Την ώρα που η αμερικανική οικονομία επιβραδύνεται λόγω του εμπορικού πολέμου, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί να υλοποιήσει μία από τις βασικές προεκλογικές του εξαγγελίες: τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, με στόχο τη μείωση των φόρων και των δημοσίων δαπανών.
Πρόκειται για το «μεγάλο, ωραίο νομοσχέδιο», όπως το έχει χαρακτηρίσει ο ίδιος, με πάνω από 1.000 σελίδες, που αναμένεται να διαμορφώσει την πορεία του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ για τα επόμενα χρόνια. Το νομοσχέδιο εγκρίθηκε με οριακή πλειοψηφία από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, αλλά η πιο απαιτητική διαδικασία έγκρισής του στη Γερουσία παραμένει σε εκκρεμότητα.
Παρά την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών (53 έναντι 47 Δημοκρατικών), αρκετοί γερουσιαστές του κόμματος εκφράζουν ενστάσεις και ζητούν τροποποιήσεις. Ο ίδιος ο Τραμπ εμφανίζεται πρόθυμος να κάνει περιορισμένες αλλαγές, αρκεί να μη θιγεί ο βασικός στόχος του ευνοϊκού φορολογικού περιβάλλοντος.
Η δημόσια αντίθεση του Ίλον Μασκ πυροδότησε περαιτέρω αντιδράσεις. Ο Μασκ χαρακτήρισε το νομοσχέδιο «αποκρουστικό» και προειδοποίησε ότι θα εκτοξεύσει ακόμη περισσότερο το δημοσιονομικό έλλειμμα, που έφτασε τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι, και το χρέος που έχει ξεπεράσει τα 36 τρισ.
Ο Μασκ, μέχρι τον Μάιο επικεφαλής του υπουργείου Κυβερνητικής Αποδοτικότητας (DOGE), είχε αναλάβει να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες. Οι απόψεις του συμμερίζονται και αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές που ζητούν αυστηρότερες περικοπές.
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει διατάξεις για την επέκταση υφιστάμενων φοροελαφρύνσεων, αλλά και νέες γενναίες εκπτώσεις όπως την αύξηση του ορίου φοροαπαλλαγών για τοπικούς φόρους από 10.000 σε 40.000 δολάρια για εισοδήματα έως 500.000 δολάρια. Το κόστος αυτής της ρύθμισης είναι υψηλό και εκτιμάται ότι θα υπάρξουν προσαρμογές για να περάσει από τη Γερουσία.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) εκτιμά πως η τελευταία εκδοχή του νομοσχεδίου θα οδηγήσει σε απώλεια εσόδων 3,7 τρισ. δολαρίων την επόμενη δεκαετία, ενώ οι περικοπές δαπανών θα αποφέρουν μόνο 1,2 τρισ. Ο Λευκός Οίκος απορρίπτει την εκτίμηση, υποστηρίζοντας ότι δε λαμβάνει υπόψη τα αναμενόμενα οφέλη από την οικονομική ανάπτυξη.
Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης περικοπές σε κοινωνικές δαπάνες, όπως αυστηρότερα κριτήρια για το Medicaid, κάτι που θα μπορούσε να στερήσει την ασφάλιση από περίπου 11 εκατομμύρια πολίτες. Επίσης, καταργεί επιδοτήσεις της «πράσινης» μετάβασης που θεσπίστηκαν από τον Μπάιντεν.
Αναλυτές εκτιμούν ότι, ακόμη και με την ψήφισή του, το νομοσχέδιο δε θα συγκρατήσει το χρέος, ενώ η απόδοση των 10ετών ομολόγων παραμένει άνω του 4%, επιβαρύνοντας το κόστος δανεισμού του αμερικανικού Δημοσίου.