Το μίσος

«Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ' άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω. Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει. Είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε».

Ναζίμ Κιχμέτ

Οι στίχοι αυτοί του Τούρκου ποιητή, μου ήρθαν στο νου μόλις διάβασα την είδηση για την αγελαία επίθεση δεκάδων εφήβων κατά ενός ζευγαριού αντρών στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Στη Θεσσαλονίκη γεννήθηκα και μεγάλωσα και πέρασα τη μισή μου ζωή. Έχω φίλους, συγγενείς, γνωστούς, συναδέλφους. Συνομιλώ τακτικά μαζί τους προσπαθώντας να κρατήσω -όσο γίνεται- επαφή με τη γενέθλια πόλη μου.

Εδώ και χρόνια μου περιγράφουν την κατάσταση, η οποία παρουσιάζει μία δυναμική που τείνει να την κάνει ανεξέλεγκτη. Έφηβοι και νέοι από συγκεκριμένες συνοικίες της πόλης, αντιμετωπίζοντας όλα τα προβλήματα της εφηβείας και της αναζήτησης ταυτότητας, σχηματίζουν ομάδες (συμμορίες είναι το σωστό) και επιδίδονται σε πράξεις τυφλής βίας. Αν χθες στόχος τους ήταν τα τρανς άτομα, αύριο μπορεί κάλλιστα να είναι μία κοπέλα με παράξενο χρώμα μαλλιών ή ασυνήθιστο κούρεμα, το μπαστούνι ενός μεσήλικα που κάνει βόλτα στο πάρκο ή στην παραλία, αφορμή θα βρίσκουν πάντα, ζώντας μέσα σε ένα στενάχωρο σύμπαν macho στερεοτύπων και φαντασιώσεων, ακροδεξιών κηρυγμάτων και συνομωσιολογικών θεωριών περί υπεροχής και υποταγής.

Από πολύ μικρή ηλικία έχουν μάθει καλά ένα πράγμα: να μισούν. Να μισούν οτιδήποτε δεν ταιριάζει στο προκατασκευασμένο είδωλο ενός κόσμου, όπου οι ίδιοι είναι κυρίαρχοι, όχι λόγω αξιοσύνης, αλλά επειδή ακριβώς λειτουργούν ως αγέλες και επιλέγουν τα θύματα τους, βασισμένοι στην αριθμητική τους υπεροχή. Το ποιος του το δίδαξε είναι κάτι που σηκώνει μεγάλη συζήτηση.

Ποιος φταίει για όλα αυτά; Η απάντηση είναι δύσκολη και σίγουρα δεν επιδέχεται μονομερή ερμηνεία. Σίγουρα φταίει η οικογένεια και το ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον, σίγουρα φταίει και το εκπαιδευτικό σύστημα με τις γνωστές του παθογένειες, σίγουρα φταίει και η γενικευμένη αίσθηση ατιμωρησίας και η επίκληση του νεαρού της ηλικίας, σίγουρα φταίει και το γεγονός πως κανείς από τους δράστες δεν καταδικάζεται όχι σε φυλάκιση (αν τους στείλουμε φυλακή, θα βγουν επιστήμονες - εγκληματίες), αλλά και μακρόχρονη προσφορά κοινωνικής εργασίας, όπως καθαρισμός των οδών, η διακομιδή των σκουπιδιών και άλλα χρήσιμα κι επωφελή για το κοινωνικό σύνολο.

Υπάρχουν ειδικοί επιστήμονες, υπάρχουν πανεπιστημιακές σχολές, ινστιτούτα που ασχολούνται με τα φαινόμενα βίας. Αυτοί γνωρίζουν καλύτερα τις αιτίες και τα συμπτώματα, καθώς και συγκεκριμένες πολιτικές ή προγράμματα περιορισμού της βίας.

Μέχρι να συμβεί, όμως, αυτό, σε μία ανοιχτή, δημοκρατική κοινωνία κανείς δεν μπορεί να επιτίθεται και να δέρνει κάποιον άλλον επειδή δεν του αρέσει κάτι επάνω του. Αυτή είναι η πιο αυθεντική εκδοχή της επιστροφής στη βαρβαρότητα, η οποία βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, έστω κι αν είναι ακροβολισμένη στις παρυφές των πόλεων.

Ως προς τις απαντήσεις - αντιδράσεις: απαιτείται η άμεση πάνδημη καταδίκη τέτοιων φαινομένων από κάθε άνθρωπο που θεωρεί πως πρέπει να ζούμε σε μια πολιτισμένη κοινωνία.

Η πραγματική απάντηση μπορεί να είναι μόνο μία: καταστολή στα πλαίσια της νομιμότητας, χωρίς ψευδοανθρωπιστικές κορώνες για δύσκολες παιδικές ηλικίες, διαλυμένες οικογένειες και άλλα επιχειρήματα που ακούμε επί δεκαετίες και το μόνο που κατάφεραν ήταν να διογκώσουν το πρόβλημα.