Κάθε πρόεδρος πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο – και ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση προσωπικής παντοδυναμίας από τους πρόσφατους προκατόχους του. Αλλά τα πράγματα δεν πηγαίνουν και τόσο καλά για τον 47ο πρόεδρο.
Ο Τραμπ μπορεί να εκφοβίζει τους μεγιστάνες της τεχνολογίας για να ευθυγραμμιστούν ή χρησιμοποιεί την κυβερνητική εξουσία για να πιέσει θεσμούς όπως το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ή δικαστές, αλλά κάποιοι παγκόσμιοι ηγέτες είναι πιο δύσκολο να υποκύψουν.
Συνεχίζει να αγνοείται και να ταπεινώνεται από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος αψηφά την αμερικανική προσπάθεια να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία. Τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν πλέον τον Τραμπ ως τον «σκληρό στις δηλώσεις», που πάντα υποχωρεί και δεν επιβάλλει ποτέ συνέπειες.
Ο πρόεδρος πίστευε επίσης ότι θα μπορούσε να διαμορφώσει την Κίνα σύμφωνα με τη θέλησή του, αντιμετωπίζοντας τον Σι Τζινπίνγκ σε έναν εμπορικό πόλεμο. Αλλά παρεξήγησε την κινεζική πολιτική. Το μόνο πράγμα που ένας αυταρχικός ηγέτης στο Πεκίνο δεν μπορεί ποτέ να κάνει είναι να υποκύψει σε έναν Αμερικανό πρόεδρο.
Όπως και με την Κίνα, ο Τραμπ υποχώρησε στον εμπορικό του πόλεμο με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη συνέχεια, ο σχολιαστής των Financial Times, Ρόμπερτ Άρμστρονγκ, εξόργισε τον πρόεδρο επινοώντας τον όρο TACO trade – «Trump Always Chickens Out» (σ.σ. Ο Τραμπ πάντα το βάζει στα πόδια).
Όλοι πίστευαν ότι ο Τραμπ θα ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένος με τον Μπενιαμίν Νετανιάχου. Εξάλλου, στην πρώτη του θητεία του πρόσφερε σχεδόν ό,τι ήθελε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός. Όμως τώρα, που προσπαθεί να μεσολαβήσει για ειρήνη στη Μέση Ανατολή, ο Τραμπ διαπιστώνει ότι η παράταση της σύγκρουσης στη Γάζα είναι ζήτημα πολιτικής επιβίωσης για τον Νετανιάχου, όπως ακριβώς είναι και η Ουκρανία για τον Πούτιν.
Και η φιλοδοξία του Τραμπ να επιτύχει μια νέα πυρηνική συμφωνία με το Ιράν προκαλεί απογοήτευση στο Ισραήλ, καθώς έρχεται σε σύγκρουση με τα σχέδια του Τελ Αβίβ να εκμεταλλευτεί τη στρατηγική αδυναμία της Ισλαμικής Δημοκρατίας για να επιτεθεί στρατιωτικά στους πυρηνικούς της αντιδραστήρες.
Mετά τις προσπάθειες του Τραμπ να ταπεινώσει τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι και τον Νοτιοαφρικανό πρόεδρο Σίριλ Ραμαφόσα στον Λευκό Οίκο, η έλξη της Ουάσινγκτον έχει αρχίσει να φθίνει.
Ο Τραμπ πέρασε μήνες στην προεκλογική εκστρατεία πέρυσι καυχιόμενος ότι οι «πολύ καλές σχέσεις» του με τον Πούτιν ή τον Σι θα έλυναν μαγικά τα βαθιά γεωπολιτικά και οικονομικά προβλήματα ανάμεσα στις παγκόσμιες δυνάμεις, προβλήματα που μπορεί να είναι και άλυτα.
Δεν είναι, όμως, ο πρώτος Αμερικανός ηγέτης που υπέκυψε σε τέτοιες αυταπάτες. Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους είχε δηλώσει δημοσίως ότι κοίταξε στα μάτια του Πούτιν και «ένιωσε την ψυχή του». Ο Μπαράκ Ομπάμα απαξίωνε τη Ρωσία ως μια φθίνουσα περιφερειακή δύναμη και κάποτε χαρακτήρισε τον Πούτιν ως «το βαριεστημένο παιδί στο πίσω μέρος της τάξης». Ωστόσο, αυτό δεν πήγε τόσο καλά εν τέλει, όταν το «βαριεστημένο παιδί» προσάρτησε την Κριμαία.