Πότε οι οικονομικές κρίσεις έχουν και πολιτικές συνέπειες

Τα τελευταία χρόνια οι οικονομολόγοι ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο να κατανοήσουν τις ακριβείς πολιτικές συνέπειες που προκαλούν τα οικονομικά σοκ. Το πότε, δηλαδή, οι οικονομικές κρίσεις επιφέρουν και αποσταθεροποιητικά πολιτικά αποτελέσματα. 

Η οικονομική κρίση, για παράδειγμα, πυροδότησε την άνοδο λαϊκιστικών κομμάτων, την υποστήριξη στον Τραμπ και το Brexit. Στην Ευρώπη, μετά την τελευταία οικονομική κρίση του 2008, παρατηρήθηκε ότι η αύξηση 1 ποσοστιαίας μονάδας στην ανεργία σχετίζεται με αύξηση 2-3 ποσοστιαίων μονάδων στις ψήφους που πηγαίνουν σε ακραία κόμματα. Το ερώτημα ξαναγίνεται επιτακτικό λόγω κορονοϊού και των αλλεπάλληλων κυμάτων της πανδημίας.  

Δύο νέες μελέτες επιχείρησαν να εξετάσουν το πώς ο ένας παράγοντας (οικονομικό σοκ) προκαλεί τον άλλον (πολιτικά αποτελέσματα). Χρησιμοποίησαν γεγονότα από τις δεκαετίες 1930-40, που η δημοκρατία στην Ευρώπη κατέρρευσε, για να διερευνήσουν πώς συνδέονται ο οικονομικός και ο κοινωνικός παράγοντας. 

Το συμπέρασμα που έβγαλαν είναι ότι οι οικονομικές κρίσεις απειλούν τους δημοκρατικούς θεσμούς όταν «ερεθίζουν» ήδη υποκείμενες κοινωνικές ευπάθειες.

Επιστήμονες της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, του Federal Reserve και του Imperial College of London εξέτασαν την Μεγάλη Ύφεση που έφερε τους Ναζί στην εξουσία και συγκεκριμένα την ιδιαίτερης σημασίας για τις μετέπειτα εξελίξεις τραπεζική κρίση που ξέσπασε το 1931 σε δυο από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας, τις Danatbank και Dresdner Bank. 

Συμπέραναν ότι τα οικονομικά προβλήματα δεν ήταν η μόνη αιτία που στράφηκαν οι ψηφοφόροι στο ναζιστικό κόμμα. 

Όταν ξέσπασε η κρίση, οι πόλεις που εξαρτιόντουσαν σε σημαντικό βαθμό από αυτές τις δυο τράπεζες είδαν μια απότομη πτώση εισοδήματος της τάξης του 20%, δηλαδή 8 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο από τον μέσο όρο στη χώρα. 

Όμως, ενώ η κρίση ανέβαζε την υποστήριξη για τους Ναζί στα μέρη που είχαν οικονομικές σχέσεις με την Danatbank, η επίδραση που είχε σε αυτούς που είχαν δεσμούς με την Dresdner ήταν μικρή. Ο λόγος, σύμφωνα με τους ερευνητές, ήταν ότι ο πρόεδρος της Danatbank, ονόματι Γιάκομπ Γκόλντσμιτ, ήταν Εβραίος και αποτελούσε βασικό στόχο μιας προπαγανδιστικής καμπάνιας του ναζιστικού κόμματος που κατηγορούσε τους στους Εβραίους για τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας. Ο πρόεδρος της Dresdner, από την άλλη, δεν ήταν Εβραίος, ούτε στόχος των ναζί.

Η κατάρρευση της Danatbank έφερε την μεγαλύτερη αύξηση ψήφων για το ναζιστικό κόμμα στις πόλεις που είχαν προϊστορία αντισημιτισμού και διώξεων. Εκεί η προπαγάνδα του κόμματος έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. 

Η Ύφεση, δηλαδή, πράγματι δημιούργησε ένα παράθυρο ευκαιρίας για τους ναζί. Αλλά ήταν η αλληλεπίδραση μεταξύ οικονομικών προβλημάτων, της ρητορικής του ναζιστικού κόμματος για τα αίτια της οικονομικής κρίσης και της προϋπάρχουσας, υποβόσκουσας, κοινωνικής μισαλλοδοξίας που έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία.

Η δεύτερη νέα μελέτη εκτιμά ότι δίκτυα ατόμων με επιρροή συνέβαλαν στην άνοδο του φασισμού στην Ιταλία. Επιστήμονες από MIT, Πανεπιστήμιο του Λέστερ και Πανεπιστήμιο του Γιορκ κατέληξαν ότι δίκτυα επιφανών ατόμων χρηματοδότησαν και ενθάρρυναν την υποστήριξη προς τον Μουσολίνι. 

Μάλιστα το κόμμα του είδε την μεγαλύτερη αύξηση σε υποστήριξη στα μέρη όπου φίλα προσκείμενοι στο κόμμα του Μουσολίνι εισοδηματίες και επιχειρηματίες αντιπροσώπευαν μεγαλύτερο μερίδιο του τοπικού πληθυσμού.

Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών δείχνουν ότι το αν και κατά πόσο οι οικονομικές κρίσεις αποδειχθούν καταστροφικές για τους δημοκρατικούς θεσμούς, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις τάσεις που ήδη υπάρχουν μέσα στις κοινωνίες. 

Οι εξηγήσεις, συχνά επιδέξια πιστευτές και απλουστευμένες, αυταρχικών και λαϊκιστών πολιτικών για το ποιος ευθύνεται μπορούν να ωθήσουν τους ψηφοφόρους να καταρρίψουν πολιτικά συστήματα. Το ίδιο και ο βαθμός στον οποίο άτομα με επιρροή στηρίζουν ή απορρίπτουν τους κανόνες που ισχύουν. 

Εν κατακλείδι, αυτό που αποδεικνύεται είναι ότι για να συνέλθει πλήρως μια κοινωνία μετά από μια οικονομική κρίση δεν φτάνει μόνο να διορθωθούν τα οικονομικά, αλλά να κατανοηθούν οι βαθύτερες αιτίες που υπονόμευσαν τα πολιτικά συστήματα.