Το γερμανικό ζήτημα έκρινε το παρελθόν. Θα κρίνει και το μέλλον της Ευρώπης;

Για την ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης δυο ήταν τα καθοριστικά ζητήματα: Το γερμανικό που υπήρξε η κληρονομιά των Ναπολεόντειων πολέμων και το ανατολικό που προέκυψε ενόψει του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Επί δυο αιώνες και τα δυο βρισκόντουσαν στο επίκεντρο των εξελίξεων και έκριναν την έκβασή τους διαμορφώνοντας αναλόγως τον πολιτικό χάρτη της Γηραιάς Ηπείρου. 

Το γερμανικό φάνηκε να διευθετείται με την Συνθήκη του Βερολίνου (1878). Το ανατολικό με την Συνθήκη της Λωζάνης (1923), αφού η Συνθήκη των Σεβρών (1920), με την οποία έκλεισε το θέμα του διαμοιρασμού των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν άντεξε παρά μόλις τρία χρόνια.

Όλα όμως πλέον δείχνουν ότι και τα δυο θα παραμείνουν ανοιχτά για τουλάχιστον άλλον έναν αιώνα.  

Το ανατολικό το έχει ήδη ανοίξει ο Ερντογάν. Το γερμανικό θα το ανοίξει από ό,τι φαίνεται και πάλι με την αποχώρησή της από την Καγκελαρία η Μέρκελ.

Μετά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1871 και την ήττα της Γαλλίας ο Ότο Μπίσμαρκ κατάφερε να ενοποιήσει την Γερμανία εγκλωβίζοντας με την συνθήκη του Βερολίνου την υπόλοιπη Ευρώπη σε ένα σύστημα από το οποίο καμία από τις μεγάλες δυνάμεις της δεν θα μπορούσε να αυτονομηθεί και να απειλήσει την θέση της Γερμανίας, έστω και αν η τελευταία είχε χάσει την επίσης γερμανόφωνη Αυστρία. 

Χρειάστηκαν δυο ακόμη, και μάλιστα παγκόσμιοι, πόλεμοι για να "αλλάξει" το σύστημα Μπίσμαρκ. Και χρειάστηκε άλλη μια Συνθήκη για να ξαναδημιουργηθεί με άλλους μεν όρους, αλλά με την ίδια λογική. Ήταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ  το 1992 με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ολοκληρώθηκε η γερμανική ενοποίηση και δρομολογήθηκε η ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό γερμανική ηγεμονία και κατά τα πρωσικά της πρότυπα. 

Έτσι η ενοποίηση της Γερμανίας εξελίχθηκε σε γερμανοποίηση της Ευρώπης. Έγινε το διακύβευμα της επόμενης ημέρας από την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και το έναυσμα που πυροδότησε τον ευρωσκεπτικισμό, όπως είχε πυροδοτήσει τον γερμανικό εθνικισμό η διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. 

Μόνο που εδώ η ένσταση που θα γινόταν η σημαία του ευρωπαϊκού λαϊκισμού αφορούσε στη διάλυση της Ευρώπης των Εθνών μέσα από την κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών κρατών με την  μεταφορά των εξουσιών τους στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών, την αλλοτρίωση της εθνικής ταυτότητας τους και την  υπαγωγή τους στην κυριαρχία του οικονομικά ισχυρότερου κράτους που είναι η Γερμανία. 

Θα γινόντουσαν, δηλαδή, όλα Γερμανία και οι λαοί τους όλοι Γερμανοί αφού θα υποχρεωνόντουσαν να υπακούσουν σε αποφάσεις που θα λαμβάνονταν εκτός των συνόρων τους και να προσαρμοστούν σε μοντέλα και κριτήρια διακυβέρνησης που το Βερολίνο θα υπαγόρευε μέσω αυτών των αποφάσεων στις εθνικές κυβερνήσεις.   

Όπερ και αδύνατο και ανεπιθύμητο.  Ή η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να βρει ένα θεσμικό πλαίσιο και έναν τρόπο λειτουργίας που θα  επέτρεπε στα κράτη της να διατηρήσουν τα εθνικά χαρακτηριστικά τους και την  πολιτικο-πολιτισμική αυτονομία τους, ή διαφορετικά η ιδέα της ενοποίησης ή δεν θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρωθεί ή θα έπρεπε να απορριφθεί δια των προβλεπομένων δημοψηφισμάτων. 

Αυτό ήταν εν ολίγοις το σκεπτικό των ευρωσκεπτικιστών παραμονές των δημοψηφισμάτων του 2005, οπότε οι Γάλλοι πρώτα (Μάιο) και οι Ολλανδοί λίγες ημέρες αργότερα απέρριψαν την Συνθήκη για την θέσπιση του Συντάγματος της Ευρώπης, που είχε εγκριθεί την προηγούμενη χρονιά (18 Ιουνίου 2004) από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο,  βάζοντας τέλος στις συζητήσεις για την καθιέρωση ενός και μοναδικού θεμελιώδους νόμου στην ενωσιακή έννομη τάξη. 

Στην πραγματικότητα βέβαια η ιδέα για ένα κοινό ευρωπαϊκό σύνταγμα απορρίφθηκε για τους λάθος λόγους. Οι Γάλλοι την απέρριψαν γιατί φοβήθηκαν ότι η πρόνοια για την ελεύθερη μετακίνηση και εγκατάσταση εργαζόμενων που περιελάμβανε θα εκτίνασσε στα ύψη την εγχώρια ανεργία που βρισκόταν ήδη στο κόκκινο εκείνη την εποχή. Οι Ολλανδοί το έκαναν για να αποδοκιμάσουν την κυβέρνησή τους και για να διαμαρτυρηθούν εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έπαιρνε μόνη της τις αποφάσεις που αφορούσαν (και) το δικό τους κράτος. 

Έτσι άνοιξε ο δρόμος για την κατάρτιση της Συνθήκης της Λισσαβόνας ώστε η διαδικασία της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης να συνεχιστεί παρακάμπτοντας τα συνταγματικής τάξης εμπόδια. Άνοιξε όμως ταυτόχρονα και η άλλη συζήτηση που ακόμα συνεχίζεται ενισχύοντας τον ευρωσκεπτικισμό με επιχειρήματα που αυτή την φορά σχετίζονται με το δημοκρατικό έλλειμα των ευρωπαϊκών θεσμών. 

Την αδυναμία, δηλαδή, των ευρωπαίων πολιτών να επηρεάσουν την διαδικασία παραγωγής πολιτικής σε κοινοτικό επίπεδο εξαιτίας της πλημμελούς εκπροσώπησής τους στους θεσμούς λήψης αποφάσεων. 

Και κανείς, η αλήθεια είναι, δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αντιμετωπίσθηκε όλα αυτά τα χρόνια το κατ' εξοχήν δομικό πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήταν εξαρχής η ανισορροπία μεταξύ των εθνικών και των κοινοτικών/ομοσπονδιακών στοιχείων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Όπως και κανείς δεν θα μπορούσε να σημειώσει κάποια θεαματική πρόοδο που να έκανε τους πολίτες της ΕΕ να νιώσουν πιο Ευρωπαίοι. 

Πολύ δε λιγότερο, που παρά την λειτουργία του Ευρωκοινοβουλίου, η έλλειψη νομιμοποίησης (μη ικανοποιητική συμμετοχή των ευρωπαίων στις εκλογικές διαδικασίες), η έλλειψη διαφάνειας (μυστικότητα στον τρόπο λειτουργίας του Συμβουλίου), η έλλειψη συγκατάθεσης (ενίσχυση πρακτικών ενισχυμένης πλειοψηφίας), η έλλειψη ικανοποιητικής λογοδοσίας και απόδοσης ευθυνών (τρόπος λειτουργίας Επιτροπής και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), η πλημμελής κοινωνική προστασία, εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα. 

Τριάντα σχεδόν χρόνια μετά την Συνθήκη του Μάαστριχτ η απουσία ουσιαστικών στρατηγικών συγκλίσεων είτε στο πεδίο της παγκόσμιας οικονομίας, είτε στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας (ΕΠΑΑ), παραμένουν βασικά εμπόδια για την πολιτική ενοποίηση των 27. Οι  αναπαραγώμενες μάλιστα ενδοευρωπαϊκες αντιθέσεις μεταξύ συγκρουόμενων εθνικών συμφερόντων, με την στάση απέναντι στην Τουρκία να αποτελεί το πιο νωπό παραδειγμά τους, τα κάνουν να μοιάζουν ανυπέρβλητα. 

Τα μισά και πλέον από αυτά τα χρόνια πέρασαν με την Μέρκελ στο τιμόνι της Γερμανίας να προσωποποιεί την γερμανοποιημένη Ευρώπη. Κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι απερχόμενη θα ζητούσε συγνώμη για μια Γερμανία που επί των ημερών της θα γινόταν  το αντι-πρότυπο και της Ευρώπης και του εαυτού της.

Αν όμως με την διαχείριση της πανδημίας η Μέρκελ συνέβαλε στην αποκαθήλωση του μύθου με τον οποίο ταυτίστηκε η γερμανική πολιτική ηγεμονία της Ευρώπης, στην πραγματικότητα απλώς αποδείχτηκε ότι η Γερμανία δεν αποτελούσε εξαίρεση, αλλά ένα μέρος του προβλήματος που συνιστά στο σύνολό του το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Θέλησε να γερμανοποιήσει την λύση του, αλλά γερμανοποίησε το πρόβλημα. 

Και το παράδοξο είναι ότι η μετά-Μέρκελ κυοφορούμενη απογερμανοποίηση της Ευρώπης μπορεί να αποδειχτεί πιο προβληματική από την γερμανοποίησή της. Σε αυτή την περίπτωση το "γερμανικό ζήτημα" του παρελθόντος θα παραμείνει "ευρωπαϊκό πρόβλημα" του μέλλοντος.