Η συνθήκη Μολότοφ - Ρίμπεντροπ και ο μη πόλεμος ΕΣΣΔ - Γερμανίας

Η συνθήκη Μολότοφ - Ρίμπεντροπ και ο μη πόλεμος ΕΣΣΔ - Γερμανίας

Του Γιάννη Μαντζίκου

Στην δημοσιότητα δόθηκαν για πρώτη φορά, σκαναρισμένα, τα σοβιετικά έγγραφα του συμφώνου μη επίθεσης που συνομολόγησαν η Σοβιετική Ένωση και η ναζιστική Γερμανία το 1939, λίγες ημέρες πριν την έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Τα σαρωμένα έγγραφα αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο από το μη κερδοσκοπικό Ίδρυμα Ιστορικής Μνήμης της Ρωσίας, σε συνεργασία με το ιστορικό αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών. Μέχρι σήμερα η ιστορική έρευνα βασιζόταν σε φωτοαντίτυπα των γερμανικών κειμένων.

Η συνθήκη γνωστή και ως «Μολότοφ-Ρίμπεντροπ» από τα ονόματα των Υπουργών Εξωτερικών της Γερμανίας, Γιοακίμ φον Ρίμπεντροπ και Βιετσλαβλ Μολότοφ ουσιαστικά  επέτρεψε στο Γ' Ράιχ να εισβάλει στην Πολωνία και στην συνέχεια να στραφεί προς την δυτική Ευρώπη, δίχως να ανησυχεί για το ενδεχόμενο πολέμου σε δύο μέτωπα. Από την άλλη πλευρά, έδινε στην Μόσχα τον απαραίτητο χρόνο για να προετοιμασθεί σε περίπτωση που θα δεχόταν τελικά την γερμανική εισβολή. Το σύμφωνο περιείχε μυστικό πρωτόκολλο που διαιρούσε την Γηραιά Ήπειρο σε σφαίρες επιρροής, παραχωρώντας στο καθεστώς του Ιωσήφ Στάλιν τις τρεις βαλτικές χώρες, και την Φινλανδία, ενώ η Πολωνία θα έπρεπε να διαμελιστεί μεταξύ των δύο χωρών με σύνορα τους ποταμούς Νάρεφ, Βιστούλα και  Σαν.



Συνέπεια αυτών, ήταν η σοβιετική εισβολή στην Πολωνία να ξεκινήσει 16 μέρες μετά τη γερμανική εισβολή, με την Μόσχα να κατακτά τελικά την Ανατολική Πολωνία. Αυτό ήταν και το έναυσμα της λεγόμενης «Σφαγής του Κατύν» από τις δυνάμεις του Στάλιν που διήρκεσε μέχρι τον Μάιο του 1940.

Ο Στάλιν, όπως έγραφε ο τότε σοβιετικός πρεσβευτής στο Λονδίνο Ιβάν Μαΐσκι «έβλεπε δύο αντιπάλους, στο Βερολίνο και στο Λονδίνο, δεν ήξερε ποιος από τους δύο είναι πιο επικίνδυνος και τελικώς έκρινε ότι η Αγγλία και η Γαλλία ήταν εκείνες με τις οποίες έπρεπε να συνεργαστεί ακόμη και στρατιωτικά». Παρόλα αυτά, όπως αποκαλύπτει η νεότερη ιστορική έρευνα, η στροφή του Σοβιετικού ηγέτη προς τον Αδόλφο Χίτλερ ήλθε, αφότου έχασε κάθε εμπιστοσύνη στους Δυτικούς συμμάχους και στην προοπτική σύναψης αντι-ναζιστικής συμμαχίας από το Μάρτιο του 1938.

Επηρεασμένος από την ιστορικά κακή εμπειρία των Μπολσεβίκων στις σχέσεις με το Λονδίνο και το Παρίσι, ο σοβιετικός ηγέτης είχε συμπεράνει το αργότερο την άνοιξη του 1939 πως οι εταίροι δεν ήταν φερέγγυοι συνομιλητές και ήθελαν να μετατρέψουν την ΕΣΣΔ σε κυματοθραύστη - θύμα της Βέρμαχτ. Σε λόγο του στις 10 Μαρτίου 1939 με τον οποίο κατηγόρησε την Αγγλία και τη Γαλλία για την ανεκτική στάση τους προς τους χιτλερικούς προειδοποίησε ότι δεν ήταν εκείνος που «θα έβγαζε τα κάστανα από τη φωτιά» για να ικανοποιήσει τους Αγγλογάλλους. 

Στις αρχές Μαΐου του 1939, οι χιτλερικοί στέλνουν ένα κατευθείαν μήνυμα στο Κρεμλίνο. Ο πρεσβευτής τους στη Μόσχα Φον Σούλεμπουργκ συναντά σε μια δεξίωση τον υφυπουργό Εξωτερικών Ποτέμκιν και του «υπενθυμίζει» ότι μόλις πριν από δέκα χρόνια οι δύο χώρες είχαν «στενές φιλικές σχέσεις». Στις 20 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, ο Χίτλερ, ο οποίος είχε ήδη καθορίσει την 1η Σεπτεμβρίου ως ημέρα επίθεσης στην Πολωνία, στέλνει τηλεγράφημα προσωπικά στον Στάλιν ζητώντας την έγκρισή του να έρθει στη Μόσχα  να εκθέσει τις γερμανικές απόψεις ο υπουργός Φον Ρίμπεντροπ. Έτσι στις 23 Σεπτεμβρίου 1939, υπογράφεται η συνθήκη γνωστή και ως «Μολότοφ-Ρίμπεντροπ» που έμεινε στην ιστορία.