Αιώνιοι έμποροι

Κάνω την μηνιαία βόλτα μου στα Χανιά. Το παλιό λιμάνι είναι γεμάτο τουρίστες. Το πρωί από ταξιδιώτες κρουαζιέρας, το βράδυ από τους ξένους που κάνουν διακοπές σ’ όλο τον νομό. Τα πρωινά πάνε στην θάλασσα, ο βράδυ κατεβαίνουν στη πόλη, κυρίως στα σοκάκια γύρω από το λιμάνι. Χιλιάδες είναι, όπως κάθε χρόνο. Στο μάτι μου δεν βλέπω την παραμικρή διαφορά με πέρσι, αν και τα στοιχεία δείχνουν μια ανεπαίσθητη μείωση σε σχέση με το 2024, πάντως όχι αύξηση.

Οι μαγαζάτορες με σταματούν, για να μου κάνουν παρατηρήσεις και παράπονα ή απλώς για να αστειευτούν. Όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, είναι διαμαρτυρόμενοι. Χάλια οι τουριστικές ροές, χάλια οι εισπράξεις, χάλια η ποιότητα όσων μπαίνουν στο μαγαζί ους, χάλια η ηλεκτρονική κάρτα εργασίας. Όλα χάλια. Τους ακούω δίχως να πολυδίνω σημασία στην μουρμούρα τους. Τα ίδια ακούω πενήντα χρόνια τώρα. Τα ίδια μου έλεγαν και οι πατεράδες τους, πριν παραδώσουν τα –πάντα προβληματικά και δίχως κέρδος- μαγαζιά τους στους γιούς τους. Πως διάολο συμφέρει να μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά προβληματικές επιχειρήσεις, είναι απορίας άξιο.

Αυτοί που τώρα μουρμουράνε, ετοιμάζονται με την σειρά τους να παραδώσουν τα μαγαζιά στα δικά τους παιδιά. Κι ας τους βάζουν οι επιχειρήσεις τους διαρκώς μέσα, κι ας τους ρουφάει το κράτος και ο δήμος το αίμα. Αυτό ακούω από τότε που έφηβος έκανα τις πρώτες λαθραίες βόλτες μου στο λιμάνι, μετά από σκασιαρχείο. Πάντα όλοι ρουφούσαν το αίμα του μαγαζάτορα, πάντα όλοι τους ετοιμάζονταν να βάλουν λουκέτο στην επιχείρηση, «να πάει στον διάολο». Και πάντα τα τραπεζάκια τους ήταν γεμάτα από κόσμο. Από τις 7 το πρωί ως τις 12 το βράδυ.

Και πάντα, από χρόνο σε χρόνο, οι τιμές τους τσιμπούσαν ολίγο προς τα πάνω. Τα τελευταία τρία χρόνια, αρκετά προς τα πάνω. Τα κόστη βλέπετε ανέβηκαν, οι πρώτες ύλες ανατιμήθηκαν, η ενέργεια ακρίβυνε. Οπότε αναγκάζονται να αυξήσουν κι εκείνοι. Αλλά αν τύχει και εμφανιστούν σε κανένα τοπικό κανάλι, όλο λένε ότι έχουν απορροφήσει τα κόστη, δίχως να επιβαρύνουν την τελική τιμή του προϊόντος τους. Η οποία όμως, όλο και σκαρφαλώνει προς τα πάνω. Μυστήρια απορρόφηση.

Τα τελευταία χρόνια, αλλά πολύ περισσότερο φέτος, αυξήθηκε δραματικά και κάτι άλλο. Οι ταμπέλες στις τζαμαρίες των καταστημάτων, που γράφουν «ζητούνται υπάλληλοι». Όχι «υπάλληλος», αλλά «υπάλληλοι». Και δυο και τρεις να προθυμοποιηθούν, θα τους πάρουν αμέσως. Κι ας πρόκειται για μαγαζιά που πάνε κατά διαόλου, υπηρετώντας έναν τουρισμό που δεν αφήνει λεφτά, που γίνεται όλο και υποδεέστερος ποιοτικά. Αλλά όταν τους πεις «δώσε κάτι παραπάνω στο μεροκάματο» εξανίστανται. «Και που να το πάω δηλαδή; Αν είναι μάγκες, θα πάρουν απ’ τα tips. Τόσο κόσμο εξυπηρετούν.»

Όταν πρόκειται για τον μισθό του υπαλλήλου, οι πελάτες αυξάνονται απότομα και οι τσέπες τους γεμίζουν με αρκετό χρήμα ώστε να αναπληρώνουν με τα φιλοδωρήματα τους αυτά που κανονικά πρέπει να δώσει ο εργοδότης. Ε ρε, αιώνιοι Έλληνες, αιώνιοι έμποροι…