Η αποφασιστική αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στη δράση των Χούθι
AP
AP
Μέση Ανατολή

Η αποφασιστική αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στη δράση των Χούθι

Πριν από λίγες ημέρες, συμπληρώθηκαν τέσσερις μήνες από την αποτρόπαια δολοφονική επιχείρηση της τρομοκρατικής (για τα περισσότερα κράτη της Δύσης) οργάνωσης της Χαμάς εις βάρος (κατά βάση ανυποψίαστων) πολιτών του Ισραήλ. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε την έναρξη μίας μεγάλης κρίσης στην εύφλεκτη περιοχή της Μ. Ανατολής, το τέλος της οποίας δεν είναι ακόμη ορατό.

Οι τρομοκράτες της Χαμάς μετέφεραν 220 ομήρους στη Λωρίδα της Γάζας, τους οποίους χρησιμοποιούν ως διαπραγματευτικό χαρτί. Από την άλλη πλευρά, το στρατιωτικά υπέρτερο Ισραήλ έδωσε στους Παλαιστινίους αμάχους τρεις εβδομάδες διορία για να μετακινηθούν από τη βόρεια Λωρίδα της Γάζας και κατόπιν ξεκίνησε μία μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση.

Παρά τις μεγαλοστομίες διαφόρων ηγετών ορισμένων αραβικών κρατών, ουδείς τόλμησε να αντιπαρατεθεί απευθείας με τους Ισραηλινούς. Οι ηγέτες του Ιράν, κράτους που διεκηρυγμένος στόχος του είναι η καταστροφή του Ισραήλ, προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τρίτους για να πλήξουν το «σιωνιστικό καθεστώς», δημιουργώντας τον λεγόμενο «άξονα αντίστασης». Αυτός απαρτίζεται από

α. τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο,

β. τις σιϊτικές οργανώσεις της Συρίας και του Ιράκ και

γ. τους αντάρτες Χούθι στην Υεμένη. Εξ όλων των προαναφερθέντων, οι τελευταίοι απεδείχθησαν οι πλέον χρήσιμοι. Οι Χούθι κατέχουν ένα μεγάλο τμήμα της επικράτειας της Υεμένης, το οποίο περιλαμβάνει σημαντικές παράκτιες περιοχές στον κόλπο του Άντεν και στην είσοδο της Ερυθράς Θάλασσας.

Εκμεταλλεύτηκαν, λοιπόν, την προνομιακή γεωγραφική τους θέση για να πλήξουν αρκετά πλοία Δυτικών συμφερόντων (μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και ορισμένα ελληνόκτητα), τα περισσότερα εκ των οποίων είχαν προορισμό λιμένες του Ισραήλ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εκτοξευτούν κατά 250%, τα ασφάλιστρα όσων πλοίων είχαν για προορισμό το Ισραήλ, κλονίζοντας σοβαρά την οικονομία του τελευταίου.

Επιπλέον, όμως, οδήγησαν πολλές εταιρείες μεταφορών (Maersk, Hapag Lloyd κ.α.) αλλά και πετρελαϊκούς κολοσσούς (BP) να συστήσουν στα πλοία τους, όπως κάνουν τον περίπλου της Αφρικής. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη επιβάρυνση στο κόστος μεταφοράς και φυσικά πληθωριστικές πιέσεις, που απειλούν την εύθραυστη παγκόσμια οικονομία. Αυτό συμβαίνει σε μία περίοδο κατά την οποία αυτή προσπαθεί να επιτύχει αναιμικούς έστω δείκτες ανάπτυξης, μετά τη λαίλαπα του κορονοϊού.

Η Ουάσινγκτον και το Λονδίνο απεφάσισαν να αντιδράσουν και προχώρησαν σε στοχευμένες επιθέσεις κατά βάσεων εκτόξευσης πυραύλων και drones, καθώς και εναντίον άλλων στόχων στην Υεμένη. Έως τώρα, τα αποτελέσματα είναι μάλλον πενιχρά, καθώς οι Χούθι, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες των Ιρανών εκπαιδευτών τους, έχουν διασπείρει τον οπλισμό τους. Επιπλέον, οι επιθέσεις αυτές αύξησαν τη δημοτικότητα των ανταρτών της Υεμένης, σε μία χώρα η οποία μαστίζεται από φτώχεια, ανεργία και πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της.

Είναι αμφίβολο κατά πόσον τα δύο προαναφερθέντα αγλλοσαξονικά κράτη θα συνεχίσουν τις πολυδάπανες επιχειρήσεις τους, καθώς οι κυβερνήσεις τους βρίσκονται σε μία άτυπη προεκλογική περίοδο, ενώ η λαϊκή δυσαρέσκεια κατά του Ισραήλ διογκώνεται στο εσωτερικό τους.

Το τελευταίο απεφάσισε να βρει έναν άλλον τρόπο αντίδρασης, θέλοντας να μειώσει άμεσα τις οικονομικές επιπτώσεις από τη δράση των Χούθι. Τα πλοία που μεταφέρουν εμπορεύματα προς αυτό κατευθύνονται πλέον προς τον λιμένα του Ντουμπάϊ στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Από εκεί, έχει δημιουργηθεί ένας χερσαίος διάδρομος μέσω Σαουδικής Αραβίας και Ιορδανίας με τελικό προορισμό το Ισραήλ. Υπενθυμίζεται ότι το Ριάντ ήταν έτοιμο να εξομαλύνει πλήρως τις σχέσεις του με το Τελ Αβίβ, την παραμονή του τρομοκρατικού πλήγματος της 7ης Οκτωβρίου.

Επίσης, το Αμμάν δεν επιθυμεί την παράταση της υπάρχουσας κρίσης, ενδεχόμενο που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνική συνοχή του (καθώς «φιλοξενεί» χιλιάδες Παλαιστινίων στο έδαφός του) και την ασφάλεια του ιδίου του καθεστώτος. Άλλωστε, συχνές ήταν οι απόπειρες δολοφονίας κατά του Βασιλιά Χουσεΐν της Ιορδανίας, πατέρα του σημερινού μονάρχη Αμπντάλα Β΄, με δράστες Παλαιστινίους, στον σύντομο βίο του Χασεμιτικού βασιλείου.

Η λύση που βρήκαν οι Ισραηλινοί μπορεί να μην είναι τέλεια αλλά σίγουρα ακυρώνει στην πράξη έναν από τους στόχους της Τεχεράνης, που ήταν να πληγεί η οικονομία του «σιωνιστικού κράτους». Επομένως, ενδεχόμενη συνέχιση της δράσης των Χούθι κινδυνεύει να διαταράξει τις σχέσεις του Ιράν με σημαντικούς οικονομικούς εταίρους του.

Ως γνωστόν, ο βασικός εξοπλισμός των ιρανικής κατασκευής drones προέρχεται από την Κίνα. Πρόσφατα δε, Κινέζοι αξιωματούχοι διεμήνυσαν στο Ιράν να περιορίσει τη δράση των ανταρτών της Υεμένης, καθώς πλήττονται άμεσα ζωτικά τους συμφέροντα εφ’ όσον από τη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή περνάει ένα μεγάλο μέρος των κινεζικών προϊόντων προς τη Δύση.

Η Τεχεράνη αποκομίζει τεράστια οικονομικά (και όχι μόνον) οφέλη από τις πωλήσεις των όπλων αυτών στη Ρωσία, η οποία τα χρησιμοποιεί κατά κόρον στον πόλεμο στην Ουκρανία Εάν σταματήσει ή καθυστερήσει η κατασκευή τους, οι συνέπειες για την Τεχεράνη θα είναι σοβαρές και σίγουρα δυσανάλογες από την επιβράδυνση της οικονομίας των Δυτικών. Επιπλέον, και Ινδοί αξιωματούχοι μετέβησαν στο Ιράν, προ δύο εβδομάδων.

Το μήνυμα που μετέφεραν στους «μουλάδες» ήταν πως η συνέχιση της δράσης των Χούθι πλήττει άμεσα και δικά τους συμφέροντα. Γι’ αυτό και πρέπει να σταματήσει το ταχύτερο δυνατόν. Η ηγεσία του Ιράν βρίσκεται πλέον ενώπιον ενός σοβαρού διλήμματος, καθώς στο μόνο που μπορεί να προσβλέπει είναι στον περαιτέρω κλονισμό των σχέσεων του Ισραήλ με τους Δυτικούς εταίρους και συμμάχους του λόγω και της (συχνά μεροληπτικής) δράσης των ΜΜΕ.

Σίγουρα, οιαδήποτε πρόβλεψη για το μέλλον είναι παρακινδυνευμένη. Μολαταύτα, είναι μάλλον ή ήττον βέβαιον ότι σχεδόν ουδείς επιθυμεί τη διάχυση της κρίσης στη Μ. Ανατολή. Οι συνέπειες ενός τέτοιου ενδεχομένου μπορεί να είναι απρόβλεπτες για την περιφερειακή και την παγκόσμια ασφάλεια. Ο μόνος που μπορεί να επιχαίρει είναι ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος είδε τα φώτα της παγκοσμίου δημοσιότητος να φύγουν από τον πόλεμο, που ο ίδιος εν πολλοίς προκάλεσε, στην Ουκρανία και να στρέφονται στη Μ. Ανατολή.

Η δε πρόσφατη, άριστα σκηνοθετημένη για τους αφελείς, συνέντευξή του προς τον γνωστό φιλο-Τραμπικό δημοσιογράφο Τάκερ Κάρλσον, προσπάθησε να περάσει στη Δύση το μήνυμα μίας ισχυρής Ρωσσίας, η οποία είναι ανίκητη στο πεδίο της μάχης και με την οποία αργά ή γρήγορα θα πρέπει η Ουάσινγκτον να διαπραγματευθεί. Μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου, όμως, πάγια θέση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι η μη αναγνώριση στη Ρωσία της θέσης του ισότιμου συνομιλητή και της υπερδύναμης, που κατείχε η πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση. Θα αλλάξει αυτό υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων; Οψόμεθα…

*Δρ. Ιωαν. Σ. Παπαφλωράτος, Νομικός-Διεθνολόγος, καθηγητής στρατιωτικών σχολών