Το σοσιαλιστικό παράδοξο

Αν ζούσαμε στην εποχή του Μαρξ, το πιθανότερο είναι από την επομένη της πανδημίας να μιλούσαμε για προεπαναστατική περίοδο, αν όχι και για επικείμενη παγκόσμια κοινωνική επανάσταση.

Η εμφάνιση του COVID 19 αιφνιδίασε τις κυρίαρχες τάξεις. Οι πολιτικές τους έφθασαν στο όριο της κατάρρευσης. Το Κράτος πιάστηκε στον ύπνο. Η Δημόσια Διοίκηση παρέλυσε. Τα συστήματα υγείας δεν άντεχαν το βάρος της εξάπλωσης της του ιού. Οι υποδομές τους αποδείχτηκαν  ανεπαρκείς. Το νοσηλευτικό προσωπικό δεν επαρκούσε. Το ιατροφαρμακευτικό υλικό έλειπε. Τα νοσοκομεία αναγκάστηκαν να επιλέγουν ασθενείς με δαρβινικά κριτήρια. Οι πιο αδύνατοι αφήνονταν στο έλεος του χάρου. Οι πιο δυνατοί παραδίδονταν βορά σε θηριώδεις δυσκολίες επιβίωσης. Οι αβυσσαλέες ανισότητες βγήκαν στην επιφάνεια. Η ζωή συγκρούσθηκε με την οικονομία. Η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε. Ο καπιταλισμός έμπαινε σε αδιέξοδο. Η μάχη της μάσκας αποκάλυψε το μέγεθος των εσωτερικών αντιθέσεων του. Η Δύση πιάστηκε στην παγίδα της παγκοσμιοποίησης. Τα προϊόντα που χρειάστηκε επειγόντως για την περίθαλψη των πολιτών της παράγονταν στην άλλη άκρη του Πλανήτη. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες έσπασαν. Η διπλή υγειονομική και οικονομική κρίση οξύνθηκε από την πρωτοφανή και ταυτόχρονη κρίση προσφοράς και ζήτησης. Το φάσμα της μαζικής ανεργίας άρχισε να πλανάται απειλητικά. Η μαγική λύση που προσέφερε στο κεφάλαιο η διεθνοποίησή του δεν ήταν σίγουρο ότι θα μπορούσε να τελεσφορήσει επί μακρόν. Η απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας μεγιστοποιήθηκε από την απορρύθμιση της αγοράς. Το Κράτος Πρόνοιας είχε υπονομευθεί. Η κριτική που επί δεκαετίες η αριστερά ασκούσε στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα είχε δικαιωθεί.

Τα μεγάλα και βασικά ζητήματα που ανέκαθεν συμπεριελάμβανε στην ατζέντα της επανήλθαν στο επίκεντρο των όπου γης δημοσίων συζητήσεων. Η επιστροφή στον κρατικό παρεμβατισμό και τον κεντρικό σχεδιασμό των στρατηγικών τομέων της υγείας, της παιδείας, της ενέργειας, των μεταφορών προβλήθηκε ως αδήριτη ανάγκη και σωτήρια λύση.

Η διαμάχη μεταξύ κρατιστών και φιλελευθέρων φάνηκε να καταλήγει υπέρ των πρώτων. Το δίλημμα «περισσότερο ή λιγότερο κράτος» δεν ετίθετο πια. Είχε απαντηθεί εκ των πραγμάτων και από τις εξελίξεις.

Η ώρα για εφόρμηση στα χειμερινά ανάκτορα της κοινωνικής αναλγησίας ζύγωνε. Το μοντέλο αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής έφθανε στο τέλος του.

Ω του θαύματος, όμως, τα πρώτα συνθήματα για την ανατροπή του δεν προήλθαν από τους ταγμένους εχθρούς του. Ρίχτηκαν από την πλευρά των ελίτ που κήρυξαν την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Απεύθυναν έκκληση στις δυνάμεις της τεχνολογικής καινοτομίας. Εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στην πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης καταλαμβάνοντας εξαπίνης αυτούς που λογικά θα έπρεπε να είναι από καιρό έτοιμοι να εκμεταλλευθούν την ωρίμανση των επαναστατικών συνθηκών.

Στη θέση των τελευταίων ο Λένιν θα έλεγε ότι χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά.

Πλην όμως ο Λένιν δεν υπάρχει πια και οι επίγονοί του καθεύδουν εδώ και χρόνια ονειρευόμενοι μιαν ακόμα αδύνατη επανάσταση. Αυτήν που πλέον δεν μπορεί να γίνει χωρίς ψηφιακό μετασχηματισμό, οικολογική μετάβαση, αναδιοργάνωση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, ανάκτηση της αυτοδυναμίας της πραγματικής οικονομίας, της ευρωπαϊκής κυριαρχίας και της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

Η αλήθεια είναι ότι τα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς είχαν αρχίσει να χάνουν το τρένο της ιστορίας από τότε που στη δεκαετία του 1980 έχασαν την επαφή τους με την εξουσία και μαζί με αυτήν την επαφή τους με την πραγματικότητα. Τη νέα πραγματικότητα των αλλαγών που συντελούνταν γύρω τους και ερήμην τους.

Δεν αφορούσαν όλες στην παραγωγική βάση ή στη δομή της ταξικής διαστρωμάτωσης των κοινωνιών τους. Αλλά αυτές που σημειώνονταν στο εποικοδόμημα των κοινωνικών σχέσεων, των τρόπων ζωής και των τρόπων σκέψης ήταν βαθύτερες, ταχύτερες και κρισιμότερες. Επρόκειτο για μεταβολές αξιακών συστημάτων, προσλαμβανουσών παραστάσεων, ατομικών επιθυμιών και συλλογικών προσδοκιών.

Τις είχε επιφέρει η διάχυση της κοινωνικής ευημερίας στη διάρκεια της «ένδοξης τριακονταετίας» που μεσολάβησε από το τέλος του δεύτερου πολέμου. Συνεχίστηκαν και μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973. Έγιναν ακόμα μεγαλύτερες μετά τη δεκαετία του 1980 και με τη συμμετοχή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που το ΠΑΣΟΚ έστελνε στο πυρ το εξώτερον αλλά ταυτόχρονα ακολουθούσε, τηρουμένων των αναλογιών το παράδειγμά της.

Ο τρόπος ζωής άλλαξε, όπως και ο τρόπος με τον οποίο οι κοινωνίες των πολιτών στη Δύση άρχισαν να αναστοχάζονται τα πράγματα, και τη ζωή τους.

Όσο αμβλύνονταν οι παλιές κοινωνικές αντιθέσεις τόσο ο αγώνας για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των εργαζομένων αποκτούσε προτεραιότητα έναντι των άλλης μορφής ταξικών συμφερόντων τους.

Μόλις το χάσμα των κοινωνικών ανισοτήτων άρχισε να διευρύνεται ξεμακραίνοντας το όνειρο της κοινωνικής ανέλιξης, νέα προβλήματα παρουσιάστηκαν μειώνοντας την κοινωνική συνοχή και νέες αντιθέσεις άρχισαν να ταλανίζουν την αντιπροσωπευτικότητα της αστικής δημοκρατίας.

Και πάλι, όμως, ελάχιστα από τα κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς αντελήφθησαν τη φύση τους. Στα περισσότερα διέφυγε η ουσία τους και οι πολιτικοί ανταγωνιστές τους επέλασαν ανενόχλητοι. Δεν προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα της εποχής. Δεν απέκτησαν στρατηγική ενσωμάτωσης των νέου τύπου αντιθέσεων.

Εναντιώθηκαν και στον νεο-φιλελευθερισμό και στην παγκοσμιοποίηση. Δεν έπεισαν ωστόσο για τη δική τους εναλλακτική λύση ούτε φάνηκαν να μπορούν να τη συλλάβουν. Δεν έκαναν καν την προσπάθεια να επικαιροποιήσουν το αφήγημά τους απαντώντας στις προκλήσεις των νέων και πολύ διαφορετικών καιρών που στο μεταξύ είχαν ξημερώσει. Ήταν σαν να μην είχαν τίποτα πια να πουν για το μέλλον και τις επερχόμενες γενιές. Και οι παρούσες απλώς τα… εκδικήθηκαν. Ο ίδιος εργάτης που στη δεκαετία του 1980 ψήφιζε Κ.Κ., στη δεκαετία του 2010 ψήφιζε πλέον Ακροδεξιά!

Οι αλλαγές που στο γύρισμα του αιώνα είχαν ήδη ξεπεράσει την ευρωπαϊκή Αριστερά ήταν καλή ώρα αντίστοιχες με αυτές που επιφέρει η πανδημία υποχρεώνοντας τους ανθρώπους να αλλάξουν την καθημερινότητά τους, τις συνήθειές τους, τον τρόπο δουλειάς τους, τις σχέσεις του με τα πράγματα και τους άλλους.

Με μια έννοια η υγειονομική κρίση έδωσε στην Αριστερά μια μοναδική ευκαιρία εξόδου από την παρακμή της.

To συλλογικό βίωμα του «σοκ και του δέους» που έζησαν και συνεχίζουν να ζουν οι λαοί της Ευρώπης και όχι μόνον ναι μεν τρόμαξε τον κόσμο ταυτόχρονα όμως αναπτέρωσε τις ελπίδες του ότι ‘κάτι μπορεί να αλλάξει’.

Πολλές από τις νέες συνήθειες που απέκτησαν οι πολίτες θα γίνουν μονιμότερες, θα αποκτήσουν βάθος. Άλλες προαιρετικά (η τηλεργασία, η «κοινωνική αποστασιοποίηση», οι προφυλάξεις υγιεινής, οι διαδικτυακές συναλλαγές, οι τηλεαγορές, το take away). Άλλες υποχρεωτικά αν οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία παραμείνουν ενεργοί για απροσδιόριστο διάστημα.

Ο τρόπος ζωής θα αλλάζει και θα αλλάξει ακόμα περισσότερο αν εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής οι άνθρωποι υποχρεωθούν να ζήσουν με το φάσμα των επαναλαμβανόμενων πανδημιών μπροστά τους.

Όμως ακόμα και αν αυτό δεν συμβεί, όλο και περισσότεροι θα συνειδητοποιούν ότι «κάτι θα πρέπει να αλλάξει για να μη συμβεί».

Το «τι» και το «πώς» θα αλλάξει θα είναι διακύβευμα των πολιτικών συγκρούσεων της εποχής που μόλις αρχίζει.

Όποια πολιτική δύναμη το συγκεκριμενοποιήσει πρώτη, μετουσιώνοντάς το σε ένα σχέδιο μετάβασης από την «πριν» στη «μετά»-την-πανδημία περίοδο, θα έχει και τη δυνατότητα να διαμορφώσει νέα δυνάμει πλειοψηφικά κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα.

Το παράδοξο, ωστόσο, είναι ότι σε αντίθεση με τη δυναμική που αναπτύσσουν άλλα εναλλακτικά κοινωνικά κινήματα ούτε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που είχε πρωταγωνιστήσει στους προ COVID 19 μετασχηματισμούς, δείχνει σε θέση να ηγηθεί των μετά-COVID 19 αλλαγών. Ούτε καν στις χώρες της Νότιας Ευρώπης όπου διέλαμψε ιστορικά δια της ιδεολογικής ηγεμονίας της τα χρόνια της οικονομικής ευημερίας. Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία τύπου ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ φαίνεται προς το παρόν να μην αποτελεί εξαίρεση.

Μήπως επειδή είναι τελικά ευκολότερο να σχεδιασθεί η ανακατανομή του πλούτου και δυσκολότερο η παραγωγή νέου;

Ή μήπως γιατί σε αντίθεση με τις πάλαι ποτέ επικρατούσες δοξασίες της παραδοσιακής Αριστεράς η κρίση δεν ριζοσπαστικοποιεί αλλά μάλλον συντηρητικοποιεί ακόμα και τα λιγότερο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα;