Scope Ratings στο Liberal: Τα σκαλοπάτια που ανεβάζουν την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα

Scope Ratings στο Liberal: Τα σκαλοπάτια που ανεβάζουν την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα

Τέσσερις προϋποθέσεις βάζει ο οίκος Scope Ratings για την περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας. Μείωση του χρέους, δημοσιονομική εξυγίανση, δυναμική και βιώσιμη ανάπτυξη, περιορισμός του κινδύνου για το τραπεζικό σύστημα και χρηματοδότηση από αυτό του ιδιωτικού τομέα. Ο αναλυτής του ευρωπαϊκού οίκου Ντένις Σεν εξηγεί στο Liberal τους λόγους για τους οποίους αναβάθμισε προ ημερών την Ελλάδα, καθώς και γιατί προβλέπει ανάπτυξη 8,6% το 2021 για τη χώρα μας.

Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο

Αναβαθμίσατε πρόσφατα την ελληνική οικονομία. Ποιοι είναι οι λόγοι που σας οδήγησαν σε αυτήν την απόφαση;

Εντοπίσαμε τρεις σημαντικούς παράγοντες που δείχνουν βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτοί μας οδήγησαν στην απόφασή μας να αναβαθμίσουμε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας σε BB+ από BB.

Πρώτον, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ βελτίωσαν την ποιότητα και την ποσότητα της δημοσιονομικής και νομισματικής στήριξης για τις χώρες-μέλη της ΕΕ, απαντώντας στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι καινοτόμες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων και βεβαίως το προσωρινό waiver, με την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εγγυήσεων από την ΕΚΤ επιτρέποντας στις ελληνικές τράπεζες να αντλούν ρευστότητα. Επίσης σημαντική είναι η πρόσθετη υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, με την Ελλάδα να λαμβάνει 30,5 δισ.ευρώ.

Δεύτερον, το προφίλ του δημόσιου χρέους έχει βελτιωθεί σημαντικά, λόγω της στήριξης των πιστωτών της Ελλάδας στην ευρωζώνη, των χαμηλών επιτοκίων και της πολιτικής διαχείρισης που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση.

Τρίτον, το ρόλο τους έχουν παίξει και οι δομικές μεταρρυθμίσεις, κυρίως αυτές για τη μείωση του υψηλού ποσοστού των κόκκινων δανείων των τραπεζών, για την κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων και τη βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.

Πότε η ελληνική οικονομία θα αποκτήσει investment grade και ποιοι παράγοντες θα συμβάλουν ώστε οι οίκοι να πάρουν μια τέτοια απόφαση;

Σας θυμίζω ότι οι αξιολογήσεις του κρατικού χρέους έχουν σχέση με τη συγκεκριμένη ικανότητα της κεντρικής κυβέρνησης να εξοφλήσει πλήρως και έγκαιρα το χρέος της προς τους πιστωτές του ιδιωτικού τομέα. Δεν αφορούν δηλαδή απαραίτητα την αξιολόγηση της οικονομίας της χώρας.

Σύμφωνα με όσα αναφέραμε στην ανακοίνωσή μας (10 Σεπτεμβρίου) για την Ελλάδα, οι κίνδυνοι για την αξιολόγηση ΒΒ+ θεωρούνται ισορροπημένοι για τους επόμενους 12-18 μήνες. Η αξιολόγηση θα μπορούσε να αναθεωρηθεί προς τα πάνω (από το BB+/ Σταθερό°, εφόσον μεμονωμένα ή συλλογικά:

α) Ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια μετά την κρίση, η υποστήριξη του Ευρωσυστήματος στο ελληνικό δημόσιο χρέος, μέσω διάφορων εργαλείων.

β) H δημοσιονομική εξυγίανση και η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας έχουν ως αποτέλεσμα μια ισχυρή και διαρκή πτώση του χρέους.

γ) Περιοριστούν οι δομικές και εξωγενείς ανισορροπίες, ενισχύοντας μεσοπρόθεσμα τη δυναμική της ανάπτυξης και τη μακροοικονομική βιωσιμότητα.

δ) Περιοριστούν περαιτέρω οι κίνδυνοι του τραπεζικού συστήματος ενισχύοντας τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα.

Ποια η εκτίμησή σας για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας φέτος και το 2022, καθώς και για τις επιπτώσεις των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης;

Αναμένουμε ανάπτυξη 8,6% της ελληνικής οικονομίας το 2021, με επιστροφή του ΑΕΠ στα προ πανδημίας επίπεδα κατά το β’τρίμηνο του έτους. Η ελληνική οικονομία ανέκαμψε μετά τη σημαντική συρρίκνωσή της κατά 8,2% το 2020.

Η απελευθέρωση της εγχώριας ζήτησης, αυξημένη από τη νομισματική πολιτική και τα δημοσιονομικά πακέτα, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων εισροών ευρωπαϊκών πόρων, θα συμβάλλουν στην ανάκαμψη. Η πρώτη δόση από το Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 4 δισ. ευρώ (13% της ελληνικής κατανομής) απελευθερώθηκε τον Αύγουστο προκειμένου να πάρουν μπροστά τα προγράμματα μεταρρυθμίσεων και η επενδυτική διαδικασία.

Eκταμιεύσεις ευρωπαϊκών πόρων που αναμένεται να επιταχυνθούν το επόμενο έτος, και για το 2022 προβλέπουμε ανάπτυξη περίπου 3,5%.

Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να υποχωρήσει αλλά θα παραμείνει συγκριτικά ισχυρή γύρω στο 1,7% κατά την περίοδο 2023-2026, ενισχυμένη από τις επιπτώσεις των ευρωπαϊκών και των εθνικών πόρων.

Μια τέτοια ανάπτυξη κινείται πάνω από τις εκτιμήσεις μας για τη δυνητική μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της Ελλάδας, η οποία τοποθετείται γύρω στο 1%, τον μακροπρόθεσμο δυνητικό πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά περίπου 1%, ποσοστό που αντανακλά τα προβλήματα από το συνεχώς μειούμενο εργατικό δυναμικό, με τη συρρίκνωση να ανέρχεται στο 0,7% το χρόνο για την περίοδο 2021-2026.

Παρόλα αυτά, η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, η οποία και υπερβαίνει το άθροισμα των ελληνικών δημοσίων επενδύσεων της τελευταίας 5ετίας, αναμένεται να αντισταθμίσει τα επόμενα χρόνια προβλήματα όπως τα παραπάνω, δεδομένης και της προηγούμενης επιτυχίας της Ελλάδας στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Η Ελλάδα κατέλαβε τη δεύτερη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ όσον αφορά την απορρόφηση των κεφαλαίων του Ταμείου συνοχής κατά την εξαετία 2014-2020.

Σε ποιους τομείς πρέπει να εστιάσει η ελληνική κυβέρνηση στο μέτωπο των επενδύσεων αλλά και των μεταρρυθμίσεων;

Επενδύσεις σε τομείς, όπως η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, η εργασία, η απόκτηση δεξιοτήτων, η κοινωνική συνοχή, αλλά και ιδιωτικές επενδύσεις θα αποδειχθούν κρίσιμες, προκειμένου να βελτιωθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, ωθώντας την ανάπτυξη και υποστηρίζοντας τον μετασχηματισμό της οικονομίας.

Το αυξημένο χρέος της Ελλάδας παραμένει ένας βασικός κίνδυνος, επομένως είναι κρίσιμης σημασίας να συνεχίσει η κυβέρνηση να βελτιώνει τις διαρθρωτικές αδυναμίες των δημόσιων οικονομικών. Το δημόσιο χρέος πιθανότατα θα μειωθεί στο 186,3% του ΑΕΠ έως το 2026 έναντι 205,6% το 2020, αν και θα παραμείνει υψηλότερα από τα επίπεδα πριν την κρίση.

Άλλες προτεραιότητες της κυβέρνησης, θα μπορούσε να είναι η περαιτέρω εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, η αντιμετώπιση των παθογενειών στην αγορά εργασίας, προκειμένου να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας – η ανεργία έτρεχε τον Ιούνιο με ένα ακόμη υψηλό ποσοστό 15%- και η ενθάρρυνση εγχώριων και ξένων επενδύσεων.