Αφήνω στην άκρη Καραμανλήδες, Σαμαράδες, Καρυστιανού και τα λοιπά, για να σας μεταφέρω με μια παλιά διδακτική προσωπική ιστοριούλα. Κάπου ανάμεσα στο 2005 και 2006, σε μια εκπομπή που έκανα τότε σε ραδιόφωνο με υψηλή ακροαματικότητα, είχα την ατυχή ιδέα να αναρωτηθώ από μικροφώνου «με τι προσόντα, κάθε Έλληνας και Ελληνίδα θεωρούν ξαφνικά δεδομένο ότι πρέπει να έχουν μια υπηρέτρια στο σπίτι, η οποία σφουγγαρίζει, πλένει τζάμια και παντζούρια, βάζει μπουγάδα και σιδερώνει».
Είχα την ακόμα πιο άτυχη ιδέα να απαντήσω αμέσως (πάλι από μικροφώνου) στο πρώτο-πρώτο τηλεφώνημα εξοργισμένης ακροάτριας, η οποία διεκδίκησε «το δικαίωμα της ως εργαζόμενης, να την βοηθά κάποιος στις δουλειές του σπιτιού». Και της απάντησα όντως προκλητικά, ενοχλημένος από την μαχητικότητα της. «Κι από πού απέκτησες αυτό το δικαίωμα; Επειδή έβγαλες κούτσα-κούτσα το λύκειο, έπιασες ένα βουλευτή και σε διόρισε στο δημόσιο, απ’ όπου πληρώνεσαι αδρά δίχως να πολυδουλεύεις;»
Ε ρε, τι ήταν να το πω; Δεν έβαζα καλύτερα ένα μασούρι δυναμίτη στο στούντιο; Μια πραγματική πλημμυρίδα από καταγγελίες, διαμαρτυρίες και υβριστικές αναφορές εναντίον μου, μπλόκαραν το τηλεφωνικό κέντρο του σταθμού. Οι μέχρι τότε καλόβολοι ακροατές μου, αλλά κυρίως οι ακροάτριες μου, αντέδρασαν λες και είχα αποπειραθεί να βιάσω τις μανάδες τους.
Έγινε τόσος ντόρος, που με κάλεσε ο διευθυντής ειδήσεων του σταθμού και κραδαίνοντας μου ένα γιγαντιαίο μάτσο με σημειώσεις των τηλεφωνητριών, μου φώναξε «τι είναι αυτά που λες στο αέρα, θέλεις να μας καταστρέψεις;».
Πέντε χρόνια αργότερα, ο ίδιοι και οι ίδιες που είχαν τότε τηλεφωνήσει για να πουν «δεν έχω δηλαδή εγώ το δικαίωμα να έχω μια Αλβανίδα δυο φορές την εβδομάδα…;», ξανάπαιρναν τηλέφωνο για να καταγγείλουν ότι «μου βγάζουν το σπίτι σε πλειστηριασμό οι Γερμανοτσολιάδες» ή «μου έκοψαν το ηλεκτρικό οι εγκληματίες». Πλην εκείνη την ημέρα μπροστά στον ωρυόμενο διευθυντή ειδήσεων ομολογώ ότι κώλωσα.
Και στην συνέχεια λούφαξα, σιγά μην τα ξανάβαζα με μια κοινωνία που θεωρούσε τον δανεικό πλούτο αναφαίρετο δικαίωμα της. «Μωρέ λέγε αυτά που θέλουν ν’ ακούσουν, να χεις ‘ήσυχο το κεφάλι σου» είπα στον εαυτό μου. Όχι, δεν κάνω τον έξυπνο, ούτε εγώ είχα αντιληφθεί το μέγεθος και την ταχύτητα της χρεωκοπίας που ερχόταν, απλώς ήταν πρακτικά απαγορευμένο να μιλήσεις έστω και για κάποια αχνά δείγματα της που –ίσως- κάποιοι από μας αντιλαμβάνονταν.
Η ελληνική κοινωνία όχι μόνο δεν άκουγε, αλλά περνούσε πάνω από όποιον της απηύθυνε τέτοιου είδους προειδοποιήσεις. Το μόνο που επιτρεπόταν να ακούγεται ήταν το «είμαστε αδικημένοι, δεν φτάνουν αυτά που έχουμε, θέλουμε κι άλλα». Δεν θέλω να κάνω τον προφήτη, αλλά ακριβώς τα ίδια ζούμε πάλι. Ρίξτε μια ματιά γύρω σας, ακούστε τι κουβεντιάζεται στα πέριξ. Θα το ξαναζήσουμε το 2015 έτσι που πάμε. Ψήνεται κοινωνικώς. Μετά, κάποια στιγμή, θα πάει και πολιτικώς…