Στο 1,5% και βάλε η... διαφορά Τσίπρα - Μυτιληναίου

Του Νίκου Φιλιππίδη

Οι αγορές επιβράβευσαν μια ελληνική εταιρεία, με ελληνικό management και δραστηριότητες κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, με επιτόκιο 3,1%, ενώ οι επενδυτές «έστησαν ουρά» υπερκαλύπτοντας κατά δυόμιση περίπου φορές τα χρήματα που ζητούσε η εταιρεία. Το ίδιο είχε κάνει πριν από μερικούς μήνες στην περίπτωση του ΟΠΑΠ, το ίδιο αναμένεται να κάνει το επόμενο και με άλλες ομολογιακές εκδόσεις καλών ελληνικών εταιρειών.

Η αγορά επί της ουσίας «βαθμολόγησε» τον όμιλο Μυτιληναίο σχεδόν με «άριστα». Ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι λίγες μέρες πριν το Κυπριακό Δημόσιο άντλησε ένα ποσό λίγο περισσότερο από τις προσφορές της υπερκάλυψης του 5ετούς ομολόγου της Μυτιληναίος, με 7ετή μεν έκδοση αλλά με επιτόκιο λίγο μικρότερο (2,8%). Βαθμολογήθηκε δηλαδή με βαθμό πολύ κοντά στο πλέον πετυχημένο – μαζί με την Ιρλανδία – παράδειγμα εξόδου χώρας από την κρίση και τα μνημόνια.

Πέραν από τα προφανή οφέλη για την εταιρεία, η οποία πέτυχε την αναχρηματοδότηση υφιστάμενου δανεισμού, σε ένα περιβάλλον όπου οι περισσότερες εταιρείες στην Ελλάδα δανείζονται με επιτόκια που ξεκινούν από 6% και 7% και φθάνουν μέχρι και 8,5%, το εγχείρημα προκαλεί εύλογους συνειρμούς: Με τι επιτόκιο θα μπορούσε να δανειστεί η Ελλάδα εάν επιχειρούσε να βγει στις αγορές για να ανανεώσει το επίσης 5ετές ομόλογο λήξης Ιουλίου 2019;

Οι εκτιμήσεις ανεβάζουν με σημερινά δεδομένα το επιτόκιο ενός τέτοιου εγχειρήματος στις 4,5-5%. Μια διαφορά δηλαδή το λιγότερο – και στην καλύτερη περίπτωση για την κυβέρνηση – 1,5%, το οποίο αναλόγως της ζήτησης θα μπορούσε να ανέβει και στις δύο ποσοστιαίες μονάδες.

Σε αυτό το ερώτημα, πέρα από τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς ότι το επιτόκιο δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο χωρίς να έχει ενταχθεί η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, κάτι που καταρρίπτεται αμέσως καθώς το ίδιο ισχύει και για την Μυτιληναίος, εύλογα μπορεί να επιμείνει κανείς αναρωτώμενός γιατί να είναι τόσο πολύ υψηλότερο;

Η αγορά έτσι απλά, όπως επιβραβεύει μια καλή εταιρεία με όρους και επιτόκιο πολύ καλύτερο από τα δεδομένα της αγοράς που δραστηριοποιείται, με τον ίδιο τρόπο τιμωρεί μια χώρα της οποίας η ηγεσία της δεν έχει πείσει κανέναν – ούτε τον εαυτό της – ότι πιστεύει στο πρόγραμμα που έχει συμφωνήσει να εφαρμόσει. Το επισημαίνει ο οίκος Moody''s ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο του προγράμματος.

Η πιθανή δηλαδή διαφορά του επιτοκίου, μεταξύ της Μυτιληναίος και της Ελληνικής Δημοκρατίας, βρίσκεται στη διαφορά ποιότητας του management της πρώτης και της ηγεσίας Τσίπρα της δεύτερης. Το πρόβλημα στην περίπτωση Τσίπρα, είναι ότι το αδύναμο management της κυβέρνησής του το πληρώνει ένας ολόκληρος λαός...