Τα πανεπιστήμια να πάψουν να λειτουργούν ως μοχλός τόνωσης τοπικών οικονομιών
Γιώργος Οικονομίδης

Τα πανεπιστήμια να πάψουν να λειτουργούν ως μοχλός τόνωσης τοπικών οικονομιών

Η τριτοβάθμια εκπαίδευση λειτουργεί επί δεκαετίες ως εργαλείο της περιφερειακής ανάπτυξης και τόνωσης των τοπικών οικονομιών. Αυτό πρέπει να τελειώνει. Δεν υπάρχει πιο έντονο μεταρρυθμιστικό αποτύπωμα από εκείνο που «κοιτάζει» στις επόμενες γενιές, σημειώνει μέσω liberal.gr ο Γιώργος Οικονομίδης.

Μιλά για την ανάγκη σύγκρουσης με συντεχνιακά συμφέροντα τα οποία ανθίστανται απέναντι στις μεταρρυθμίσεις όχι μόνο στην δημόσια παιδεία, αλλά επίσης στην ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, το συνταξιοδοτικό, την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος. Ο καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών επισημαίνει ότι μόνο αν υπάρξει σύγκρουση με κατεστημένες αντιλήψεις θα ικανοποιηθούν τα κριτήρια της Επιτροπής Πισσαρίδη για την ανάπτυξη.

Συνέντευξη στον Βαγγέλη Μανδραβέλη

- Σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία, και ενώ αποτελεί κοινή παραδοχή ότι το αντίδοτο για την ύφεση είναι οι μεταρρυθμίσεις, αυτές εκκρεμούν. Ποια η γνώμη σας; Έχουμε καθυστερήσει;

Έχει επισημανθεί από πολλές πλευρές ότι η χώρα μας έχει ανάγκη από μεταρρυθμίσεις. Μεταρρυθμίσεις που θα διατρέχουν καθέτως και οριζοντίως το σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Μεταρρυθμίσεις που θα καθιστούν την οικονομία της χώρας πιο παραγωγική και θα εγγυώνται μεσο-μακροπρόθεσμα ισχυρή ευημερία, η οποία θα διανέμεται δίκαια ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές.

Μολονότι η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και η αντιμετώπιση της πανδημίας αποτελούν εκ των πραγμάτων προτεραιότητες που δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθούν, δεν θα πρέπει να αποτελέσουν άλλοθι για την αναβολή, ή και ματαίωση ενδεχομένως, των μεταρρυθμιστικών ενεργειών, διότι, όπως σωστά επισημαίνετε, δεν υπάρχει πλέον χρόνος για χάσιμο.

Εξάλλου, και το σοκ της πανδημίας, πέρα από όλα τα άλλα, έδειξε με τον πλέον προφανή τρόπο πόσο μονοδιάστατα εξαρτημένη από συγκεκριμένους τομείς είναι η ελληνική οικονομία και πόσο σημαντικό είναι να αναληφθούν ενέργειες που θα αναστρέψουν αυτή την εξάρτηση και θα καταστήσουν την οικονομία μας ανθεκτικότερη σε πιθανές νέες κρίσεις που με απόλυτη βεβαιότητα θα προκύψουν ξανά κάποια στιγμή στο μέλλον.

- Ποιες μεταρρυθμίσεις επείγουν; Τι εμποδίζει να προχωρήσουν άμεσα η μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση, η επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης, η άρση των αγκυλώσεων στην δημόσια διοίκηση;

Οι μεταρρυθμίσεις που κατά την άποψη μου θα πρέπει να «τρέξουν» αφορούν τη λειτουργία του δημόσιου τομέα στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, το σύστημα της δημόσιας παιδείας, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της εξωστρέφειας, την αναμόρφωση και εκλογίκευση του φορολογικού συστήματος κ.ο.κ. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν πραγματοποιηθεί, διότι οι άρσεις των αγκυλώσεων που επισημαίνετε θίγουν μεγάλα ή και μικρότερα, αλλά πάντως σημαντικά, «συντεχνιακά» συμφέροντα, τα οποία ανθίστανται σε αυτές τις αλλαγές.

Όπως είναι γνωστό, οι μεταρρυθμίσεις εν γένει προκαλούν αύξηση της κοινωνικής ευημερίας, η οποία επιμερίζεται στο σύνολο του πληθυσμού. Επομένως, ο καθένας αντιλαμβάνεται μια μικρή βελτίωση, την ίδια στιγμή που μικρές κοινωνικές ομάδες, με δυσανάλογη πολιτική επιρροή, αντιλαμβάνονται μεγάλες απώλειες προνομίων. Γι’ αυτό και οι μεταρρυθμίσεις συνεπάγονται πολιτικό κόστος, το οποίο, στη λογική του τετραετούς χρονικού ορίζοντα, τελικά λειτουργεί σαν τροχοπέδη στην υιοθέτηση και ανάληψη μεταρρυθμιστικών ενεργειών.

Πάρτε για παράδειγμα την πρόσφατη συζήτηση για το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι πολιτικές ανάγκες –επί δεκαετίες– κατέστησαν την τριτοβάθμια εκπαίδευση εργαλείο περιφερειακής ανάπτυξης και τόνωσης των τοπικών οικονομιών, κάτι που προφανώς δεν θα έπρεπε να αποτελεί στόχο της διαμόρφωσης του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας.

Επιπρόσθετα, η χωρίς κριτήρια ανωτατοποίηση των ΤΕΙ από την προηγούμενη κυβέρνηση επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την κατάσταση, οδηγώντας σε απαξία συνολικά την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η θέσπιση ποιοτικών κριτηρίων λειτουργίας των ΑΕΙ και κανόνων χρηματοδότησης στη βάση επίτευξης στόχων, όπως και η ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης, που θα πρέπει να είναι διασυνδεδεμένη με τις ανάγκες της οικονομίας, αποτελούν κατά την άποψη μου τις ράγες πάνω στις οποίες θα πρέπει να κινηθεί μια μεταρρύθμιση στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

- Κάποιοι θεωρούν ότι όλα αυτά μπορούν να περιμένουν για κάποια άλλη στιγμή, όταν τα πράγματα στην οικονομία θα έχουν επιστρέψει σε μια κανονικότατα και ότι τώρα προτεραιότητα έχει η στήριξη της οικονομίας. Έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε;

Όπως ανέφερα ήδη παραπάνω, κι έχετε επισημάνει κι εσείς, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Η αναβολή, ή και ματαίωση, των πραγματικά αναγκαίων και απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων θα καταδικάσει τη χώρα μας σε στασιμότητα και θα στερήσει από τις μελλοντικές γενιές ευημερία και ποιότητα ζωής.

Υπάρχει απόλυτη ανάγκη το πολιτικό σύστημα να σηματοδοτήσει, με το βλέμμα στο μέλλον, τη στροφή στις μεταρρυθμίσεις, αρχής γενομένης από τον χώρο της παιδείας. Δεν υπάρχει πιο έντονο μεταρρυθμιστικό αποτύπωμα από εκείνο που «κοιτάζει» στις επόμενες γενιές και δεν υπάρχει αποτελεσματικότερο εργαλείο γι’ αυτό από την αναμόρφωση του συστήματος εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες, όπως άλλωστε επισημαίνει και η περίφημη έκθεση Πισσαρίδη. Η τελευταία περιγράφει απλώς ενέργειες και μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη υιοθετηθεί από πλούσιες και ευημερούσες οικονομίες και θα πρέπει να αποτελέσουν το πρότυπο για τη χώρα μας και την οικονομία της.

-Σας ξάφνιασε η ανακοίνωση της ύφεσης του Β τριμήνου;  Και ποια η εκτίμηση σας για το σύνολο του έτους; 

Δεν θα έλεγα ότι με ξάφνιασε, καθώς στην πραγματικότητα το Β΄ τρίμηνο ενσωμάτωσε όλη σχεδόν την επίπτωση του lockdown. Νομίζω ότι ασφαλείς εκτιμήσεις θα μπορούν να εξαχθούν μόλις ανακοινωθούν και τα αποτελέσματα του Γ΄ τριμήνου. Ωστόσο, έχω την αίσθηση, και ανάλογα με τις επιδόσεις του τουριστικού κλάδου, για τον οποίο δεν έχουμε ακόμη την τελική εικόνα, ότι είναι δυνατόν η ύφεση στην οικονομία στο σύνολο του έτους να κινηθεί σε ένα ποσοστό γύρω στο 8% με 10%, το οποίο, αν και μεγάλο, εντούτοις υπό τις τρέχουσες συνθήκες οικονομικής λειτουργίας που επέβαλε η πανδημία και της μονοδιάστατης εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από συγκεκριμένους τομείς δεν είναι καταστροφικό.