Βρετανία: Ένας χρόνος κυβέρνηση Στάρμερ
AP Newsroom
AP Newsroom
DW

Βρετανία: Ένας χρόνος κυβέρνηση Στάρμερ

Πώς μπορεί κάποιος να χωρέσει σε μια ανάλυση 359 ημέρες ενός κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία; Είναι κάτι που συνηθίζεται όχι μόνο από τους αναλυτές, αλλά και από τον κόσμο ή την εκάστοτε κυβέρνηση που θέλει να κάνει την αυτοκριτική της.

Τόσες ημέρες έχουν περάσει από την 4η Ιουλίου του 2024, όταν το Εργατικό Κόμμα (Labour Party) εξασφάλισε ένα από τα ιστορικότερα αποτελέσματα εθνικών εκλογών για το Ηνωμένο Βασίλειο, με 412 έδρες  - από τις συνολικά 650 του βρετανικού κοινοβουλίου - να περνούν σε «εργατικά» χέρια. Η νίκη αυτή ήταν σαρωτική ενάντια στο Συντηρητικό Κόμμα (Tory Party), το οποίο βρισκόταν 14 χρόνια στην εξουσία.

Όμως αυτό σήμαινε παράλληλα ότι το Εργατικό Κόμμα έπρεπε να έρθει σε επαφή με κάτι που για χρόνια είχε ξεχάσει: τη διακυβέρνηση μιας χώρας. Σήμερα, πολυάριθμα άρθρα αναλύσεων και γνώμης προσπαθούν να κάνουν αυτόν τον απολογισμό. Το συμπέρασμα όμως δεν είναι τόσο επιεικές ούτε για το κόμμα, ούτε για τον ηγέτη του και πρωθυπουργό της χώρας, Κιρ Στάρμερ.

Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν τις φτωχές επιδόσεις

Οι δημοσκοπήσεις συχνά, και ιδιαιτέρως όταν οι ερωτηθέντες δεν απαντούν με το διακύβευμα ενός αποτελέσματος -όπως οι εθνικές εκλογές- τείνουν να είναι ένας σημαντικός δείκτης για την επίδοση μιας κυβέρνησης.

Για παράδειγμα χαρακτηριστική είναι εκείνη του YouGov. Η μεγαλύτερη εταιρεία δημοσκοπήσεων για το Ηνωμένο Βασίλειο δείχνει ότι η πρόθεση ψήφου για το Εργατικό Κόμμα βρίσκεται πλέον στο 23%, πίσω από το λαϊκιστικό κόμμα του Φάρατζ, Reform UK, που συγκεντρώνει το 26%. Σε παρόμοια δημοσκόπηση της ίδιας εταιρείας, όπου συμμετείχαν περισσότεροι από 10.000 Βρετανοί, φαίνεται ότι οι ψηφοφόροι του Εργατικού Κόμματος μετακυλούν σε άλλα κόμματα, όπως εκείνα του Φάρατζ (Reform UK), των Φιλελευθέρων (Lib Dems) ή των Πρασίνων (Green Party).

Αυτή την αλλαγή κυρίως πυροδότησαν εσωτερικά ζητήματα. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, αυτά είναι κυρίως η αθέτηση των προεκλογικών υποσχέσεων, ενώ ακολουθούν η κατάσταση που βρίσκεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS), αλλά και η μη βελτίωση του κόστους ζωής, που δυσκολεύει διαρκώς τους κατοίκους του μεγάλου αυτού νησιωτικού έθνους.

Αυτό επιβεβαιώνεται από παράλληλη δημοσκόπηση του Politico, η οποία δείχνει τη δημοτικότητα του Στάρμερ να καταποντίζεται στο 23%, με το 62% του πληθυσμού να βλέπει αρνητικά τον Βρετανό πρωθυπουργό. Είναι μια τεράστια αλλαγή από το 61% που βρισκόταν η δημοτικότητα Στάρμερ, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία.

Στον ίδιο τόνο και δημοσκόπηση για λογαριασμό της Telegraph, η οποία περιγράφει παρόμοια εικόνα, με το 49% των ερωτηθέντων να θεωρεί ότι ο Στάρμερ δεν θα ολοκληρώσει καν την θητεία του.

Εξωτερική πολιτική: Λεπτές ισορροπίες

Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής τώρα, ο Βρετανός πρωθυπουργός δείχνει να τα καταφέρνει λίγο καλύτερα. Ο έμφυτος διπλωματικός χαρακτήρας του Κιρ Στάρμερ φαίνεται πως διατηρεί τις ισορροπίες μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών. Άλλωστε οι δύο αυτές μεγάλες δυνάμεις είναι ζωτικής σημασίας για την ισχυροποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

Από τη μια, πλησιάζει όσο ποτέ άλλοτε την ΕΕ μετά το Μπρέξιτ, με την επίτευξη ξεχωριστών διμερών συμφωνιών, και όχι μόνο. Παράλληλα, η επανεκκίνηση των σχέσεων με το μπλοκ είναι πλέον υπαρκτή, καθώς ήταν κάτι που είχε ξεκαθαρίσει στην προεκλογική του εκστρατεία.

Όμως το αντίπαλο δέος είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν δείχνει να έχει και τις καλύτερες προθέσεις για την ευρωπαϊκή συμμαχία, όμως κρατάει μια πιο ήπια στάση προς τον διαχρονικό σύμμαχο και φίλο, το Ηνωμένο Βασίλειο.

Ο Βρετανός πρωθυπουργός Στάρμερ φαίνεται πως έχει κερδίσει τη συμπάθεια του Αμερικανού προέδρου, «γλυτώνοντας», για παράδειγμα, κάποιους από τους δασμούς Τραμπ. Γι' αυτό και αποφεύγει να μπλεχτεί ανάμεσα στις αντιπαραθέσεις μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ ή να κάνει μια ξεκάθαρη επιλογή προτίμησης.

Πόσο εύκολη είναι όμως η διατήρηση αυτής της ισορροπίας; Στο ταραχώδες γεωπολιτικό σκηνικό που επικρατεί, η προσπάθεια μια χώρας να ενεργήσει σαν γέφυρα μεταξύ των άλλων είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι, ιδιαίτερα όταν ο βασικότερος παίκτης είναι ο απρόβλεπτος Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και όταν όλες οι χώρες έχουν να αναμετρηθούν πρώτα με τους δικούς τους ψηφοφόρους.

Πηγή: DW