Η φάρσα της Ζαχάροβα, όταν η προπαγάνδα απογυμνώνεται

Η φάρσα της Ζαχάροβα, όταν η προπαγάνδα απογυμνώνεται

Υπάρχει μια στιγμή κατά την οποία η προπαγάνδα παύει να είναι επικίνδυνη και γίνεται απλώς γελοία, και σε αυτήν τη στιγμή ακριβώς βρισκόμαστε με τις τελευταίες δηλώσεις της Μαρίας Ζαχάροβα, επίσημης εκπροσώπου του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών.

Η κυρία αυτή, σε μια φρενήρη εκστρατεία αθλιότητας, αποφάσισε να κατηγορήσει δημοσίως τρεις Ευρωπαίους ηγέτες, τον Εμανουέλ Μακρόν, τον Κιρ Στάρμερ και τον Φρίντριχ Μέρτς, ότι είναι «ναρκομανείς» και ως εκ τούτου «ακατάλληλοι να κυβερνούν».

Πρόκειται για μία απολύτως αβάσιμη και χυδαία επίθεση, η οποία δεν αποκαλύπτει μόνο την προϊούσα αποσύνθεση του ρωσικού καθεστώτος τόσο σε επίπεδο λογικής συνοχής όσο και ηθικής στάθμης, αλλά αντανακλά και τον βαθύ υπαρξιακό φόβο που γεννά, στο εσωτερικό του καθεστώτος Πούτιν, η ανθεκτικότητα και η επιβίωση του ευρωπαϊκού δημοκρατικού ιδεώδους.

Οι ισχυρισμοί της Μαρίας Ζαχάροβα δεν συνιστούν μεμονωμένη έκφραση προσωπικών παρορμήσεων, αλλά την επίσημη θέση ενός καθεστωτικού μηχανισμού, ο οποίος ενσωματώνει την προπαγάνδα στον θεσμικό του πυρήνα. Όταν το ρωσικό κράτος κατηγορεί άλλους ηγέτες για χρήση ναρκωτικών, δεν το κάνει γιατί πιστεύει στη διαφάνεια. Το κάνει διότι ο μόνος τρόπος να πολεμήσει τη δημοκρατία είναι να τη σπιλώσει, να τη γελοιοποιήσει, να την εμφανίσει ως διεφθαρμένη και σάπια.

Όπως κάθε αυταρχισμός, έτσι και ο ρωσικός, δεν αντέχει το ανεπιτήδευτο είδωλο της αλήθειας· γι’ αυτό και επιστρατεύει έναν παραμορφωτικό καθρέφτη, μέσα από τον οποίο διαστρεβλώνει τον κόσμο, όχι μόνο για τους άλλους αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό, ώστε να μην υποχρεωθεί να αντικρίσει το ίδιο το πραγματικό του πρόσωπο.

Το ερώτημα, βεβαίως, δεν είναι τι λέει η Ζαχάροβα. Το πραγματικά ανησυχητικό γεγονός είναι πόσοι σπεύδουν στη Δύση να την αναπαράγουν. Από αφέλεια; Από ιδεολογική τύφλωση; Από αντικοινωνική εχθρότητα προς τους θεσμούς; Όποιο κι αν είναι το κίνητρο, η αναμετάδοση τέτοιων ισχυρισμών είναι πολιτισμική μειοδοσία.

Ο Εμανουέλ Μακρόν είναι πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας και προέρχεται από μια πολιτική τάξη που υπόκειται σε εξονυχιστικό έλεγχο. Ο Κιρ Στάρμερ είναι πρώην γενικός εισαγγελέας του Ηνωμένου Βασιλείου και από τους πιο αυστηρούς νομικούς της γενιάς του. Ο Φρίντριχ Μερτς είναι αρχηγός της CDU, της παραδοσιακής χριστιανοδημοκρατικής δεξιάς της Γερμανίας. Οποιαδήποτε υπόνοια για χρήση ναρκωτικών από πολιτικούς τέτοιου βεληνεκούς, αν υπήρχε έστω κόκκος αλήθειας, θα είχε προκαλέσει εσωτερικό πολιτικό σεισμό στις χώρες τους.

Αλλά τίποτε δεν υπαινίσσεται κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχουν ενδείξεις, δεν υπάρχουν ιατρικά στοιχεία, δεν υπάρχουν μαρτυρίες, δεν υπάρχουν έρευνες. Υπάρχει μονάχα ο ισχυρισμός μιας κρατικής λειτουργού, εκπροσώπου ενός καθεστώτος που εχθρεύεται τη δημοσιογραφία, περιφρονεί την αλήθεια και απορρίπτει τις αρχές της δημοκρατίας. Κι όμως, παρά την προφανή της αναξιοπιστία, δεν είναι λίγοι εκείνοι που, στη Δύση, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα περιθωριακά δίκτυα παραπληροφόρησης, σπεύδουν να αναπαραγάγουν άκριτα τους ισχυρισμούς της, προσδίδοντάς τους την επίφαση πραγματικής είδησης.

Το μοτίβο είναι γνωστό. Η Ρωσία, όταν θέλει να υπονομεύσει κάποιον, τον δυσφημεί προσωπικά. Δεν επιτίθεται στις πολιτικές του, αλλά στην ηθική του, στον τρόπο ζωής του, στην αξιοπιστία του. Από τον Ναβάλνι που «δηλητηριάστηκε από μόνος του», μέχρι τους Ευρωπαίους που «κυβερνούν υπό την επήρεια», η στρατηγική είναι σαφής, γελοιοποίηση, αμφισβήτηση, ηθική εξόντωση.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η στρατηγική δουλεύει, όσο της το επιτρέπουμε. Όσο αντιμετωπίζουμε τέτοιες δηλώσεις με χιουμοριστική ελαφρότητα, όσο «παίζουμε το παιχνίδι του Πούτιν», τόσο ριζώνει η δυσπιστία στους θεσμούς, τόσο εκχωρούμε έδαφος στον αυταρχισμό.

Η Ζαχάροβα λέει αυτά που λέει επειδή γνωρίζει ότι κανείς δεν μπορεί να την αγγίξει. Ο ρωσικός αυταρχισμός έχει θρέψει μια γενιά κρατικών αξιωματούχων που λειτουργούν ως τρόλ με διπλωματικό περίβλημα. Η έλλειψη αντιδράσεων είναι ακριβώς ο λόγος που τέτοιες δηλώσεις πολλαπλασιάζονται. Η Ευρώπη πρέπει να πάψει να είναι θεατής και, να καταστεί δυναμικός υπερασπιστής του κύρους της.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι ανοιχτοί στην κριτική, και ορθώς. Υπόκεινται σε εκλογές, σε δημοσιογραφικό έλεγχο, σε κοινοβουλευτική λογοδοσία. Ούτε τέλειοι είναι, ούτε αλάθητοι. Αλλά έχουν την πολιτική νομιμοποίηση που κανείς Πούτιν και καμμιά Ζαχάροβα δεν διαθέτουν. Εκλέγονται. Δεν τοποθετούνται. Διοικούν θεσμικά. Δεν εξουσιάζουν δικτατορικά. Και κυρίως, δεν χρειάζεται να προσβάλουν τους αντιπάλους τους για να τους κερδίσουν. Τους αντιμετωπίζουν με επιχειρήματα, όχι με λάσπη.

Στις πλέον ωμές της εκφάνσεις, η ρωσική προπαγάνδα απογυμνώνεται και φανερώνει το αληθινό της πρόσωπο, δεν είναι παντοδύναμη, είναι τρομαγμένη. Τρέμει τη διαφάνεια, αποστρέφεται τη λογοδοσία, και καταρρέει όταν βρεθεί αντιμέτωπη με ένα πολιτειακό περιβάλλον όπου η νομιμοποίηση της εξουσίας απορρέει από την ελεύθερη βούληση των πολιτών και όχι από τον καταναγκασμό ή την καλλιέργεια φόβου.

Κατασκευάζει φανταστικούς εχθρούς, ακριβώς επειδή αδυνατεί να πολεμήσει την πραγματικότητα· στοχοποιεί ηγέτες όχι για τα έργα τους, αλλά για το γεγονός ότι ενσαρκώνουν τη βούληση ελεύθερων κοινωνιών.

Απέναντι σε αυτήν την καθεστωτικά ενορχηστρωμένη φάρσα, δεν απαιτούνται συναισθηματικοί παροξυσμοί ούτε ρητορικές εξάρσεις. Αρκεί η αλήθεια, ψύχραιμη, τεκμηριωμένη, αδυσώπητη, όχι μόνο ως αντίδοτο στην επιθετικότητα του ρωσικού αυταρχισμού, αλλά και ως εργαλείο αυτογνωσίας.

Διότι η ελευθερία σπανίως συντρίβεται από μετωπικές συγκρούσεις· φθείρεται εκ των έσω, κάθε φορά που υποκαθιστούμε την εγρήγορση με τη βολική αδιαφορία, κάθε φορά που συγκατανεύουμε σιωπηλά στη διαστρέβλωση, στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης ουδετερότητας ή μιας εφησυχασμένης συνείδησης.