Πώς μετριέται τελικά η αξία ενός πανεπιστημίου;

Αλήθεια, ένας απόφοιτος του Χάρβαρντ βγάζει περισσότερα χρήματα επειδή σπούδασε στο Χάρβαρντ ή θα εξασφάλιζε εργασία με εξίσου υψηλές αμοιβές όπου κι αν σπούδαζε; Οι απόφοιτοι του Χάρβαρντ τείνουν να γίνονται πλούσιοι επειδή ήταν ήδη έξυπνοι κι εργατικοί ή λόγω της εκπαίδευσης και των ευκαιριών που τους προσέφερε το πανεπιστήμιό τους; Πως μετριέται τελικά στην πράξη η αξία ενός πανεπιστημίου;

Χθες οργανώθηκε συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας, εν μέσω πανδημίας, για να εκφραστεί η αντίθεση στο νομοσχέδιο για την παιδεία. Επί της ουσίας, για να μην αλλάξει τίποτα. Αν, όμως, η εκπαίδευση και τα πανεπιστήμια διατηρήσουν το υπάρχον αποτυχημένο μοντέλο και όντως δεν αλλάξει τίποτα, τότε αυξάνονται οι ανισότητες, δεν μειώνονται.

Οι λόγοι απλοί.

Στόχος της δημόσιας παιδείας είναι η κοινωνική κινητικότητα. Δηλαδή η «μεταπήδηση» ανθρώπων από χειρότερες συνθήκες σε καλύτερες κοινωνικές τάξεις. Εκεί ακριβώς κρίνεται και η επιτυχία των πανεπιστημίων σε όλον τον κόσμο. Από το πόσο εν τέλει «ανεβάζουν» τάξη στους μη προνομιούχους φοιτητές.

Αν, όμως, κοιτάξουμε τα τελευταία στοιχεία της έκθεσης του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής, που παρουσιάστηκαν προχθές, η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στους δείκτες κοινωνικών ανισοτήτων. Είναι στην 1η θέση στην ΕΕ των «28», σύμφωνα με στοιχεία του 2018 για ηλικίες 15-64 ετών, που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Και 4η θέση στον δείκτη NEET (Νέοι 15-24 ετών που βρίσκονται εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης) με ποσοστό 14,1% έναντι 9,6% του ευρωπαϊκού μ.ο.

Αυτό είναι παράδοξο, καθώς η δημόσια παιδεία οφείλει να προωθεί την ποιότητα και την μείωση των ανισοτήτων. Και στην Ελλάδα η παιδεία, πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, πανεπιστήμια, είναι δημόσια και δωρεάν.

Η απαξίωση των Πανεπιστημίων, που επήλθε από διάφορες αιτίες, με μια από τις βασικότερες να είναι η λογική της εισαγωγής με ποσοτικά κριτήρια κι όχι ποιοτικά προκειμένου ώστε να «δικαιολογούν» την ύπαρξή τους σχολές που δημιουργήθηκαν για ψηφοθηρικούς λόγους, παράγει πανεπιστημιακά πτυχία χωρίς υπεραξία.

Η χώρα μας έχει το υψηλότερο ποσοστό άνεργων πτυχιούχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-35 ετών (28%) σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κι αυτό για όσους, αν και κάποτε, αποφοιτήσουν.

Η Ελλάδα, επίσης, βρίσκεται στην τελευταία θέση στην Ευρώπη στον δείκτη του ποσοστού αποφοίτων επί του συνόλου των φοιτητών. Όταν όλοι αποκτούν το «εύκολο» δικαίωμα της φοίτησης με την ελληνική πατέντα «περνάω και με λευκή κόλλα», είναι συγκριτικά ελάχιστοι - 9,41% στην Ελλάδα το 2017 - αυτοί που αποφοιτούν σε σχέση με τον μέσο όρο των άλλων χωρών που είναι στο 24,15% στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Σε όλες τις χώρες, γίνονται διάφορες αξιολογήσεις που επιχειρούν να κρίνουν το επίπεδο των Πανεπιστημίων. Αλλά αυτές οι κατατάξεις εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από την απόδοση των Πανεπιστημίων στην έρευνα. Ουσιαστικά, το επίπεδο της εκπαίδευσης που παρέχει ένα πανεπιστήμιο είναι δύσκολο να μετρηθεί. Ένα χειροπιαστό «τεστ» στην πραγματική ζωή είναι αν η φοίτηση σε ένα πανεπιστήμιο προσθέτει αξία στην μετέπειτα καριέρα του φοιτούντα.

Και μόνο ότι η χώρα μας έχει το υψηλότερο ποσοστό άνεργων πτυχιούχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-35 ετών (28%) σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ότι το διάστημα 2000-2016 το ποσοστό των άνεργων πτυχιούχων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 10%, όταν οι περισσότερες χώρες της ΕΕ έβλεπαν μείωση των αντιστοίχων ποσοστών τους, αποτελεί ήδη μια εικόνα.

Τα πανεπιστήμια ως επίπεδο κρίνονται, στην πράξη, από το πόσα χρήματα θα βγάλει ο απόφοιτός τους. Εκεί βρίσκεται, στην πραγματική ζωή και στην αγορά εργασίας, η διαφορά σε επίπεδο σπουδών π.χ. του Χάρβαρντ από μια παρηκμασμένη σχολή με «αιώνιους» φοιτητές, αέναες καθυστερήσεις στους κύκλους σπουδών, γηρασμένο διδακτικό προσωπικό, παλιές ή και λεηλατημένες κτιριακές υποδομές, συνθήκες που αφήνουν χώρο για βανδαλισμούς, διακίνηση ναρκωτικών κλπ. Τα καλά πανεπιστήμια προσφέρουν ώθηση στα έσοδα που θα έχει όποιος αποκτήσει το πτυχίο τους.

Ασφαλώς, οι μελλοντικές απολαβές όσων αποφοιτήσουν δεν είναι ο μοναδικός, ούτε ο πρωταρχικός σκοπός ενός πανεπιστημίου. Αλλά σε ένα σύστημα όπου η πλειοψηφία των σπουδαστών προσβλέπει στην πρακτική χρησιμότητα του πτυχίου στην μελλοντική επαγγελματική τους ζωή, κι όχι μόνο στην απόκτηση γενικής παιδείας λόγω «δίψας» για μάθηση, η πρακτική αξία ενός πανεπιστημίου ισούται με τη διαφορά μεταξύ τού πόσα χρήματα θα κερδίζουν τελικά οι απόφοιτοί του και πόσα θα κέρδιζαν αν είχαν σπουδάσει κάπου αλλού.

Κάπως έτσι προκύπτει ένα σύστημα στην Ελλάδα που ουσιαστικά τείνει να αυξάνει την ανισότητα, όχι να τη μειώνει. Από τη μια έχεις απαξιωμένα πανεπιστήμια κι από την άλλη γονείς που ψάχνουν να προσφέρουν το καλύτερο στα παιδιά τους. Αυτόματα το σύστημα ωθεί τους σπουδαστές να ταξινομούνται ανά εισόδημα.

Γι’ αυτό και οι εξωσχολικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών για εκπαίδευση είναι περίπου διπλάσιες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στο 2,1% στην Ελλάδα έναντι 1,2%. Ετησίως δαπανώνται δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για σπουδές στο εξωτερικό, όσων έχουν την οικονομική δυνατότητα! Και για φροντιστήρια, ξένες γλώσσες και ιδιαίτερα μαθήματα, οι οικογένειες πληρώνουν 1,2 δις ευρώ το χρόνο!

Για τους πολιτικούς που πραγματικά, κι όχι μικροκομματικά και ψηφοθηρικά, ενδιαφέρονται για την κοινωνική κινητικότητα και τις ίσες ευκαιρίες, αυτή η εικόνα θα έπρεπε να αποτελεί πρόβλημα… Το ίδιο και για όσους συνδικαλιστικά δήθεν κόπτονται για τις ανισότητες.