιο, ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τομ Τίλις προειδοποίησε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος παραπλανάται: «Οι άνθρωποι στον Λευκό Οίκο που συμβουλεύουν τον πρόεδρο, δεν του λένε την αλήθεια. Κύριε πρόεδρε, έχετε παραπληροφορηθεί», ανέφερε τονίζοντας το νομοσχέδιο, παραβιάζει την υπόσχεσή Τραμπ να μην αγγίξει το Medicaid.
Ειδικοί τονίζουν ότι είναι σχεδόν αδύνατο να περικοπεί σχεδόν 1 τρισ. δολάρια από το Medicaid χωρίς να επηρεαστεί συνολικά το σύστημα Υγείας. Το πρόγραμμα δεν είναι απλώς ένας μηχανισμός παροχής ασφάλισης σε μεμονωμένα άτομα. Αποτελεί βασικό χρηματοδοτικό πυλώνα για χιλιάδες δομές υγειονομικής περίθαλψης, δημόσιες και ιδιωτικές, ενώ στηρίζει και άλλους τομείς κοινωνικής πρόνοιας.
Η απώλεια αυτής της χρηματοδότησης δημιουργεί ένα ντόμινο συνεπειών: οικονομική αστάθεια για τους παρόχους, μείωση θέσεων εργασίας στον κλάδο της Υγείας, μείωση των εσόδων για τις τοπικές κοινότητες και, κυρίως, επιδείνωση της υγείας του πληθυσμού. Τα άτομα που δεν λαμβάνουν έγκαιρη ή συνεχή φροντίδα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξουν χρόνιες παθήσεις ή να καταλήξουν με επείγουσες καταστάσεις που θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί. Το Medicaid καλύπτει επίσης, μεταξύ άλλων, μακροχρόνια φροντίδα, υπηρεσίες ψυχικής υγείας, προγεννητική φροντίδα και επείγουσα περίθαλψη.
Ακόμη και άτομα που διατηρούν την ασφαλιστική τους κάλυψη μπορεί να βρεθούν χωρίς πρόσβαση σε φροντίδα. Νοσοκομεία, οίκοι ευγηρίας και άλλοι πάροχοι που λειτουργούν ήδη με ελάχιστα δημοσιονομικά περιθώρια προειδοποιούν για πιθανό κλείσιμο. Η οικονομική επιβίωσή τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πληρωμές του Medicaid. Εάν αυτές μειωθούν, η λειτουργία πολλών μονάδων καθίσταται μη βιώσιμη.
«Οι ηλικιωμένοι θα δυσκολευτούν να αντέξουν οικονομικά τη μακροχρόνια φροντίδα. Άτομα με αναπηρίες θα χάσουν κρίσιμη κάλυψη υγειονομικής περίθαλψης που τους επιτρέπει να εργάζονται και να ζουν ανεξάρτητα. Οι αγροτικές κοινότητες σε όλη την Αμερική θα αποδεκατιστούν από το κλείσιμο νοσοκομείων και άνθρωποι θα χάσουν τη ζωή τους», αναφέρει ο Ρίτσαρντ Μπρέσερ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ιδρύματος Robert Wood Johnson και πρώην υπηρεσιακός διευθυντής των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC). «Είναι αδιανόητο να βλέπουμε υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να προκαλούν σκόπιμα τόση ζημιά στους ανθρώπους που εκπροσωπούν», δηλώνει.
Ως προς την υποχρεωτική εργασία ως κριτήριο εγγραφής στο Medicaid, που οι εισηγητές του νομοσχεδίου προτάσσουν στο πλαίσιο εξάλειψης του «waste, fraud and abuse» και ως ζήτημα «προσωπικής ευθύνης», ο Φρεντ Ρικάρντι, πρόεδρος του Medicare Rights Center, επισημαίνει ότι το να θέτεις εμπόδια στην υγειονομική κάλυψη των ανθρώπων δεν ενισχύει τη δυνατότητά τους να εργαστούν, αλλά τους καθιστά πιο ευάλωτους. «Η υγεία κάποιου πρέπει να αποτελεί στήριγμα για εργασία, όχι εμπόδιο. Αντί να βοηθά τους ανθρώπους να εισέλθουν ή να παραμείνουν στην αγορά εργασίας, η απώλεια του Medicaid έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας, καθιστώντας δυσκολότερη την εύρεση εργασίας ή τη διατήρησή της», επισημαίνει.