Αναμνήσεις από την παλιά (ως προχθές) Αμερική

Έχω φίλους που τα παιδιά τους σπουδάζουν ή εργάζονται στην Αμερική. Μέχρι πρότινος ήταν προνομιούχοι έναντι ημών των ευρωπαιοσπουδαγμένων και ευρωεργαζομένων, ως προς τις προοπτικές τουλάχιστον. Μπορεί η Αμερική να πέφτει πιο μακριά απ’ το Λονδίνο ή το Άμστερνταμ (το παιδί δεν έρχεται από την Νέα Υόρκη στην Ελλάδα για τριήμερο, όπως αυτό που ζει στις Βρυξέλλες), μπορεί το κόστος των σπουδών να είναι υπερβολικό έως εξωφρενικό για τα ελληνικά δεδομένα, όμως από κει και πέρα, οι επαγγελματικοί δρόμοι που ανοίγονται μπροστά του, εδώ απλώς δεν υπάρχουν.

Γι αυτό και πολλά Ελληνάκια (όχι όλα) που σπουδάζουν στην Ευρώπη επιστρέφουν στην Ελλάδα, αλλά εκείνα που κάνουν ένα πέρασμα από την Αμερική, όλα απομένουν τελικά εκεί. Γιατί; Διότι όταν ένας εικοσιπεντάρης μπορεί εύκολα να πιάσει πρώτη δουλειά στο Σιάτλ ή την Βοστώνη με 80.000 δολάρια τον χρόνο, δύσκολα θα τα θυσιάσει για να πάρει (στην καλύτερη των περιπτώσεων) 16.800 ευρώ στην Ελλάδα, δηλαδή μισθό 1.200 συν δώρα.

Τα νοίκια βέβαια και τα προϊόντα είναι πολύ ακριβότερα στην Αμερική, αν όμως είναι καλός και εργατικός, μπορεί σε τρία χρόνια να διπλασιάσει τις αποδοχές του και να πιάσει τα 160.000 δολάρια τον χρόνο. Ενώ εδώ, ακόμα κι ο αξιότερος, δεν υπάρχει περίπτωση να έχει ξεπεράσει σε τρία χρόνια τα 20-25.000 ευρώ, να πάει δηλαδή από τα 1.200 στα 1.500 μηνιαίως.

Αν ρωτήσεις τα ίδια τα παιδιά που σπούδασαν και έμειναν Αμερική, θα σου πουν ότι, ναι, οι γεύσεις των φαγητών είναι πλαστικές, δεν υπάρχει το ουζάκι κάτω από αλμυρίκι εκεί που σκάει το κύμα, δεν βγαίνουν παρά μόνο μια φορά την εβδομάδα, όμως έχουν μια αίσθηση ανοικτών επαγγελματικών προοπτικών και απεριόριστων δυνατοτήτων που κανένας συνομήλικος τους στην Ελλάδα δεν διαθέτει.

Δεν ξέρω αν είναι πλασματική ή πραγματική η αίσθηση που καλλιεργεί στους ανθρώπους της αυτή η φοβερή και ανοικτόμυαλη χώρα, πάντως τα παιδιά μας που κατέληξαν εκεί, έτσι νιώθουν και το λένε δίχως περιστροφές (προς μεγάλη απελπισία των παραδοσιακών Ελλήνων γονιών τους). Όποιος εργάζεται και κάνει καριέρα στην Αμερική, θεωρεί μέγιστη μιζέρια και ασυγχώρητη προσωπική υποχώρηση να επιτρέψει στην Ελλάδα και να μπει στα κακοπληρωμένα, δυσκοίλια και αναξιοκρατικά καλούπια της.

Αυτά μέχρι πριν λίγους μήνες. Διότι η έλευση Τραμπ άλλαξε ξαφνικά τα πάντα. Είναι τρομερή και βαθύτατα διδακτική η συνειδητοποίηση ότι η πολιτική έχει τη δύναμη να γκρεμίσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο ακόμα και το πιο στέρεο και προαιώνιο οικοδόμημα. (Αύριο, πως οι προνομιούχοι έγιναν μέσα σε μια νύχτα εμιγκρέδες).