Παίζουμε Πολυτεχνείο;

Παίζουμε Πολυτεχνείο;

Του Ανδρέα Ζαμπούκα

Πέρασαν χρόνια, δεκαετίες, μια αιωνιότητα ίσως. Μέχρι που να ξυπνήσει μια μέρα, υπουργός ελληνικής κυβέρνησης και να πείσει την αστυνομία για την πολιτική του βούληση να επέμβει σε «γιάφκα» πανεπιστημίου. Πανεπιστημίου ευρωπαϊκής χώρας, η οποία δεν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση αλλά και χωρίς κινδύνους για το δημοκρατικό της πολίτευμα.

Και τι βρήκαν οι αστυνομικοί; Κοντάρια, κράνη, γάντια, κουκούλες full face και ρούχα-υλικά αμφίεσης για κάλυψη χαρακτηριστικών καθώς και πυροσβεστήρες, διαρρηκτικά εργαλεία, φυλλάδια αναρχικού περιεχομένου και κομμάτια από μάρμαρα και πέτρες που χρησιμοποιούνται σε επιθέσεις, εντόπισε μέσα στην ΑΣΟΕΕ η ΕΛ.ΑΣ ύστερα από την πρωινή της επιχείρηση. Οι χώροι σφραγίστηκαν και αποδόθηκαν στις Αρχές του Οικονομικού Πανεπιστήμιου.

Τι κάνουν άραγε αυτά τα παιδιά στις γιάφκες τους, στα οπλοστάσιά τους, στις μειοψηφικές συνελεύσεις τους, στις πλατείες, στους κλειστούς δρόμους του κέντρου; Ποια είναι αυτή η επανάσταση που θέλουν να κάνουν; Και γιατί σήμερα που ο καθένας μπορεί να διαλέξει τον δρόμο του, σε μια ελεύθερη και ανοιχτή κοινωνία;

Όλα αυτά τα παιδιά «παίζουν Πολυτεχνείο»! Και ονειρεύονται να ξανάρθει η μέρα που θα κλειστούν στο Πολυτεχνείο, θα πάρει η Δαμανάκη το μικρόφωνο και θα έρθει το τανκς να ρίξει την πύλη!

Το πρόβλημα είναι όμως με τις κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται ακόμα σε περίοδο «μέλιτος» με τη φαντασίωση. Κάποιοι καταλαβαίνουν το ρίσκο και διασκεδάζουν με την επικινδυνότητα της κατάστασης. Θυμίζουν λίγο συζύγους απατημένες και προδομένες από τους άνδρες τους που παραδίνονται στην «απόδραση» με κάποιο επικίνδυνο εραστή. Ξέρουν ότι κινδυνεύουν να πληγωθούν ακόμα περισσότερο αλλά η ανάγκη εκτόνωσης είναι τέτοια που δεν υπολογίζουν το ρίσκο.

Όσοι εν τω μεταξύ, ξέρουν τις κοινωνικές προεκτάσεις του μηδενισμού, καταλαβαίνουν ότι μεταφράζεται σε βία, σε εθνικισμό, ρατσισμό και παραίτηση.

Εδώ ακριβώς, βρίσκεται το πρόβλημα με την αριστερά. Το πεδίο πολιτικού προβληματισμού της δεν βρίσκεται στην οντολογική αλλά στη δεοντολογική υπόσταση του κόσμου. Όχι στο επιστητό, αλλά σε μια φαντασιακή «θέσμιση» της πραγματικότητας. Ούτε καν σε θεωρητικό επίπεδο. Εκτός βέβαια, από την άγνοια της ελληνικής Ιστορίας, θα έβαζα στοίχημα ότι οι σύγχρονοι αριστεροί αδιαφορούν και για τις στοιχειώδεις αρχές της αριστερής φιλοσοφίας. Γι'' αυτό η αριστερά δεν μπορεί να αντλήσει χαρά από την πολιτική πράξη.

Το μίσος προσφέρεται ως δυνατότερο ένστικτο ικανοποίησης και ναρκισσιστικής φιλαρέσκειας. Θα μπορούσαν να εμφανιστούν οι νοήμονες αριστεροί και να απαιτήσουν κανονικότητα. Αλλά πάντα ορθώνεται η δυσανεξία στην πολιτική εφαρμογή. Η εμπέδωση της ασυνταξίας, ως μέθοδος δράσης και ανατροπής δεδομένων.

Κι αναρωτιέμαι πώς μπορεί να συνεννοηθεί κανείς με ρητορική «εισαγγελέα» σε έναν κόσμο που χρειάζεται έστω και το πρόσχημα δημιουργικότητας για να παρέχει δικαιώματα και υπηρεσίες στους πολίτες της αστικής δημοκρατίας. Αυτής δηλαδή, που το υποσυνείδητο της Αριστεράς θεωρεί ως απατηλό δημιούργημα του κακού, «αμαρτωλού» καπιταλισμού.

Δύο γενιές μεγάλωσαν να «παίζουν Πολυτεχνείο» για ψυχοθεραπεία και κάθαρση. Μέσα σε μία κρατικοδίαιτη κοινωνία που στήνει συνέχεια σύμβολα, μνημεία και δρώμενα.

Αν έχει κάποιο νόημα η φαιδρότητα, για την αισθητική μας, έχει καλώς. Αν όμως όλα αυτά είναι πτώση και ευτελισμός, τότε ήρθε η ώρα της απαλλαγής.

Δεν μας αξίζει αυτός ο πρωτογονισμός σε κάθε περίπτωση...